Στην έμμετρη φόρμα παραμονεύει πάντα ο κίνδυνος να νοιώσει εγκλωβισμένος ο δημιουργός στον επιβεβλημένο αριθμητικό κανόνα της στροφικής και συλλαβικής συμμετρίας. Και πολλά δυσάρεστα μπορούν να συμβούν σ’ αυτή τη φυλακή – αν τη δει κάποιος ως φυλακή: εκπτώσεις στο περιεχόμενο, εκπτώσεις στην επιλογή της λέξης (ως καταλληλότερη δηλαδή να επιλέγεται αυτή που υπακούει στη φόρμα - κάτι σα γάμος από συμφέρον κι όχι από έρωτα), εκπτώσεις στην ατμόσφαιρα τελικά του ποιήματος που γίνεται αποπνικτική. Με λίγα λόγια, άλλο να ξεκινά να πει κι άλλο να προκύπτει. Η ομοιοκαταληξία από την άλλη, μπορεί κι αυτή να είναι μια ακόμα φυλακή. Προκαλεί αλλαγές στη σειρά των λέξεων με κόστος την εκφραστική ανωμαλία κι ως εκ τούτου τη μη φυσικότητα στη διατύπωση, τοποθετεί λέξη που δεν είναι και η προσφορότερη για την αποτύπωση της ουσίας, αλλά, τι να κάνουμε… αφού ομοιοκαταληκτεί… Και πάλι το αποτέλεσμα ολέθριο: ο στίχος τραβηγμένος από τα μαλλιά, επιτηδευμένα τεχνητός, βιασμένος.
Υπάρχει σύγχρονη, έμμετρη ποίηση, που προδίδει υπερπροσπάθεια να είναι έμμετρη και να ομοιοκαταληκτεί, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που καταντά γραφική. Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε για το ποιος γράφει εν τέλει το ποίημα, η φόρμα ή ο δημιουργός. Μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τον λόγο που επιλέγει να μείνει πιστός στους τύπους, τη στιγμή που αυτοί μετατρέπονται σε αλυσίδες. (Τόσα μας δένουν χειροπόδαρα, ας είμαστε τουλάχιστον στην ποίηση ο εαυτός μας). Ποτέ δε θυσίασε π.χ. ο Καρυωτάκης αυτό που ήθελε να πει στο βωμό του μέτρου. Χωρίς δισταγμό το γκρέμιζε αν δεν υπάκουε στο Άγιο Νόημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημά του «Είμαστε κάτι..». Μάλιστα σε αυτό η διάλυση του μέτρου, όπου αυτή κρίνεται απαραίτητη κι αναπόφευκτη, είναι και το στοιχείο εκείνο που υπογραμμίζει εμφατικά την ψυχική του διάλυση. Γιατί έτσι πρέπει να συμβαίνει: τα πάντα να υπηρετούν το περιεχόμενο.
Η ποιητική συλλογή του Νίκου Γεωργόπουλου είναι από τις ωραίες και σπάνιες περιπτώσεις που πράγματι συμβαίνει αυτό: η φόρμα και το περιεχόμενο να συμπορεύονται αβίαστα, φυσιολογικά, απλά. Πρόκειται για μία από τις πιο αξιόλογες καταθέσεις στη σύγχρονη ελληνική, έμμετρη ποίηση. Δε νιώθεις τον δημιουργό εγκλωβισμένο· το αντίθετο. Και γι’ αυτό είναι ένας εξαιρετικός ποιητής.
Ενσαρκώνει την πρώτιστη αξία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενσαρκώνει το μόνο αποδεκτό δόγμα υπό τη σκέπη του οποίου η Τέχνη βρίσκει ασφαλές καταφύγιο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το ότι τα πάντα σε αυτήν οφείλουν να υπηρετούν την Αλήθεια. Είναι σπουδαίος ποιητής και για έναν ακόμα λόγο: γιατί δεν καμώνεται πως είναι καταφεύγοντας σε διάφορα τερτίπια και τάχα έξυπνα ευρήματα. Πολύ έχει δεινοπαθήσει η ποίηση από το λεγόμενο εύρημα που ντύνεται κάποιες φορές –για άλλοθι φυσικά– με το ρούχο της αλληγορίας ή του υπερρεαλισμού, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από αερολογίες. Ο Ν. Γ. γράφει με αίσθημα πηγαίο, αληθινό και βαθιά ανθρώπινο. Γράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, απλότητα κι αθωότητα, με συγκρατημένη, γεμάτη αρχαιοελληνικό μέτρο και αξιοπρέπεια, συγκίνηση. Ποτέ δεν εκτροχιάζεται σε μελοδραματισμούς, ποτέ δε φωνάζει προκειμένου να εκβιάσει το συναίσθημα. Έχει τη λογοτεχνική ωριμότητα ώστε να μιλά με την καθαρή ματιά όσων μπορούν να δουν την ουσία. Και καθαρή ματιά έχουν τα παιδιά˙ ανεξαρτήτως ηλικίας.
Ο Ν.Γ. είναι το παιδί που, όπου κι αν ταξίδεψε, όπου κι αν ζει τώρα, δεν έφυγε ποτέ από τις γειτονιές της γενέτειρας πόλης. Η Πάτρα υπάρχει έντονα στην ποίησή του. Τον βλέπουμε να ανηφορίζει προς το Κάστρο και να ατενίζει το ηλιοβασίλεμα, να παίζει μπάσκετ σε γήπεδα με ελενίτ για σκεπή και τσιμέντο για παρκέ παρέα με τον Νουρέγιεφ. Τον βλέπουμε να ανεβαίνει στα Ψηλαλώνια ή να τραβά για τον μώλο , να συχνάζει στα ουζερί, να βολτάρει στην παλιά πόλη. Κουβαλά πάντα την Πάτρα μέσα του. Στο ποίημά του «Πάτρα μου» αποκαλύπτεται πως ο νόστος, η επιστροφή στη γενέθλια γη, είτε κυριολεκτικά είτε μέσω της μνήμης, στην πραγματικότητα είναι μια επιστροφή, μια λαχτάρα για επιστροφή καλύτερα, στην παιδική ηλικία, στην παιδικότητα, ως «τόπος» που τον χαρακτηρίζει η αγνότητα ή κι ως τρόπος αντίστασης στη φθορά, ως τρόπος αντίστασης στο θάνατο. Αυτή η νοσταλγία κάνει την Πάτρα μία Ιθάκη.
Κάθε ποίημά του αποτελεί ένα αυτοτελές, συμπαγές σύμπαν, που περιβάλλει με τρόπο καθηλωτικό τον αναγνώστη. Κάθε
ποίημα, ακόμα και τα 17σύλλαβα χαϊκού, είναι μια ιστορία με εικόνες τόσο ζωντανές που σου δίνουν την αίσθηση πως αν, υποθετικά μιλώντας, συνοδευόταν από κάποιες φωτογραφίες που θα το αφορούν, αυτές θα φαίνονταν τραγικά λειψές μπροστά στις νοητικές εικόνες που οι στίχοι με ρωμαλέο εικονοπλαστικό σθένος καταφέρνουν να δημιουργούν. Η δύναμη της γλώσσας στο θυμικό του ανθρώπου, αυτή είναι η πεμπτουσία της λογοτεχνίας και η ουσία θα έλεγα του πολιτισμού. Γιατί όταν λέμε γλώσσα πρωτίστως εννοούμε σκέψη, ως βασική προϋπόθεση του λόγου, και δευτερευόντως τον τρόπο έκφρασης της σκέψης. Η εικόνα πάντα βρίσκεται ένα βήμα πιο πίσω από τον λόγο, γιατί στην πραγματικότητα αποτελεί έναν περιορισμό των όσων ο νους μπορεί να «δει».. Γι’ αυτό και συμβαίνει συχνά η μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην μεγάλη οθόνη να απογοητεύει αυτούς που πρώτα διάβασαν το βιβλίο. Και πολύ σοφά ορισμένοι σκηνοθέτες επιλέγουν να μιλούν για ταινία εμπνευσμένη από κάποιο λογοτεχνικό έργο κι όχι για μεταφορά του. Πρόσφατο παράδειγμα, η σκηνοθέτης της «Φόνισσας». Μίλησε για ταινία εμπνευσμένη από το διήγημα του Παπαδιαμάντη. Πράγματι, πώς θα μπορούσε ποτέ ένα κινηματογραφικό έργο να μεταφέρει τα Άγια των Αγίων της νεοελληνικής λογοτεχνίας; Δεν θα ήταν υπερφίαλη μια τέτοια δήλωση;
Η εικονοπλαστική δύναμη της γραφής του Ν. Γ. ενισχύεται και από τις λέξεις που ανήκουν στη ναυτική ορολογία. Άλμπουρο, καβατζάρω, μπόσης, τσούρμο… Δε θα χαρακτήριζα αυτό το γεγονός ως ιδιαιτερότητα. Είναι η αλήθεια του ποιητή που αυθόρμητα καταγράφεται στους στίχους εξαιτίας της θητείας του στα καράβια. Αυθόρμητα και αυτονόητα. Κι είναι τόσο ανακουφιστικό αυτό, γιατί πολύ ταλαιπωρούμαστε ως αναγνώστες από τους υπηρετούντες το φτιασίδωμα, το ψεύδος, και οι οποίοι με το ζόρι πρέπει να μας επιβληθούν ως μέγιστοι ποιητές, χωρίς να συνειδητοποιούν πως αυτή η αγχωμένη, σχεδόν εμμονική προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει μια ομολογία… μια πικρή αυτογνωσία… Με ευφυές, καυστικό χιούμορ και λεπτότατη αριστοτεχνική ειρωνεία, περιγράφει τους ανήκοντες στην μόνιμα λιμοκτονούσα συνομοταξία των μάνατζερς του εαυτού τους, που βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία αυτοπροβολής. Στο ποίημά του «Μπωντλαίρ από τα Lidl», γράφει:
Έχουν οι έσχατοι ξεμείνει στα όνειρά τους
και να προλάβουν τρέχουνε το τελευταίο
λεωφορείο, της γραμμής σημειωτέο·
εκεί αφήσανε οι τρελοί τα κόκαλά τους.
Σαν τον Μπωντλαίρ και σαν τον Κώστα Καρυωτάκη
να μνημονεύονται μονάχα προσδοκούνε
μα τη στιγμή που οι Ποιητές αυτοκτονούνε
ας είναι… κρύβονται σε κάποιο σονετάκι
Μαθαίνουν από την αρχή να ξαναγράφουν
όπως ορίζουν οι γραφές και οι κανόνες
Γιατί στα λογοτεχνικά τα καφενεία
που οι διάσημοι ανταλλάσσουνε βραβεία
αν θέλουν να΄ναι και αυτοί συνδαιτημόνες
να ξέρουν πρέπει με ταλέντο ν΄αντιγράφουν.
Και στο ποίημα «Η κόρη»:
Την πήγανε την κόρη στα βραβεία
βοηθούμενη λιγάκι του πατρός της
της ποίησης τη στέψανε κυρία
μοιράζοντας κομμάτι απ΄το βιος της.
Γυρνάει κι ο μπαμπάς στα καφενεία
«κερνάω για την κόρη» καμαρώνει
των γέρων στα τραπέζια η συντεχνία
στην πρέφα τον επόμενο κληρώνει.
Γνωρίζουν οι αυλές και τα μαντεία
απ΄τις φασκιές ποιος θα΄ναι εκλεκτός
και ως γνωστόν χρειάζονται οι παρέες
στα μέτρα τους να φτιάξουνε λιβρέες
στις τελετές τους να φοράει ο πιστός
της μούσας τα κλεμμένα της πρωτεία.
Στη συλλογή αυτή συμπεριλαμβάνονται επίσης ποιήματα που αποδεικνύουν τον έντονο προβληματισμό του πάνω σε διάφορα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας όπως είναι η εργασιακή εκμετάλλευση, η παιδική πορνεία, η προσφυγιά. Σηκώνει δηλαδή τα μανίκια ο στίχος του και σκάβει τις ψυχές. Δεν περιφέρεται κουστουμαρισμένος στα πάσης φύσεως λογοτεχνικά σαλόνια φοβούμενος μη χαλάσει η τσάκιση στο παντελόνι.
Εξήντα οκτώ χρονών στη σκαλωσιά
τα χρόνια καρφωμένα στο μαδέρι
κάποια ουλή μ’ αγκύλωση στο χέρι
δουλεύει με το θάνατο αγκαλιά.
Εικοσιτριών χρονών· νυχτερινό
το δρομολόγιο τρέχει να προλάβει
τα νιάτα στο ταχύμετρό του θάβει
τα πουρμπουάρ σκορπούνε στο κενό.
Σαρανταδυό χρονών με δυο παιδιά
και μια καρδιά π’ αδύναμα χτυπάει
δεύτερη βάρδια ακόμα ξενυχτάει
σαν πύργος καταρρέει στα ξαφνικά.
Λένε συχνά στο μεροκάματο του τρόμου
άταφοι μένουνε στην άκρια του δρόμου.
Μια ιδιαίτερη ενότητα στο βιβλίο αυτό αποτελούν και τα ποιήματα που είναι γραμμένα με τη μορφή των χαϊκού. Παρόλο που ως εγχείρημα είναι δύσκολο, καθώς θα πρέπει να μπορέσει ο δημιουργός να αποτυπώσει αυτό που θέλει σε 17 μόνο συλλαβές, στα συγκεκριμένα χαϊκού αυτή η δυσκολία μετατρέπεται σε εξαιρετική ευκαιρία.
Εκείνο που θέλω να πω είναι πως η ποίηση ουσιαστικά είναι μια μορφή πύκνωσης (ή τουλάχιστον στις ευτυχισμένες στιγμές της είναι πύκνωση). Η εκούσια λοιπόν επιλογή και άσκηση πάνω σε αυτήν την ολιγοσύλλαβη φόρμα, μπορεί να αποβεί ευεργετική για την επίτευξη αυτού του στόχου. Κι η δωρική λιτότητα στα χαϊκού του Ν. Γ. βρίσκει μία από τις πιο επιτυχείς εκφράσεις της. Η κάθε λέξη, σοφά επιλεγμένη, στοχεύει απ’ ευθείας στην ουσία, λειτουργώντας ως ένα καθόλου… «σπασμένο βέλος».
Εν είδει επιλόγου δύο χαϊκού από την ενότητα «Μόχθος» αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα του:
Γράφει:
Παραδομένοι
περίμεναν στην ουρά
να πληρωθούνε.
Και:
Ο ήλιος δύει
στις κυρτωμένες πλάτες.
Τους σακάτεψαν.