Η Μήδεια και η διαχρονική επικαιρότητα της βίας

Η Μήδεια και η διαχρονική επικαιρότητα της βίας

Μάνος Κοντολέων, «Σαν Μήδεια», Πατάκης 2023

Με το μυθιστόρημα Σαν Μήδεια (Πατάκης 2023), ο Μάνος Κοντολέων ολοκληρώνει την τριλογία του με πρωταγωνίστριες γυναίκες-σύμβολα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Έχουν προηγηθεί τα μυθιστορήματα Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο (Πατάκης 2018) και Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας (Πατάκης 2021). Η επιλογή του να ζωντανέψει οικείες από τον μύθο γυναικείες μορφές είναι ταυτοχρόνως ενδιαφέρουσα και ριψοκίνδυνη. Τι τον ώθησε, άραγε, να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Διαβάζουμε σε συνέντευξή του:

[…] η επαφή μου με την Ιλιάδα και τις αρχαίες τραγωδίες, με έκανε να θελήσω αυτά τα συγγραφικά μου «πειράματα» να τα δω να συνεχίζονται και να εφαρμόζονται πρώτα στην Κλυταιμνήστρα και τώρα στη Μήδεια. Γιατί σε αυτές τις δύο; Μα γιατί τα όσα γι’ αυτές γνωρίζουμε, τους χαρίζουν όχι μόνο μια διαχρονικότητα, αλλά και μια επικαιρότητα. Αυτή της βίας.

Η επικαιρότητα της βίας, λοιπόν. Να ένα κρίσιμο ζήτημα προς διερεύνηση με όχημα τον αρχαίο μύθο. Ποια θα μπορούσε καλύτερα να εξυπηρετήσει αυτόν τον σκοπό από την πρωθιέρεια της μυθικής βίας, τη φονική Μήδεια;

Είναι γεγονός, πως η νεοελληνική πεζογραφία αποφεύγει να καταπιαστεί με τους αρχαίους μύθους. Είναι επειδή φαντάζουν πολύ γνωστοί ή πολύ οριστικοί; Τι παραπάνω να πει κανείς για το ήδη ειπωμένο; Τη μυθοπλασία εδώ και αιώνες ταλανίζει η αγωνία της πρωτοτυπίας. Η εφεύρεση μίας πλοκής πρωτόφαντης, το στήσιμο ενός στόρι που δεν το έχει διανοηθεί έως τώρα κανείς. Αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. Ή αν είναι κάτι τέτοιο ουσιώδες. Οι Αθηναίοι της κλασικής εποχής που συνέρρεαν στο θέατρο του Διονύσου για να παρακολουθήσουν τραγωδία, διόλου δεν δυσανασχετούσαν που θα γίνονταν μάρτυρες του ξετυλίγματος μίας ιστορίας, η έκβαση της οποίας τούς ήταν ανέκαθεν γνωστή. Γιατί δεν χωρούσε αμφιβολία πως στο τέλος της παράστασης η Αντιγόνη θα αυτοκτονούσε, πως ο Ηρακλής θα κατόρθωνε να φέρει από τον Κάτω Κόσμο την Άλκηστη και πως η Μήδεια θα σκότωνε τους γιους της. Οπότε; Τους θεατές, αλλά και τους ποιητές της αρχαίας τραγωδίας δεν τους απασχολούσε η πλοκή, αλλά η διαπραγμάτευσή της. Ο φωτισμός δια μέσω του λόγου των κινήτρων των προσώπων, οι ψυχικές διακυμάνσεις, η βάσανος και η λύση των ηθικών διλημμάτων, η γενναιότητα που απαιτεί η διατήρηση της ηθικής στάσης, η θυσία και η αυτοθυσία, που αυτές και μόνον αυτές δικαιώνουν την ανθρώπινη ζωή.
Ο Μάνος Κοντολέων πιάνει, λοιπόν, ένα κομμένο νήμα και επιλέγει να διαπραγματευτεί μυθικές ηρωίδες, παγωμένες επί αιώνες στα βάθρα των παρελθουσών αναπαραστάσεών τους από άλλους, σημαίνοντες συγγραφείς. Και μία εύλογη πρώτη αντίδραση σε αυτό το εγχείρημα θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: πολύ τολμηρό! Ομοιάζει με αναίδεια! Μάλλον θα αποτύχει. Είναι όμως έτσι;
Οι μυθικοί ήρωες και ηρωίδες, που δημιουργήθηκαν και ανέπνευσαν και έδρασαν στο πλαίσιο όχι μόνο της αρχαιοελληνικής αλλά και της παγκόσμιας μυθολογίας και οι οποίοι/-ες άλλοτε επέλεξαν το ορθό και θριάμβευσαν και άλλοτε το επαίσχυντο και τιμωρήθηκαν, αποτελούν τις ενσαρκωμένες διά του λόγου και της αφηγηματικής πράξης απαντήσεις στα διαχρονικά ζητήματα που απασχολούν την ανθρώπινη ζωή και διατρέχουν την ανθρώπινη συνθήκη. Οι εποχές όμως περνούν και αλλάζουν, παρασέρνοντας ή και ακυρώνοντας παρελθούσες ερμηνείες, που κατά καιρούς εκλήφθηκαν από το κοινό ως θέσφατα. Η επαναπροσέγγιση, επομένως, του μύθου στη σύγχρονη εποχή από έναν σύγχρονο δημιουργό, πόσω μάλλον από έναν άξιο δημιουργό, δεν αποτελεί παρά μία χρήσιμη επανερμηνεία ή/και πρόταση επανερμηνείας του μύθου και της μυθικής πράξης στο τώρα. Και κάτι τέτοιο το έχουμε ανάγκη. Ή τουλάχιστον αυτό συμπεραίνει όποιος διαβάζει τη Μήδεια του Μάνου Κοντολέων.
Στη νεότερη Ελλάδα, όπου κατά καιρούς περίσσεψε η αρχαιολατρία (ή –συχνότερα– η προγονοπληξία), καμία μητέρα δεν επέλεξε και δεν επιλέγει να δώσει το όνομα «Μήδεια» στην κόρη της. Η παιδοκτονία που διαπράχθηκε από μέρους της μυθολογικής ηρωίδας αποθαρρύνει μια τέτοια απόφαση, γιατί, ως γνωστόν, τα ονόματα είναι ευχές και φέρουν το βάρος της επαλήθευσής τους από αυτόν ή αυτήν που τα φέρει. Κι ας πρόκειται για ένα όνομα με άκρως ενδιαφέρουσα και θετική σημασία: εκ του «μήδομαι», που σημαίνει σκέφτομαι συλλογίζομαι, μηχανεύομαι. Η Μήδεια εδώ και χιλιετίες αποτελεί φόβητρο και παράδειγμα προς αποφυγή. Ένα όνομα απεχθές, με λησμονημένο σημαινόμενο, μία ευχή που δεν δίνεται, για να μη θυμίζει εκείνη, την πρώτη Μήδεια. Παρά ταύτα, επαλήθευσε η μυθική Μήδεια το όνομά της; Υπήρξε, άραγε, αρκούντως επινοητική και εύστροφη;
Στην Ελλάδα του 2024, από τη μία, στο δικαστήριο αλλά και στα βραδινά δελτία ειδήσεων των καναλιών δικάζεται μήνες τώρα η Ρούλα Πισπιρίγκου, τρις παιδοκτόνος ζηλόφθονη και με εγκληματικό μυαλό σύζυγος, μία Μήδεια τού 21ου αιώνα, βδελυρή και αναθεματισμένη. Από την άλλη πάλι, στα ίδια αυτά δελτία ανακοινώνονται με συχνότητα καταιγιστική οι νέες, όλο και πιο ευφάνταστες, όλο και πιο ειδεχθείς γυναικοκτονίες της διπλανής πόρτας. Κι ενώ η έξαρση της βίας κατά των γυναικών παίρνει αποδεδειγμένα τερατώδεις διαστάσεις, τα δελτία αυτά αποφεύγουν να αναζητήσουν τα βαθύτερα αίτια, αλλά αναλώνονται σε συζητήσεις για το αν και κατά πόσο είναι δόκιμος ο όρος «γυναικοκτονία»! Σε αυτό το πλαίσιο, η επαναδιαπραγμάτευση των πράξεων και των κινήτρων της μυθικής ηρωίδας Μήδειας ίσως να μας βοηθήσει να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τον φαύλο κύκλο της βίας εκ μέρους αλλά και εις βάρος των γυναικών. Όχι να συγχωρήσουμε. Να κατανοήσουμε. Και ίσως κατανοώντας να αποτρέψουμε ανάλογα εγκλήματα, που έχουν μετατρέψει τη χώρα σε μία επικράτεια τέλεσης εξαιρετικά βίαιων φόνων, που άπτονται του παράγοντα φύλου.
Η Μήδεια, από την αρχή κιόλας του κειμένου, ασπάζεται μία διάκριση, που φαντάζει νέα: άλλο ο άνδρας, κι άλλο το άρρεν. Άλλο η γυναίκα, κι άλλο το θήλυ. Και φαντάζει νέα, μια και στην πραγματικότητα είναι πανάρχαια, προϊστορική: στο πρόσωπο και στην αντίληψη της Μήδειας επιβιώνουν αξίες της εποχής της μητριαρχίας, οπότε και η θηλυκή γονιμότητα, ως αντανάκλαση των γονιμοποιητικών δυνατοτήτων της μητέρας Γης, αποτελούσε την ύψιστη αξία. Το κυρίαρχο θηλυκό δίνει ζωή και χωρίς αυτό ζωή δεν υπάρχει. Το κυρίαρχο θηλυκό είναι σκεπτόμενο, είναι εφευρετικό, είναι ικανό να συλλάβει τον κόσμο στην ολότητά του. Το άρρεν με τη σειρά του πρέπει να αρθεί στο ύψος του παντοδύναμου θηλυκού, προκειμένου να σταθεί με επάρκεια δίπλα του. Θα είναι ο Ιάσονας ένας τέτοιος άρρενας; Ο Ιάσονας επιθυμεί το χρυσόμαλλο δέρας. Χωρίς τη βοήθεια της Μήδειας δεν θα μπορούσε να το αποσπάσει από την Κολχίδα. Επιθυμεί τη δόξα, επιθυμεί ένα βασίλειο, επιθυμεί στο τέλος μία άλλη, νεαρή νύφη. Αρκετά με τη μάγισσα! Και τα παιδιά δικά του είναι, θα της τα πάρει. Θα της τα πάρει, γιατί έχει ξεχάσει ή δεν τον συμφέρει να θυμάται πως δίχως τη Μήδεια κανένα ανδραγάθημα δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ικανός να φέρει σε πέρας. Πως είναι εξαρχής υπόχρεος στη Μήδεια, που ήξερε να σκέφτεται, να μηχανεύεται (δικαιώνοντας απόλυτα το όνομά της), που ήξερε τους τρόπους να ανακηρυχθεί εκείνος ήρωας, ενώ δεν ήταν παρά ένα νευρόσπαστο κινούμενο σύμφωνα με τις εντολές τις υπαγορευμένες από τη μητριαρχική της σοφία.
Και η Μήδεια, που πίστεψε ότι είχε στο πλάι της ένα ανώτερο πλάσμα απογοητεύεται. Το χρυσό γένος που θα ανάβλυζε από τη σπηλαιώδη μήτρα της, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των ανώτερων γεννητόρων του δεν γεννιέται ούτε από κείνη (παρότι η ίδια πληροί όλες τις προϋποθέσεις γι’ αυτό). Τα παιδιά της δεν είναι παρά εκπρόσωποι του κατώτερου γένους, στο οποίο αποδεδειγμένα ανήκει ο πατέρας τους. Η γέννησή τους δεν προχωρά τον κόσμο μπροστά, αντιθέτως τον καθηλώνει στο ίδιο μοτίβο ιδιοτέλειας, μοχθηρίας και αίματος. Στον κόσμο των ανεπαρκών αντρών. Και ως τέτοιοι ανεπαρκείς άντρες πρέπει κι εκείνα να πεθάνουν.

«Παγίδα παιδικών ματιών, μικρά φιλύποπτα τέρατα, κεφάλια αντρικά…», η φράση αυτή από το θεατρικό έργο του Ζαν Ανούιγ Μήδεια, υπήρξε η φράση-κλειδί, που καθ’ ομολογία του συγγραφέα, ξεκλείδωσε το μυστήριο πίσω από την παιδοκτονία της Μήδειας. Η ιέρεια της θεάς Εκάτης, της χθόνιας θεότητας που προασπίζεται και υπενθυμίζει την πάλαι ποτέ πρωτοκαθεδρία του θηλυκού στην ανθρώπινη κοινωνία, δολοφονώντας τα παιδιά της ακυρώνει τη μέγιστη δυνατότητά της: το να γεννά και να ανατρέφει. Ο κόσμος τον αντρών είναι ένας κόσμος κούφιας φιλοδοξίας, πολέμου, προδοσίας. Και στον κόσμο αυτόν δεν επιθυμεί πλέον να συμμετέχει ούτε ως ερωμένη, ούτε ως μητέρα. Προκειμένου να εκδηλώσει την αντίθεσή της σε αυτόν τον κόσμο που κυβερνιέται από τους άντρες, καταστρέφει τους άντρες που έχει γεννήσει. Και έκτοτε ζει στη χλεύη και στην απέχθειά μας:

Πετά με κίνηση απότομη των ποδιών τα σανδάλια της. Με πέλματα γυμνά αναζητά τη συμβουλή της Γαίας.
Η υγρασία από τα ακροδάχτυλα των ποδιών ανεβαίνει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της. Νιώθει τους μαστούς της να φουσκώνουν – λεπτά αγγεία γύρω από τις θηλές που πάλλονται. Θρασύ, βίαιο υγρό τα πλημμυρίζει.
Δεν είναι για να καθυστερεί άλλο.
Άλλωστε από τα τείχη φτάνει αγριεμένη ιαχή – ο θυμός του όχλου.
Αγκαλιάζει η Μήδεια την Αγιδώ.
«Εσύ θα είσαι η μόνη που θα με μνημονεύεις ως ιέρεια μια θηλυκής θέας. Όλοι οι άλλοι ως μια μάγισσα. Θεραπαινίδα ακατονόμαστης λαγνείας».
Σκύβει το κεφάλι η Αγιδώ.
«Μετά από λίγο κι εγώ θα πεθάνω…» ― ίσως λέει. (σελ. 128-129)

Στην εξέλιξη μιας αφήγησης ρέουσας, παλλόμενης και υποβλητικής, όπου αναβιώνουν με ζυγισμένη γλωσσική στιβαρότητα, οικονομία και ευστοχία αρχετυπικά φυσικά τοπία, ζωικές οσμές και υφές, βαθιά και πυκνά χρώματα, τα κουλουριάσματα του φύλακα όφεως, η αρχέγονη θηλυκή μαγεία, πάθη των ανθρώπων τανυσμένα στο έπακρο, ο αφηγητής επανασυστήνει στον αναγνώστη την ιέρεια Μήδεια, που οραματίστηκε, ματαίως, έναν διαφορετικό, πιο φωτεινό κόσμο, όπου το άρρεν και το θήλυ συμβιώνουν με όρους ισοτιμίας και μεγαλουργούν. Η συντριβή του οράματος συντρίβει και την ηρωίδα, προικοδοτώντας την στο διηνεκές με την απέχθεια απέναντι σε ό,τι σηματοδοτεί το όνομά της και η πράξη της και καθιστώντας την σύμβολο της διαχρονικής, μαύρης επικαιρότητας της βίας. Της βίας που υπέστη και ακολούθως άσκησε, αμυνόμενη και εξεγειρόμενη διαχρονικά και ταυτοχρόνως.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: