Το βιβλίο Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων ήρθε στα χέρια μου στις διακοπές των Χριστουγέννων. Βρισκόμουν στο Ζαγόρι και μου το έδωσε ο πατέρας μου που μόλις το είχε τελειώσει με την προτροπή να το διαβάσω οπωσδήποτε… Υπέθεσα πως θα πρόκειται για ένα βιβλίο με απολαυστικό λόγο, καθώς γνωρίζω την συγγραφέα από τα φοιτητικά μου χρόνια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπως και από τις αρχαιολογικές έρευνες πεδίου. Είχα καταλάβει επίσης από διάφορα σχόλια του πατέρα μου ότι πρόκειται για μια αφήγηση με περίεργη πλοκή και κάποιες ανατροπές, μικρές ή μεγάλες.
Το ξεκίνησα επί τόπου στις διακοπές, όμως γύρω στην σελίδα 150 έβαλα άνω τελεία. Είχαν ήδη στοιχειοθετηθεί οι βασικοί άξονες της διήγησης: είχα μάθει (ή νόμιζα πως είχα μάθει) τα ονόματα και τις ιδιότητες των προσώπων, που αποκαλύπτονται σταδιακά. Επίσης είχε γίνει σαφές ότι η γερμανική συλλογή γραμματοσήμων ήταν μόνο η αφορμή για την ύφανση μιας πολύ πλατύτερης ιστορίας αναζήτησης. Αναζήτησης που περιλαμβάνει τις ιστορίες των ανθρώπων και των σχέσεων τους πέρα και πίσω από το άλμπουμ. Σχέσεων ποικίλων που εγκιβωτίζονται σε ένα πλαίσιο που αφορά, μεταξύ άλλων, μια βιογραφία της πόλης την –όχι και τόσο μακρινή– περίοδο της δεκαετίας του 1940:
«Δύσκολο πράγμα σήμερα να αποδεχτούμε ότι αυτές οι φωτογραφίες δεν έρχονται από μακρινούς πολέμους, αλλά από την πόλη μας, όχι πολλές δεκαετίες πριν (...) Σε μια σχεδόν άδεια λεωφόρο Νίκης, εκεί όπου μετά ήταν η δική μας παραλία, εκεί στις βόλτες και στα παγωτά χωνάκι, στα ηλιοβασιλέματα και στις βαρκούλες, η ευθύγραμμη σειρά των εκκωφαντικών μηχανοκίνητων οχημάτων με τα πολυβόλα υποβάλλει στον νου μας τη βία των φωτογραφιών ως μία απανταχού διαχρονία, ενώ εμείς, η μεταπολεμική γενιά, έχουμε επιλέξει ως “βετεράνοι της ειρήνης” να θυμόμαστε τη διαχρονία χωρίς βίαιες αλλαγές, σαν ματαίωση του χρόνου» (σ. 35).
Μαθαίνουμε για την διάχυση των ναζί στον αστικό ιστό, με έμφαση εν προκειμένω στην περιοχή που ορίζεται από τις οδούς Πέτρου Συνδίκα, Βασιλίσσης Όλγας, Ανάληψης και Τραπεζούντος. Από το πρίσμα της γειτονιάς, πιάνουμε το νήμα της ζωής της μητέρας, Δήμητρας Αγγελίδου, σε μια διαφορετική χρονικότητα που εκτείνεται πέρα από την περίοδο της κατοχής: από την οικογενειακή φυγή απ’ το Μπαϊντίρι της Μικράς Ασίας μέχρι και μετά την κατοχή.
Η ζωή της Δήμητρας Αγγελίδου καταλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα του βιβλίου. Το στοιχείο που με εντυπωσίασε περισσότερο από αυτήν την προσωπική διαδρομή ήταν το κεφάλαιο «ο θαυμαστός κόσμος του διδασκαλείου θηλέων» στην Θεσσαλονίκη. Για δύο λόγους. Αρχικά επειδή δεν είχα ιδέα για αυτήν την πτυχή του αγώνα για το δημοτικισμό, γνώριζα μόνο τα μεγάλα ονόματα, Δελμούζος, Κακριδής, Παπαντωνίου κ.λπ. Τι κόσμοι είχανε οικοδομηθεί, σκέφτηκα… Σχολεία με θέατρο, μεταξύ άλλων… Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι μια από τις αρετές του βιβλίου είναι πως χωρίς ακαδημαϊκή έπαρση αναδεικνύονται στον αναγνώστη μιας (σχετικά) νεαρής ηλικίας, πτυχές μιας λιγότερο γνωστής, αν όχι τελείως άγνωστης, σύγχρονης, ιστορίας της πόλης. Αυτή είναι και μια αρετή της Δημόσιας Ιστορία, χωρίς το βιβλίο να ορίζεται ως τέτοιο. Τον δεύτερο λόγο που ξεχώρισα το «διδασκαλείο θηλέων» θα τον αποκαλύψω στο τέλος.
Μετά την παύση της ανάγνωσης στο Ζαγόρι, πρώτα οδηγήθηκα στο Ρέθυμνο για την εξεταστική του Ιανουαρίου, στο ίδιο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας που με είχε κάποτε διδάξει η συγγραφέας και που είναι ταυτόχρονα τόσο οικείο και τόσο διαφορετικό από το μακρινό 2010. Συνέχισα την ανάγνωση στο πλοίο και στο ίδιο το Ρέθυμνο. Μεταξύ εξετάσεων και βαθμολογήσεων το βιβλίο με ακολουθούσε συνεχώς, δεν μπορούσα να το αφήσω, ήθελα να δω την κατάληξη.
Είχα φτάσει πια κοντά στο τέλος: όλες οι ταυτότητες είχαν αποκαλυφθεί. Ή μήπως όχι ακόμα; Είχε τελικά σημασία η ακριβής ταυτότητα του Γερμανού στρατιώτη της Βέρμαχτ ή ήταν η αφορμή για την αναζήτηση; Σε αυτό το τμήμα μαθαίνουμε μέσα από θραύσματα για την μεγάλη εικόνα μιας εποχής: μέσω της ζωής της Δήμητρας Αγγελίδου μαθαίνουμε για την εβραϊκή παρουσία στη γειτονιά και για τις σχέσεις μεταξύ χριστιανών και εβραίων, ιδιαίτερα μέσα από τα κατ’ οίκον μαθήματα της «πρωταγωνίστριας» σε ένα εβραιόπουλο που είχε μαθησιακές δυσκολίες. Μαθαίνουμε και για την «υπέροχη μπλε πορσελάνινη φοντανιέρα» που έλαβε ως δώρο ευγνωμοσύνης από την εβραϊκή οικογένεια, που μας θυμίζει την ικανότητα των «πραγμάτων» να λένε ιστορίες πέρα από τις διαστάσεις τους και τα υλικά κατασκευής τους.
Μαθαίνουμε από σπαράγματα μνήμης –και μέσω επίμονης έρευνας μέσα στα ψίχουλα της ιστορίας– για μια γειτονιά και μια πόλη που έχει μάθει να θυμάται εκείνη την περίοδο μόνο μέσω σπαραγμάτων (εικ. 1).