Μια προσωπική ανάγνωση

Ίρις Τζαχίλη, «Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων», Μεταίχμιο 2022



Το βιβλίο Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων ήρθε στα χέρια μου στις διακοπές των Χριστουγέννων. Βρισκόμουν στο Ζαγόρι και μου το έδωσε ο πατέρας μου που μόλις το είχε τελειώσει με την προτροπή να το διαβάσω οπωσδήποτε… Υπέθεσα πως θα πρόκειται για ένα βιβλίο με απολαυστικό λόγο, καθώς γνωρίζω την συγγραφέα από τα φοιτητικά μου χρόνια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπως και από τις αρχαιολογικές έρευνες πεδίου. Είχα καταλάβει επίσης από διάφορα σχόλια του πατέρα μου ότι πρόκειται για μια αφήγηση με περίεργη πλοκή και κάποιες ανατροπές, μικρές ή μεγάλες.
Το ξεκίνησα επί τόπου στις διακοπές, όμως γύρω στην σελίδα 150 έβαλα άνω τελεία. Είχαν ήδη στοιχειοθετηθεί οι βασικοί άξονες της διήγησης: είχα μάθει (ή νόμιζα πως είχα μάθει) τα ονόματα και τις ιδιότητες των προσώπων, που αποκαλύπτονται σταδιακά. Επίσης είχε γίνει σαφές ότι η γερμανική συλλογή γραμματοσήμων ήταν μόνο η αφορμή για την ύφανση μιας πολύ πλατύτερης ιστορίας αναζήτησης. Αναζήτησης που περιλαμβάνει τις ιστορίες των ανθρώπων και των σχέσεων τους πέρα και πίσω από το άλμπουμ. Σχέσεων ποικίλων που εγκιβωτίζονται σε ένα πλαίσιο που αφορά, μεταξύ άλλων, μια βιογραφία της πόλης την –όχι και τόσο μακρινή– περίοδο της δεκαετίας του 1940:

«Δύσκολο πράγμα σήμερα να αποδεχτούμε ότι αυτές οι φωτογραφίες δεν έρχονται από μακρινούς πολέμους, αλλά από την πόλη μας, όχι πολλές δεκαετίες πριν (...) Σε μια σχεδόν άδεια λεωφόρο Νίκης, εκεί όπου μετά ήταν η δική μας παραλία, εκεί στις βόλτες και στα παγωτά χωνάκι, στα ηλιοβασιλέματα και στις βαρκούλες, η ευθύγραμμη σειρά των εκκωφαντικών μηχανοκίνητων οχημάτων με τα πολυβόλα υποβάλλει στον νου μας τη βία των φωτογραφιών ως μία απανταχού διαχρονία, ενώ εμείς, η μεταπολεμική γενιά, έχουμε επιλέξει ως “βετεράνοι της ειρήνης” να θυμόμαστε τη διαχρονία χωρίς βίαιες αλλαγές, σαν ματαίωση του χρόνου» (σ. 35).

Μαθαίνουμε για την διάχυση των ναζί στον αστικό ιστό, με έμφαση εν προκειμένω στην περιοχή που ορίζεται από τις οδούς Πέτρου Συνδίκα, Βασιλίσσης Όλγας, Ανάληψης και Τραπεζούντος. Από το πρίσμα της γειτονιάς, πιάνουμε το νήμα της ζωής της μητέρας, Δήμητρας Αγγελίδου, σε μια διαφορετική χρονικότητα που εκτείνεται πέρα από την περίοδο της κατοχής: από την οικογενειακή φυγή απ’ το Μπαϊντίρι της Μικράς Ασίας μέχρι και μετά την κατοχή.
Η ζωή της Δήμητρας Αγγελίδου καταλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα του βιβλίου. Το στοιχείο που με εντυπωσίασε περισσότερο από αυτήν την προσωπική διαδρομή ήταν το κεφάλαιο «ο θαυμαστός κόσμος του διδασκαλείου θηλέων» στην Θεσσαλονίκη. Για δύο λόγους. Αρχικά επειδή δεν είχα ιδέα για αυτήν την πτυχή του αγώνα για το δημοτικισμό, γνώριζα μόνο τα μεγάλα ονόματα, Δελμούζος, Κακριδής, Παπαντωνίου κ.λπ. Τι κόσμοι είχανε οικοδομηθεί, σκέφτηκα… Σχολεία με θέατρο, μεταξύ άλλων… Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι μια από τις αρετές του βιβλίου είναι πως χωρίς ακαδημαϊκή έπαρση αναδεικνύονται στον αναγνώστη μιας (σχετικά) νεαρής ηλικίας, πτυχές μιας λιγότερο γνωστής, αν όχι τελείως άγνωστης, σύγχρονης, ιστορίας της πόλης. Αυτή είναι και μια αρετή της Δημόσιας Ιστορία, χωρίς το βιβλίο να ορίζεται ως τέτοιο. Τον δεύτερο λόγο που ξεχώρισα το «διδασκαλείο θηλέων» θα τον αποκαλύψω στο τέλος.

Μετά την παύση της ανάγνωσης στο Ζαγόρι, πρώτα οδηγήθηκα στο Ρέθυμνο για την εξεταστική του Ιανουαρίου, στο ίδιο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας που με είχε κάποτε διδάξει η συγγραφέας και που είναι ταυτόχρονα τόσο οικείο και τόσο διαφορετικό από το μακρινό 2010. Συνέχισα την ανάγνωση στο πλοίο και στο ίδιο το Ρέθυμνο. Μεταξύ εξετάσεων και βαθμολογήσεων το βιβλίο με ακολουθούσε συνεχώς, δεν μπορούσα να το αφήσω, ήθελα να δω την κατάληξη.
Είχα φτάσει πια κοντά στο τέλος: όλες οι ταυτότητες είχαν αποκαλυφθεί. Ή μήπως όχι ακόμα; Είχε τελικά σημασία η ακριβής ταυτότητα του Γερμανού στρατιώτη της Βέρμαχτ ή ήταν η αφορμή για την αναζήτηση; Σε αυτό το τμήμα μαθαίνουμε μέσα από θραύσματα για την μεγάλη εικόνα μιας εποχής: μέσω της ζωής της Δήμητρας Αγγελίδου μαθαίνουμε για την εβραϊκή παρουσία στη γειτονιά και για τις σχέσεις μεταξύ χριστιανών και εβραίων, ιδιαίτερα μέσα από τα κατ’ οίκον μαθήματα της «πρωταγωνίστριας» σε ένα εβραιόπουλο που είχε μαθησιακές δυσκολίες. Μαθαίνουμε και για την «υπέροχη μπλε πορσελάνινη φοντανιέρα» που έλαβε ως δώρο ευγνωμοσύνης από την εβραϊκή οικογένεια, που μας θυμίζει την ικανότητα των «πραγμάτων» να λένε ιστορίες πέρα από τις διαστάσεις τους και τα υλικά κατασκευής τους.
Μαθαίνουμε από σπαράγματα μνήμης –και μέσω επίμονης έρευνας μέσα στα ψίχουλα της ιστορίας– για μια γειτονιά και μια πόλη που έχει μάθει να θυμάται εκείνη την περίοδο μόνο μέσω σπαραγμάτων (εικ. 1).

Εικ. 1. Σπαράγματα εβραϊκών επιτύμβιων μνημείων ως επένδυση τοίχων περιβόλου στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Από ανάρτηση του Στέφανου Πασβάντη στο δημόσιο γκρουπ “The Ottoman-era Heritage of Greece” (10.12.2019).
Εικ. 1. Σπαράγματα εβραϊκών επιτύμβιων μνημείων ως επένδυση τοίχων περιβόλου στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Από ανάρτηση του Στέφανου Πασβάντη στο δημόσιο γκρουπ “The Ottoman-era Heritage of Greece” (10.12.2019).


Ζω για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια, στον πρώτο παράλληλο της οδού Τραπεζούντος, όπου εκτυλίσσεται η πλοκή του βιβλίου. Τόσο για ’μένα, όσο και υποθέτω για τους Θεσσαλονικείς αναγνώστες –γνώστες της πόλης στο πολλαπλάσιο– το βιβλίο αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη σχετικά με την ανασύσταση μιας γειτονιάς της πόλης στο πλαίσιο της υπό συζήτηση εποχής. Αυτή η ανασύσταση δεν είναι στείρα, τυπολογική και αρχιτεκτονική, αλλά έχει στο επίκεντρο τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους, σε διάλογο με τη μεγάλη εικόνα, τη μεγάλη ιστορία. Ο τρόπος γραφής και πλοκής σε ωθεί να μπεις στη διαδικασία να συγκρίνεις το παρόν με το παρελθόν.
Παράδειγμα πρώτο, από την γωνία Τραπεζούντος και Συνδίκα, που κάποτε ήταν το σπίτι σημείο αναφοράς της διήγησης: υπάρχει πλέον ένα συνοικιακό καφέ που χρησιμοποιώ σχετικά τακτικά. Τώρα γνωρίζω το υπόβαθρο, πίσω από το επταώροφο γκρίζο. Παράδειγμα δεύτερο το «Παλατάκι» στην Αλεξανδρείας 25 (εικ. 2). Παρότι όπως αναφέρεται εντός του βιβλίου δεν είχε επιταχθεί για να «φιλοξενήσει» στρατιώτες της Βέρμαχτ, σίγουρα είχε δει τους πρωταγωνιστές, τον Έγκελχαρτ, την Αγγελίδου, την κυρία Χρυσούλα να περνούν από μπροστά του. Σήμερα μένει να μας θυμίζει πώς ήταν η γειτονιά πριν την αισθητική, εργολαβική, επέλαση της αντιπαροχής, αλλά σε ένα διαφορετικό, ζοφερό, ιστορικό παρελθόν, χωρίς τάσεις εξιδανίκευσης.

Εικ. 2: το «Παλατάκι» στην οδό Αλεξανδρείας 25, ανάμεσα στα μεγαθήρια. Φωτογραφία του συγγραφέα.
Εικ. 2: το «Παλατάκι» στην οδό Αλεξανδρείας 25, ανάμεσα στα μεγαθήρια. Φωτογραφία του συγγραφέα.


Παράδειγμα τρίτο: ένα γκρι τσιμεντένιο πολυβολείο έξω από τη Βίλα Χιρς, που στέγασε το αρχηγείο της Γκεστάπο, επί της Βασιλίσσης Όλγας. Πέρσι έγραφε πάνω στο τσιμέντο «ο φασισμός σκοτώνει», φέτος έχει καλυφθεί από άλλα σπρέι χωρίς κείμενο. Την ίδια στιγμή που το πολυβολείο έγραφε «ο φασισμός σκοτώνει», σε παγκάκι επί της παρακείμενης οδού Τραπεζούντος ήταν ζωγραφισμένη μια σβάστικα που έφερε και τη γραφή της καταδικασμένης ναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή (εικ. 3). Από το δεύτερο σημείο είχε περάσει σίγουρα ο Γερμανός στρατιώτης της Βέρμαχτ. Ίσως να το είχε φωτογραφίσει κιόλας. Είχε φυλάξει άραγε σκοπιά και στο πρώτο;


Εικ. 3: το πολυβολείο της Βίλας Χιρς. Φωτογραφία Γιώργος Κωνσταντίνου
Εικ. 3: το πολυβολείο της Βίλας Χιρς. Φωτογραφία Γιώργος Κωνσταντίνου
Εικ. 4: το παγκάκι της Τραπεζούντος. Φωτογραφία του συγγραφέα.
Εικ. 4: το παγκάκι της Τραπεζούντος. Φωτογραφία του συγγραφέα.


Αισθάνομαι πως πετυχημένο είναι το βιβλίο που με τρόπο απλό σε κάνει να μην ξαναπερπατήσεις μια γειτονιά ποτέ όπως πριν.
Με την επιστροφή στην Θεσσαλονίκη, μου είχαν μείνει μόνο οι τελευταίες σελίδες. Αποφάσισα να πάω σε μια καφετέρια της γειτονιάς και να το τελειώσω. Δια μαγείας, όταν ξεκίνησα, η αυτόματη αναπαραγωγή της playlist της καφετέριας έβαλε την «βραδινή επιστροφή» του Μάνου Χατζιδάκι, τελευταίο τραγούδι της λίστας και μετά το ηχείο σώπασε – λες και περίμενε κι αυτό με αγωνία το τέλος, τη λύση του μυστηρίου, που διαβάζοντάς το κανείς, δακρύζει.
Βγήκα από την καφετέρια και επέστρεψα σπίτι από την Τραπεζούντος. Αυτή τη φορά βάδιζα σαν να ξέρω πολλά, σαν να μου είναι το αστικό αυτό τοπίο οικείο, όχι για το παρόν του, αλλά για ένα παρελθόν, όχι και τόσο μακρινό, που όμως φαίνεται να έχει ξεχαστεί πλήρως, τουλάχιστον από την γενιά μου και κάτω. Στο νούμερο 12, επί της Τραπεζούντος, γίνονταν ανακαινίσεις σε κάποιον όροφο. Ποιος ξέρει όταν κάποτε οι αρχαιολόγοι εντοπίσουν μόνο τα θεμέλια από αυτά τα γκρι μεγαθήρια, τί θα υποθέσουν; Θα καταφέρουν να βρουν ένα υλικό στρώμα που να αποδεικνύει την ύπαρξη μιας χρονικότητας κατά την οποία σε αυτή τη γειτονιά υπήρξαν «παλατάκια» μέσα στα οποία οι συνθήκες ήταν τέτοιες που ένας Γερμανός στρατιώτης της Βέρμαχτ παρέδωσε μια συλλογή γραμματοσήμων σε μια Ελληνίδα προσφυγοπούλα από το Μπαϊντίρι της Μικράς Ασίας;
Όπως έχει αποδειχτεί και πρόσφατα σε ετούτη την πόλη, ο πολιτισμός της μπουλντόζας είναι αμείλικτος, ξεριζώνει συθέμελα και πολύ σπάνια αφήνει πίσω του in situ ίχνη του παρελθόντος. Επομένως, μάλλον, η παραδοσιακή αρχαιολογία, αυτή της ανασκαφής, δεν έχει πολλές ελπίδες να ανακαλύψει αυτά τα υπόβαθρα της μικροϊστορίας της Κατοχής.
Αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι μεθοδολογίες της αρχαιολογίας δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην συζήτηση. Το βιβλίο αυτό είναι μια απόδειξη. Καταρρίπτει μέσω της έρευνας που κρύβεται πίσω από τη συγγραφή, μέσω της πλοκής και εν τέλει της ίδιας της διήγησης, τον μύθο πως οι αρχαιολόγοι δεν διαβάζουν αρχεία, δεν αναζητούν ιστορικές πηγές. Τονίζει ίσως μάλιστα ότι οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι, που αναζητούν την ιστορία πίσω από ευρήματα χωρίς κείμενο, νιώθουν πολλές φορές πιο οικεία από τους συναδέλφους τους των ιστορικών χρόνων, όταν έρχονται σε επαφή με τα θραύσματα του σύγχρονου παρελθόντος, υλικά και αρχειακά. Η συλλογή γραμματοσήμων αντιμετωπίζεται ως αρχαιολογικό εύρημα και εξετάζεται υποδειγματικά ως τέτοιο, θυμίζοντάς μας πως οι μεθοδολογίες της αρχαιολογίας δεν εγκλωβίζονται μόνο σε ένα απώτερο παρελθόν και πως έχουν εφαρμογή και στο σύγχρονο πλαίσιο.

Εν κατακλείδι οφείλω να καταθέσω τον δεύτερο λόγο που ξεχώρισα εκείνο το «θαυμαστό κόσμο του διδασκαλείου θηλέων» από το οποίο είχε περάσει η Δήμητρα Αγγελίδου. Αναπάντεχα, προς το τέλος του βιβλίου, η μελέτη των γερμανικών αρχείων επιτρέπει την αναψηλάφηση των «σχολικών» χρόνων και των δυο Γερμανών της ιστορίας μας. Ο ένας, μεγαλωμένος στην Λειψία, είχε ως παιδί βιώσει το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδείας, που στόχευε στον άνθρωπο, τη δημιουργία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Μαθαίνουμε πως το κίνημα αυτό είχε εμπνεύσει και τους ανθρώπους που κρύβονταν πίσω από το διδασκαλείο θηλέων που πήγε η Δήμητρα Αγγελίδου, στην Θεσσαλονίκη. Ο άλλος, ο δεύτερος, από το αγροτικό Γκίσεν στην περιοχή της Έσης, δεν είχε καμία ιδέα για το «νέο σχολείο». Ήταν στην προσωπική φρουρά του Χίτλερ και ήταν πολύ περήφανος για αυτό. Και οι δύο εντάχθηκαν στον ίδιο στρατό του Γ´ Ράιχ και οι δύο κατέληξαν στο Ανατολικό Μέτωπο. Μόνο ένας από αυτούς άφησε τη συλλογή στην Δήμητρα Αγγελίδου – για το ποιος, ας διαβάσετε το βιβλίο! Μέσω τέτοιων ισχνών νημάτων ανάμεσα στα πρόσωπα του βιβλίου υφαίνεται μια ιστορία που έχει πανευρωπαϊκή διάσταση και εκτείνεται από την ιστορία των ιδεών μέχρι την ιστορία της πόλης, χωρίς να ξεφεύγει από το μέτρο του ανθρώπου. Και παρότι οι πρωταγωνιστές έχουν ονοματεπώνυμο, δεν πρόκειται για μια βιογραφία.
Τελικά, ποια θα μπορούσε μέσα από μια συλλογή γραμματοσήμων που δεν είχε άμεσα ιστορικά συγκείμενα, να εντοπίσει όχι έναν, αλλά δύο πιθανούς Γερμανούς δωρητές, ο ένας περισσότερο ο άλλος λιγότερο ιδεολόγος ναζί; Ποια θα μπορούσε να ανασυνθέσει μέσω ατομικών ιστοριών όλο το zeitgeist μιας εποχής παγκόσμιας, της εποχής των άκρων, φέρνοντας στο φως μια οικογενειακή ιστορία, μια γειτονιά, μια πόλη υπό την κατοχή των ναζί με τις ιδιαιτερότητές της και τις βιογραφίες δύο δυνάμει ατόμων από τον στρατό των κατακτητών;
Μάλλον η ίδια που ανασκάπτει μια προϊστορική θέση της τρίτης χιλιετίας προ Χριστού, στο νησάκι της Θηρασιάς, σε ένα κάθετο βράχο πάνω από την καλντέρα. Σε έναν οικισμό που ήταν σε χρήση πριν την μεγάλη έκρηξη που έθαψε το Ακρωτήρι της Σαντορίνης στις στάχτες της. Σε έναν οικισμό που ο μισός κατακρημνίστηκε από την ίδια έκρηξη. Σε έναν οικισμό που –παρότι στο ειδυλλιακότερο νησιωτικό σύμπλεγμα του Δυτικού φαντασιακού– φαίνεται πως οι προϊστορικοί κάτοικοί του είχαν «στρέψει την πλάτη τους» στην θάλασσα χάριν μιας οικονομίας που στόχευε στην αγροτοκτηνοτροφική αυτάρκεια του νησιωτικού χώρου.


________________
Για το ίδιο βιβλίο βλ. και το κείμενο του Τάκη Γραμμένου (Χάρτης#60)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: