Καρτέλες αρ. 7 - 10

Τζόρτζιο ντε Κίρικο: «Το σπίτι του ποιητή», 1918
Τζόρτζιο ντε Κίρικο: «Το σπίτι του ποιητή», 1918

Η αν­θρω­πό­τη­τα δεν μι­λά ποί­η­ση και δεν γρά­φει ποί­η­ση, μα γλώσ­σα η οποία με­ρί­ζε­ται σε γλώσ­σες. Ποια εί­ναι, τι εί­ναι, δι­κή γλώσ­σα σε ποί­η­ση, το σχο­λί­α­σα πριν από χρό­νια. Με βά­ση όσα τό­τε σχο­λί­α­σα, κα­θώς επι­μέ­νω σ’ αυ­τά, το φέρ­σι­μο ξέ­νης γλώσ­σας -έρ­γου ποί­η­σης- στη δι­κή, εί­ναι για γέ­λω­τα, κά­θε ξέ­νη γλώσ­σα γί­νε­ται γλώσ­σα δι­κή όταν εγ­χέ­ε­ται σε ποί­η­ση – κοι­νή εί­ναι, ίσως, η δυ­σκο­λία ποί­η­σης ως αλ­λα­ξο­πι­στία χω­ρίς βο­ή­θη­μα πί­στης. Το φέρ­σι­μο εί­ναι έγ­χυ­ση σε ποί­η­ση, όχι σε γλώσ­σα. Μια γλώσ­σα δι­κή δεν εξαρ­τά­ται υπο­χρε­ω­τι­κά από ποί­η­ση όπως και μια ποί­η­ση δι­κή δεν εξαρ­τά­ται υπο­χρε­ω­τι­κά από γλώσ­σα. Κα­μιά από τις δύο δεν εί­ναι δι­κή εάν δεν εξαρ­τά­ται κι απ’ ό,τι θέ­τει κα­νείς σ’ αυ­τή.

Στην ποί­η­ση όλες οι γλώσ­σες υπό­κει­νται, δεν ενώ­νο­νται.

Όταν το ποί­η­μα δεν απευ­θύ­νε­ται σε κα­τάλ­λη­λους απο­δέ­κτες μα σε «σω­στούς ανα­γνώ­στες», σε ανα­γνώ­στες της αι­τί­ας ανά­γκης απο­δο­χής του κι εξί­σου των από­το­κών της, τό­τε το ποί­η­μα έχει προ­ε­γκρί­νει την κρι­τι­κή του, το πε­ριε­χό­με­νό του δεν εί­ναι δη­μιουρ­γη­μέ­νο μα απο­τε­λεί μέ­ρος μιας ήδη υπάρ­χου­σας, κοι­νής, προ­κρι­μέ­νης, απο­δο­χής, η οποία το έχει ορί­σει. Συ­νε­πώς δεν υπάρ­χει ποί­η­μα, διό­τι το νό­η­μα και η ση­μα­σία του (ή η απου­σία και των δυο) απο­τε­λούν από­δο­ση ενός κα­νο­νι­σμού.
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ανα­γνώ­στες απο­φεύ­γουν ν’ αντι­με­τω­πί­ζουν το πε­ριε­χό­με­νο ποί­η­σης, προ­τι­μούν να απο­δέ­χο­νται ή να μην απο­δέ­χο­νται μέ­ρος μιας τε­χνι­κής ή ενός χα­ρα­κτή­ρα ώστε να εξα­κο­λου­θούν σε ζη­τή­μα­τα πλαι­σί­ου κι επι­και­ρό­τη­τας. Οι ανα­γνώ­στες αυ­τοί δεν έχουν τί­πο­τα κοι­νό με τον ποι­η­τή, όχι επει­δή εί­ναι με­τα­ξύ τους άλ­λοι, δια­φο­ρε­τι­κοί, μα για­τί απο­φεύ­γουν να δι­δά­σκο­νται, να χά­νουν, να αλ­λά­ζουν, επι­λέ­γουν να επι­βε­βαιώ­νο­νται ή να μην επι­βε­βαιώ­νο­νται, να επι­βε­βαιώ­νουν ή να μην επι­βε­βαιώ­νουν, πα­ρι­στά­νο­ντας τους πα­ρεμ­βα­τι­κούς, τους ανή­συ­χους. Σε τί και κα­τά πό­σο όμως μπο­ρεί κα­νείς να πα­ρέμ­βει εάν αντί να τί­θε­ται ο ίδιος σε ποί­η­ση θέ­τει κά­ποια επι­και­ρό­τη­τα ή κά­ποιο πλαί­σιο πλη­ρο­φο­ριών σ’ εκεί­νο που πι­στεύ­ει πως εί­ναι ποί­η­ση;
Η θέ­σπι­ση ενός από­το­κου που υπερ­βαί­νει το κεί­με­νο δεν εί­ναι από­το­κο που υπερ­βαί­νει το κεί­με­νο – το από­το­κο που υπερ­βαί­νει το κεί­με­νο εί­ναι γε­γο­νός ώσης απ’ το πε­ριε­χό­με­νό του. Πράγ­μα­τα και θέ­σεις που ανα­δεί­χθη­καν από πα­λιά, ίσα­με τη θε­ω­ρία του Ρο­μα­ντι­σμού, υπήρ­ξαν μέ­ρη ενός εξαι­ρε­τι­κά δι­φο­ρού­με­νου μα και διτ­τού ισχυ­ρι­σμού: η ποι­η­τι­κή ελευ­θε­ρία εξα­σφα­λι­ζό­ταν από ποι­η­τι­κή ευ­θύ­νη. Η ευ­θύ­νη όμως, όπως η ποί­η­ση και η κρι­τι­κή, δεν πα­ρα­μέ­νουν στά­σι­μες για πο­λύ. Ακό­μα και μια επα­νέ­ντα­ξη, λοι­πόν, σε δι­φο­ρού­με­νο ή διτ­τό ισχυ­ρι­σμό εξαρ­τά­ται από εκεί­νο που δε­σμεύ­ε­ται εφό­σον πο­τέ άλ­λο­τε δεν υπήρ­ξε δε­σμευ­μέ­νο.
Η ανά­δει­ξη εκεί­νου που λέ­ει ο ποι­η­τής δί­χως να προ­σπα­θεί, δεν ανα­δει­κνύ­ει εκεί­νο που προ­σπα­θεί να πει, η από­δει­ξη της ακρί­βειάς του δεν φέ­ρει μια αντί­στοι­χη ή ανά­λο­γη ακρί­βεια από­δει­ξης, εκεί­νο που κα­τα­δει­κνύ­ει κά­ποια αρε­τή του δεν βρί­σκε­ται πά­ντα στην αρε­τή του, το βά­θος του αι­σθή­μα­τός του δεν εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κά αι­σθη­μα­τι­κό βά­θος, κ.ο.κ.
Το ποί­η­μα εί­ναι προ­οί­μιο μέλ­λο­ντος, δη­λα­δή εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κό εκ των πραγ­μά­των της ποί­η­σης -κα­τά την ου­σία της- διό­τι επι­φέ­ρει σ’ αυ­τά, όχι γι’ άλ­λον λό­γο. Επι­φέ­ρει όμως εκεί­νο που, αυ­θω­ρεί με την επι­φο­ρά του, κα­θι­στά την ποί­η­ση εκ νέ­ου. Τα όριό του εί­ναι όριο ποί­η­σης όχι όριο άπο­ψης, εντύ­πω­σης ή από­δο­σης.

Το πα­ρα­φθαρ­μέ­νο συ­νά­δει με το ποιόν των βα­σι­κών απαι­τή­σε­ων: η αστο­χία στο αυ­τό (στην ποί­η­ση) εί­ναι ακυ­ρω­τι­κή, για πέ­τα­μα, ενώ η αστο­χία στην πα­ρα­φθο­ρά πε­ρι­βάλ­λε­ται από κύ­ρος και σε­βα­σμό.

Απ’ όταν έφτα­σε η επο­χή της κα­τά­ντιας στην οποία κά­θε ιδε­ο­λο­γία ζω­ής έχει έρει­σμα ισχυ­ρό­τε­ρο και πιο ευ­ρύ από τη ζωή, το ποί­η­μα εί­ναι ση­μα­ντι­κό διό­τι απευ­θύ­νε­ται στο «κοι­νό της επο­χής του», στο «κοι­νό της ση­μα­σί­ας» που το κα­θι­στά ση­μα­ντι­κό∙ η ολ­κή έχει αντι­κα­τα­στα­θεί από τη χρη­στι­κό­τη­τα διό­τι η τέ­χνη έχει αντι­κα­τα­στα­θεί από την ευ­δρια­κρι­σία, εφό­σον κά­θε επί­τευ­ξη στην τέ­χνη της ποί­η­σης δεν εί­ναι υπα­γω­γή μα κα­τάρ­γη­ση, ακύ­ρω­ση, απρό­σμε­νη αύ­ξη­ση πρό­σβα­σης σε κά­τι απροσ­δό­κη­το.





____________
Οι «Καρ­τέ­λες» απο­τέ­λε­σαν σει­ρά από μι­κρά ή πο­λύ μι­κρά ημι­τε­λή δο­κί­μια, που γρά­φτη­καν από το 2015 ως το 2020. Ο συ­ντά­κτης τους θε­ώ­ρη­σε σκό­πι­μο να κρα­τη­θούν στην ημι­τε­λή τους μορ­φή. Οι Καρ­τέ­λες 7, 8, 9 και 10 δη­μο­σιεύ­θη­καν αρ­χι­κά στο ιστο­λό­γιο του ποι­η­τή τον Σε­πτέμ­βριο του 2019.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: