Μια προσωπική ανάγνωση

Ίρις Τζαχίλη, «Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων», Μεταίχμιο 2022



Το βι­βλίο Μια γερ­μα­νι­κή συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων ήρ­θε στα χέ­ρια μου στις δια­κο­πές των Χρι­στου­γέν­νων. Βρι­σκό­μουν στο Ζα­γό­ρι και μου το έδω­σε ο πα­τέ­ρας μου που μό­λις το εί­χε τε­λειώ­σει με την προ­τρο­πή να το δια­βά­σω οπωσ­δή­πο­τε… Υπέ­θε­σα πως θα πρό­κει­ται για ένα βι­βλίο με απο­λαυ­στι­κό λό­γο, κα­θώς γνω­ρί­ζω την συγ­γρα­φέα από τα φοι­τη­τι­κά μου χρό­νια στο τμή­μα Ιστο­ρί­ας και Αρ­χαιο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της, όπως και από τις αρ­χαιο­λο­γι­κές έρευ­νες πε­δί­ου. Εί­χα κα­τα­λά­βει επί­σης από διά­φο­ρα σχό­λια του πα­τέ­ρα μου ότι πρό­κει­ται για μια αφή­γη­ση με πε­ρί­ερ­γη πλο­κή και κά­ποιες ανα­τρο­πές, μι­κρές ή με­γά­λες.
Το ξε­κί­νη­σα επί τό­που στις δια­κο­πές, όμως γύ­ρω στην σε­λί­δα 150 έβα­λα άνω τε­λεία. Εί­χαν ήδη στοι­χειο­θε­τη­θεί οι βα­σι­κοί άξο­νες της δι­ή­γη­σης: εί­χα μά­θει (ή νό­μι­ζα πως εί­χα μά­θει) τα ονό­μα­τα και τις ιδιό­τη­τες των προ­σώ­πων, που απο­κα­λύ­πτο­νται στα­δια­κά. Επί­σης εί­χε γί­νει σα­φές ότι η γερ­μα­νι­κή συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων ήταν μό­νο η αφορ­μή για την ύφαν­ση μιας πο­λύ πλα­τύ­τε­ρης ιστο­ρί­ας ανα­ζή­τη­σης. Ανα­ζή­τη­σης που πε­ρι­λαμ­βά­νει τις ιστο­ρί­ες των αν­θρώ­πων και των σχέ­σε­ων τους πέ­ρα και πί­σω από το άλ­μπουμ. Σχέ­σε­ων ποι­κί­λων που εγκι­βω­τί­ζο­νται σε ένα πλαί­σιο που αφο­ρά, με­τα­ξύ άλ­λων, μια βιο­γρα­φία της πό­λης την –όχι και τό­σο μα­κρι­νή– πε­ρί­ο­δο της δε­κα­ε­τί­ας του 1940:

«Δύ­σκο­λο πράγ­μα σή­με­ρα να απο­δε­χτού­με ότι αυ­τές οι φω­το­γρα­φί­ες δεν έρ­χο­νται από μα­κρι­νούς πο­λέ­μους, αλ­λά από την πό­λη μας, όχι πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες πριν (...) Σε μια σχε­δόν άδεια λε­ω­φό­ρο Νί­κης, εκεί όπου με­τά ήταν η δι­κή μας πα­ρα­λία, εκεί στις βόλ­τες και στα πα­γω­τά χω­νά­κι, στα ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα και στις βαρ­κού­λες, η ευ­θύ­γραμ­μη σει­ρά των εκ­κω­φα­ντι­κών μη­χα­νο­κί­νη­των οχη­μά­των με τα πο­λυ­βό­λα υπο­βάλ­λει στον νου μας τη βία των φω­το­γρα­φιών ως μία απα­ντα­χού δια­χρο­νία, ενώ εμείς, η με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, έχου­με επι­λέ­ξει ως “βε­τε­ρά­νοι της ει­ρή­νης” να θυ­μό­μα­στε τη δια­χρο­νία χω­ρίς βί­αιες αλ­λα­γές, σαν μα­ταί­ω­ση του χρό­νου» (σ. 35).

Μα­θαί­νου­με για την διά­χυ­ση των να­ζί στον αστι­κό ιστό, με έμ­φα­ση εν προ­κει­μέ­νω στην πε­ριο­χή που ορί­ζε­ται από τις οδούς Πέ­τρου Συν­δί­κα, Βα­σι­λίσ­σης Όλ­γας, Ανά­λη­ψης και Τρα­πε­ζού­ντος. Από το πρί­σμα της γει­το­νιάς, πιά­νου­με το νή­μα της ζω­ής της μη­τέ­ρας, Δή­μη­τρας Αγ­γε­λί­δου, σε μια δια­φο­ρε­τι­κή χρο­νι­κό­τη­τα που εκτεί­νε­ται πέ­ρα από την πε­ρί­ο­δο της κα­το­χής: από την οι­κο­γε­νεια­κή φυ­γή απ’ το Μπαϊ­ντί­ρι της Μι­κράς Ασί­ας μέ­χρι και με­τά την κα­το­χή.
Η ζωή της Δή­μη­τρας Αγ­γε­λί­δου κα­τα­λαμ­βά­νει ένα ση­μα­ντι­κό τμή­μα του βι­βλί­ου. Το στοι­χείο που με εντυ­πω­σί­α­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυ­τήν την προ­σω­πι­κή δια­δρο­μή ήταν το κε­φά­λαιο «ο θαυ­μα­στός κό­σμος του δι­δα­σκα­λεί­ου θη­λέ­ων» στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Για δύο λό­γους. Αρ­χι­κά επει­δή δεν εί­χα ιδέα για αυ­τήν την πτυ­χή του αγώ­να για το δη­μο­τι­κι­σμό, γνώ­ρι­ζα μό­νο τα με­γά­λα ονό­μα­τα, Δελ­μού­ζος, Κα­κρι­δής, Πα­πα­ντω­νί­ου κ.λπ. Τι κό­σμοι εί­χα­νε οι­κο­δο­μη­θεί, σκέ­φτη­κα… Σχο­λεία με θέ­α­τρο, με­τα­ξύ άλ­λων… Ανοί­γω μια πα­ρέν­θε­ση για να πω ότι μια από τις αρε­τές του βι­βλί­ου εί­ναι πως χω­ρίς ακα­δη­μαϊ­κή έπαρ­ση ανα­δει­κνύ­ο­νται στον ανα­γνώ­στη μιας (σχε­τι­κά) νε­α­ρής ηλι­κί­ας, πτυ­χές μιας λι­γό­τε­ρο γνω­στής, αν όχι τε­λεί­ως άγνω­στης, σύγ­χρο­νης, ιστο­ρί­ας της πό­λης. Αυ­τή εί­ναι και μια αρε­τή της Δη­μό­σιας Ιστο­ρία, χω­ρίς το βι­βλίο να ορί­ζε­ται ως τέ­τοιο. Τον δεύ­τε­ρο λό­γο που ξε­χώ­ρι­σα το «δι­δα­σκα­λείο θη­λέ­ων» θα τον απο­κα­λύ­ψω στο τέ­λος.

Με­τά την παύ­ση της ανά­γνω­σης στο Ζα­γό­ρι, πρώ­τα οδη­γή­θη­κα στο Ρέ­θυ­μνο για την εξε­τα­στι­κή του Ια­νουα­ρί­ου, στο ίδιο τμή­μα Ιστο­ρί­ας και Αρ­χαιο­λο­γί­ας που με εί­χε κά­πο­τε δι­δά­ξει η συγ­γρα­φέ­ας και που εί­ναι ταυ­τό­χρο­να τό­σο οι­κείο και τό­σο δια­φο­ρε­τι­κό από το μα­κρι­νό 2010. Συ­νέ­χι­σα την ανά­γνω­ση στο πλοίο και στο ίδιο το Ρέ­θυ­μνο. Με­τα­ξύ εξε­τά­σε­ων και βαθ­μο­λο­γή­σε­ων το βι­βλίο με ακο­λου­θού­σε συ­νε­χώς, δεν μπο­ρού­σα να το αφή­σω, ήθε­λα να δω την κα­τά­λη­ξη.
Εί­χα φτά­σει πια κο­ντά στο τέ­λος: όλες οι ταυ­τό­τη­τες εί­χαν απο­κα­λυ­φθεί. Ή μή­πως όχι ακό­μα; Εί­χε τε­λι­κά ση­μα­σία η ακρι­βής ταυ­τό­τη­τα του Γερ­μα­νού στρα­τιώ­τη της Βέρ­μα­χτ ή ήταν η αφορ­μή για την ανα­ζή­τη­ση; Σε αυ­τό το τμή­μα μα­θαί­νου­με μέ­σα από θραύ­σμα­τα για την με­γά­λη ει­κό­να μιας επο­χής: μέ­σω της ζω­ής της Δή­μη­τρας Αγ­γε­λί­δου μα­θαί­νου­με για την εβραϊ­κή πα­ρου­σία στη γει­το­νιά και για τις σχέ­σεις με­τα­ξύ χρι­στια­νών και εβραί­ων, ιδιαί­τε­ρα μέ­σα από τα κα­τ’ οί­κον μα­θή­μα­τα της «πρω­τα­γω­νί­στριας» σε ένα εβραιό­που­λο που εί­χε μα­θη­σια­κές δυ­σκο­λί­ες. Μα­θαί­νου­με και για την «υπέ­ρο­χη μπλε πορ­σε­λά­νι­νη φο­ντα­νιέ­ρα» που έλα­βε ως δώ­ρο ευ­γνω­μο­σύ­νης από την εβραϊ­κή οι­κο­γέ­νεια, που μας θυ­μί­ζει την ικα­νό­τη­τα των «πραγ­μά­των» να λέ­νε ιστο­ρί­ες πέ­ρα από τις δια­στά­σεις τους και τα υλι­κά κα­τα­σκευ­ής τους.
Μα­θαί­νου­με από σπα­ράγ­μα­τα μνή­μης –και μέ­σω επί­μο­νης έρευ­νας μέ­σα στα ψί­χου­λα της ιστο­ρί­ας– για μια γει­το­νιά και μια πό­λη που έχει μά­θει να θυ­μά­ται εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο μό­νο μέ­σω σπα­ραγ­μά­των (εικ. 1).

Εικ. 1. Σπαράγματα εβραϊκών επιτύμβιων μνημείων ως επένδυση τοίχων περιβόλου στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Από ανάρτηση του Στέφανου Πασβάντη στο δημόσιο γκρουπ “The Ottoman-era Heritage of Greece” (10.12.2019).
Εικ. 1. Σπαράγματα εβραϊκών επιτύμβιων μνημείων ως επένδυση τοίχων περιβόλου στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Από ανάρτηση του Στέφανου Πασβάντη στο δημόσιο γκρουπ “The Ottoman-era Heritage of Greece” (10.12.2019).


Ζω για με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τα τε­λευ­ταία χρό­νια, στον πρώ­το πα­ράλ­λη­λο της οδού Τρα­πε­ζού­ντος, όπου εκτυ­λίσ­σε­ται η πλο­κή του βι­βλί­ου. Τό­σο για ’μέ­να, όσο και υπο­θέ­τω για τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς ανα­γνώ­στες –γνώ­στες της πό­λης στο πολ­λα­πλά­σιο– το βι­βλίο απο­τε­λεί μια ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη σχε­τι­κά με την ανα­σύ­στα­ση μιας γει­το­νιάς της πό­λης στο πλαί­σιο της υπό συ­ζή­τη­ση επο­χής. Αυ­τή η ανα­σύ­στα­ση δεν εί­ναι στεί­ρα, τυ­πο­λο­γι­κή και αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, αλ­λά έχει στο επί­κε­ντρο τους αν­θρώ­πους και τις σχέ­σεις τους, σε διά­λο­γο με τη με­γά­λη ει­κό­να, τη με­γά­λη ιστο­ρία. Ο τρό­πος γρα­φής και πλο­κής σε ωθεί να μπεις στη δια­δι­κα­σία να συ­γκρί­νεις το πα­ρόν με το πα­ρελ­θόν.
Πα­ρά­δειγ­μα πρώ­το, από την γω­νία Τρα­πε­ζού­ντος και Συν­δί­κα, που κά­πο­τε ήταν το σπί­τι ση­μείο ανα­φο­ράς της δι­ή­γη­σης: υπάρ­χει πλέ­ον ένα συ­νοι­κια­κό κα­φέ που χρη­σι­μο­ποιώ σχε­τι­κά τα­κτι­κά. Τώ­ρα γνω­ρί­ζω το υπό­βα­θρο, πί­σω από το επτα­ώ­ρο­φο γκρί­ζο. Πα­ρά­δειγ­μα δεύ­τε­ρο το «Πα­λα­τά­κι» στην Αλε­ξαν­δρεί­ας 25 (εικ. 2). Πα­ρό­τι όπως ανα­φέ­ρε­ται εντός του βι­βλί­ου δεν εί­χε επι­τα­χθεί για να «φι­λο­ξε­νή­σει» στρα­τιώ­τες της Βέρ­μα­χτ, σί­γου­ρα εί­χε δει τους πρω­τα­γω­νι­στές, τον Έγκελ­χαρτ, την Αγ­γε­λί­δου, την κυ­ρία Χρυ­σού­λα να περ­νούν από μπρο­στά του. Σή­με­ρα μέ­νει να μας θυ­μί­ζει πώς ήταν η γει­το­νιά πριν την αι­σθη­τι­κή, ερ­γο­λα­βι­κή, επέ­λα­ση της αντι­πα­ρο­χής, αλ­λά σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό, ζο­φε­ρό, ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν, χω­ρίς τά­σεις εξι­δα­νί­κευ­σης.

Εικ. 2: το «Παλατάκι» στην οδό Αλεξανδρείας 25, ανάμεσα στα μεγαθήρια. Φωτογραφία του συγγραφέα.
Εικ. 2: το «Παλατάκι» στην οδό Αλεξανδρείας 25, ανάμεσα στα μεγαθήρια. Φωτογραφία του συγγραφέα.


Πα­ρά­δειγ­μα τρί­το: ένα γκρι τσι­με­ντέ­νιο πο­λυ­βο­λείο έξω από τη Βί­λα Χιρς, που στέ­γα­σε το αρ­χη­γείο της Γκε­στά­πο, επί της Βα­σι­λίσ­σης Όλ­γας. Πέρ­σι έγρα­φε πά­νω στο τσι­μέ­ντο «ο φα­σι­σμός σκο­τώ­νει», φέ­τος έχει κα­λυ­φθεί από άλ­λα σπρέι χω­ρίς κεί­με­νο. Την ίδια στιγ­μή που το πο­λυ­βο­λείο έγρα­φε «ο φα­σι­σμός σκο­τώ­νει», σε πα­γκά­κι επί της πα­ρα­κεί­με­νης οδού Τρα­πε­ζού­ντος ήταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη μια σβά­στι­κα που έφε­ρε και τη γρα­φή της κα­τα­δι­κα­σμέ­νης να­ζι­στι­κής ορ­γά­νω­σης Χρυ­σή Αυ­γή (εικ. 3). Από το δεύ­τε­ρο ση­μείο εί­χε πε­ρά­σει σί­γου­ρα ο Γερ­μα­νός στρα­τιώ­της της Βέρ­μα­χτ. Ίσως να το εί­χε φω­το­γρα­φί­σει κιό­λας. Εί­χε φυ­λά­ξει άρα­γε σκο­πιά και στο πρώ­το;


Εικ. 3: το πολυβολείο της Βίλας Χιρς. Φωτογραφία Γιώργος Κωνσταντίνου
Εικ. 3: το πολυβολείο της Βίλας Χιρς. Φωτογραφία Γιώργος Κωνσταντίνου
Εικ. 4: το παγκάκι της Τραπεζούντος. Φωτογραφία του συγγραφέα.
Εικ. 4: το παγκάκι της Τραπεζούντος. Φωτογραφία του συγγραφέα.


Αι­σθά­νο­μαι πως πε­τυ­χη­μέ­νο εί­ναι το βι­βλίο που με τρό­πο απλό σε κά­νει να μην ξα­να­περ­πα­τή­σεις μια γει­το­νιά πο­τέ όπως πριν.
Με την επι­στρο­φή στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, μου εί­χαν μεί­νει μό­νο οι τε­λευ­ταί­ες σε­λί­δες. Απο­φά­σι­σα να πάω σε μια κα­φε­τέ­ρια της γει­το­νιάς και να το τε­λειώ­σω. Δια μα­γεί­ας, όταν ξε­κί­νη­σα, η αυ­τό­μα­τη ανα­πα­ρα­γω­γή της playlist της κα­φε­τέ­ριας έβα­λε την «βρα­δι­νή επι­στρο­φή» του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, τε­λευ­ταίο τρα­γού­δι της λί­στας και με­τά το ηχείο σώ­πα­σε – λες και πε­ρί­με­νε κι αυ­τό με αγω­νία το τέ­λος, τη λύ­ση του μυ­στη­ρί­ου, που δια­βά­ζο­ντάς το κα­νείς, δα­κρύ­ζει.
Βγή­κα από την κα­φε­τέ­ρια και επέ­στρε­ψα σπί­τι από την Τρα­πε­ζού­ντος. Αυ­τή τη φο­ρά βά­δι­ζα σαν να ξέ­ρω πολ­λά, σαν να μου εί­ναι το αστι­κό αυ­τό το­πίο οι­κείο, όχι για το πα­ρόν του, αλ­λά για ένα πα­ρελ­θόν, όχι και τό­σο μα­κρι­νό, που όμως φαί­νε­ται να έχει ξε­χα­στεί πλή­ρως, του­λά­χι­στον από την γε­νιά μου και κά­τω. Στο νού­με­ρο 12, επί της Τρα­πε­ζού­ντος, γί­νο­νταν ανα­και­νί­σεις σε κά­ποιον όρο­φο. Ποιος ξέ­ρει όταν κά­πο­τε οι αρ­χαιο­λό­γοι εντο­πί­σουν μό­νο τα θε­μέ­λια από αυ­τά τα γκρι με­γα­θή­ρια, τί θα υπο­θέ­σουν; Θα κα­τα­φέ­ρουν να βρουν ένα υλι­κό στρώ­μα που να απο­δει­κνύ­ει την ύπαρ­ξη μιας χρο­νι­κό­τη­τας κα­τά την οποία σε αυ­τή τη γει­το­νιά υπήρ­ξαν «πα­λα­τά­κια» μέ­σα στα οποία οι συν­θή­κες ήταν τέ­τοιες που ένας Γερ­μα­νός στρα­τιώ­της της Βέρ­μα­χτ πα­ρέ­δω­σε μια συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων σε μια Ελ­λη­νί­δα προ­σφυ­γο­πού­λα από το Μπαϊ­ντί­ρι της Μι­κράς Ασί­ας;
Όπως έχει απο­δει­χτεί και πρό­σφα­τα σε ετού­τη την πό­λη, ο πο­λι­τι­σμός της μπουλ­ντό­ζας εί­ναι αμεί­λι­κτος, ξε­ρι­ζώ­νει συ­θέ­με­λα και πο­λύ σπά­νια αφή­νει πί­σω του in situ ίχνη του πα­ρελ­θό­ντος. Επο­μέ­νως, μάλ­λον, η πα­ρα­δο­σια­κή αρ­χαιο­λο­γία, αυ­τή της ανα­σκα­φής, δεν έχει πολ­λές ελ­πί­δες να ανα­κα­λύ­ψει αυ­τά τα υπό­βα­θρα της μι­κροϊ­στο­ρί­ας της Κα­το­χής.
Αυ­τό δε ση­μαί­νει όμως ότι οι με­θο­δο­λο­γί­ες της αρ­χαιο­λο­γί­ας δεν μπο­ρούν να συμ­με­τά­σχουν στην συ­ζή­τη­ση. Το βι­βλίο αυ­τό εί­ναι μια από­δει­ξη. Κα­ταρ­ρί­πτει μέ­σω της έρευ­νας που κρύ­βε­ται πί­σω από τη συγ­γρα­φή, μέ­σω της πλο­κής και εν τέ­λει της ίδιας της δι­ή­γη­σης, τον μύ­θο πως οι αρ­χαιο­λό­γοι δεν δια­βά­ζουν αρ­χεία, δεν ανα­ζη­τούν ιστο­ρι­κές πη­γές. Το­νί­ζει ίσως μά­λι­στα ότι οι προϊ­στο­ρι­κοί αρ­χαιο­λό­γοι, που ανα­ζη­τούν την ιστο­ρία πί­σω από ευ­ρή­μα­τα χω­ρίς κεί­με­νο, νιώ­θουν πολ­λές φο­ρές πιο οι­κεία από τους συ­να­δέλ­φους τους των ιστο­ρι­κών χρό­νων, όταν έρ­χο­νται σε επα­φή με τα θραύ­σμα­τα του σύγ­χρο­νου πα­ρελ­θό­ντος, υλι­κά και αρ­χεια­κά. Η συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως αρ­χαιο­λο­γι­κό εύ­ρη­μα και εξε­τά­ζε­ται υπο­δειγ­μα­τι­κά ως τέ­τοιο, θυ­μί­ζο­ντάς μας πως οι με­θο­δο­λο­γί­ες της αρ­χαιο­λο­γί­ας δεν εγκλω­βί­ζο­νται μό­νο σε ένα απώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν και πως έχουν εφαρ­μο­γή και στο σύγ­χρο­νο πλαί­σιο.

Εν κα­τα­κλεί­δι οφεί­λω να κα­τα­θέ­σω τον δεύ­τε­ρο λό­γο που ξε­χώ­ρι­σα εκεί­νο το «θαυ­μα­στό κό­σμο του δι­δα­σκα­λεί­ου θη­λέ­ων» από το οποίο εί­χε πε­ρά­σει η Δή­μη­τρα Αγ­γε­λί­δου. Ανα­πά­ντε­χα, προς το τέ­λος του βι­βλί­ου, η με­λέ­τη των γερ­μα­νι­κών αρ­χεί­ων επι­τρέ­πει την ανα­ψη­λά­φη­ση των «σχο­λι­κών» χρό­νων και των δυο Γερ­μα­νών της ιστο­ρί­ας μας. Ο ένας, με­γα­λω­μέ­νος στην Λει­ψία, εί­χε ως παι­δί βιώ­σει το κί­νη­μα της Με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής Παι­δεί­ας, που στό­χευε στον άν­θρω­πο, τη δη­μιουρ­γία και την κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη. Μα­θαί­νου­με πως το κί­νη­μα αυ­τό εί­χε εμπνεύ­σει και τους αν­θρώ­πους που κρύ­βο­νταν πί­σω από το δι­δα­σκα­λείο θη­λέ­ων που πή­γε η Δή­μη­τρα Αγ­γε­λί­δου, στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο άλ­λος, ο δεύ­τε­ρος, από το αγρο­τι­κό Γκί­σεν στην πε­ριο­χή της Έσης, δεν εί­χε κα­μία ιδέα για το «νέο σχο­λείο». Ήταν στην προ­σω­πι­κή φρου­ρά του Χί­τλερ και ήταν πο­λύ πε­ρή­φα­νος για αυ­τό. Και οι δύο εντά­χθη­καν στον ίδιο στρα­τό του Γ´ Ράιχ και οι δύο κα­τέ­λη­ξαν στο Ανα­το­λι­κό Μέ­τω­πο. Μό­νο ένας από αυ­τούς άφη­σε τη συλ­λο­γή στην Δή­μη­τρα Αγ­γε­λί­δου – για το ποιος, ας δια­βά­σε­τε το βι­βλίο! Μέ­σω τέ­τοιων ισχνών νη­μά­των ανά­με­σα στα πρό­σω­πα του βι­βλί­ου υφαί­νε­ται μια ιστο­ρία που έχει πα­νευ­ρω­παϊ­κή διά­στα­ση και εκτεί­νε­ται από την ιστο­ρία των ιδε­ών μέ­χρι την ιστο­ρία της πό­λης, χω­ρίς να ξε­φεύ­γει από το μέ­τρο του αν­θρώ­που. Και πα­ρό­τι οι πρω­τα­γω­νι­στές έχουν ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο, δεν πρό­κει­ται για μια βιο­γρα­φία.
Τε­λι­κά, ποια θα μπο­ρού­σε μέ­σα από μια συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων που δεν εί­χε άμε­σα ιστο­ρι­κά συ­γκεί­με­να, να εντο­πί­σει όχι έναν, αλ­λά δύο πι­θα­νούς Γερ­μα­νούς δω­ρη­τές, ο ένας πε­ρισ­σό­τε­ρο ο άλ­λος λι­γό­τε­ρο ιδε­ο­λό­γος να­ζί; Ποια θα μπο­ρού­σε να ανα­συν­θέ­σει μέ­σω ατο­μι­κών ιστο­ριών όλο το zeitgeist μιας επο­χής πα­γκό­σμιας, της επο­χής των άκρων, φέρ­νο­ντας στο φως μια οι­κο­γε­νεια­κή ιστο­ρία, μια γει­το­νιά, μια πό­λη υπό την κα­το­χή των να­ζί με τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τές της και τις βιο­γρα­φί­ες δύο δυ­νά­μει ατό­μων από τον στρα­τό των κα­τα­κτη­τών;
Μάλ­λον η ίδια που ανα­σκά­πτει μια προϊ­στο­ρι­κή θέ­ση της τρί­της χι­λιε­τί­ας προ Χρι­στού, στο νη­σά­κι της Θη­ρα­σιάς, σε ένα κά­θε­το βρά­χο πά­νω από την καλ­ντέ­ρα. Σε έναν οι­κι­σμό που ήταν σε χρή­ση πριν την με­γά­λη έκρη­ξη που έθα­ψε το Ακρω­τή­ρι της Σα­ντο­ρί­νης στις στά­χτες της. Σε έναν οι­κι­σμό που ο μι­σός κα­τα­κρη­μνί­στη­κε από την ίδια έκρη­ξη. Σε έναν οι­κι­σμό που –πα­ρό­τι στο ει­δυλ­λια­κό­τε­ρο νη­σιω­τι­κό σύ­μπλεγ­μα του Δυ­τι­κού φα­ντα­σια­κού– φαί­νε­ται πως οι προϊ­στο­ρι­κοί κά­τοι­κοί του εί­χαν «στρέ­ψει την πλά­τη τους» στην θά­λασ­σα χά­ριν μιας οι­κο­νο­μί­ας που στό­χευε στην αγρο­το­κτη­νο­τρο­φι­κή αυ­τάρ­κεια του νη­σιω­τι­κού χώ­ρου.


________________
Για το ίδιο βι­βλίο βλ. και το κεί­με­νο του Τά­κη Γραμ­μέ­νου (Χάρ­της#60)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: