Κάθε χρόνο, την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου στη θάλασσα της Ομάχα, βορείως του Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, εμφανίζεται το ψάρι με το όνομα Αρόχα ίκα, που στη γλώσσα των Μαορί σημαίνει, ψάρι του έρωτα. Είναι το ψάρι που γεννήθηκε στη λάβα των ηφαιστείων της περιοχής καθώς αυτή ξεχυνόταν στην θάλασσα. Τα ψάρια εμφανίζονται κοπαδιαστά πολύ κοντά στη ακτή και αρχίζουν να αναπαράγονται γεμίζοντας αφρούς τη θάλασσα και αφήνοντας χαρακτηριστικούς ήχους, «άουε» λένε οι ντόπιοι, που σημαίνει αναστεναγμός. Η παρουσία των Αρόχα ίκα κοντά στην ακτή, σύμφωνα με τις παραδόσεις των Μαορί, φέρνει στους ανθρώπους το κάλεσμα του ωκεανού και τη θέρμη της λάβας που καίει τις καρδιές και τα κορμιά. Την εβδομάδα αυτή της αναπαραγωγής των ψαριών οι Μαορί της περιοχής γιορτάζουν την Τιτάνα Ταχάνγκα (γυμνά σώματα). Οι είσοδοι της πόλης κλείνουν για τους ξένους και η αστυνομία αναλαμβάνει τη φύλαξη του δρόμου που συνδέει την χερσόνησο με το κυρίως νησί. Κανείς ξένος δεν μπορεί να τους επισκεφθεί και αν κάποιος επιχειρήσει να εισέλθει παράνομα διώκεται και τιμωρείται αυστηρά. Γιορτάζουν με χορούς και τραγούδια, τα σχολεία παραμένουν κλειστά και οι άντρες και οι γυναίκες τα βράδια ξεχύνονται γυμνοί στην ακτή και κολυμπούν μαζί με τα κοπάδια των Αρόχα ίκα. Μετά, ανάβουν μεγάλες φωτιές και ο ένας προσπαθεί να καθαρίσει τον άλλον από τα υποτιθέμενα λέπια και μετά να τον «μαγειρέψει» σε κάποιο σκοτεινό μέρος της ακροθαλασσιάς. Όσοι και όσες συμμετέχουν έχουν την ευλογία του Τανγκαρόα, του θεού του ωκεανού, και η φλόγα που κρύβει η Αρόχα ίκα μεταλαμπαδεύεται μέσα τους, μα όσοι και όσες δεν συμμετέχουν, κινδυνεύουν η ψυχή τους μεταθανάτια να πετρώσει και να αποκτήσει την αρχική ηφαιστειογενή μορφή της Αρόχα ίκα, πράγμα που δεν το θέλει κανείς.
Η ποιήτρια Ρουαχάγια ύμνησε τη γιορτή της Αρόχα ίκα κι έγραψε τον ύμνο της Τιτάνα Ταχάνγκα :
Εσύ Τανγκαρόα θεέ των ωκεανών
Τα γυμνά μας σώματα με τα κύματά σου προστάτευσε
Η Αρόχα ίκα μέσα μας να καίει για πάντα
Η φλόγα για ζωή να ανθίζει
Οι μέρες πολύχρωμες
Οι νύχτες φωτεινές
Και τα όνειρα χαρούμενα
Αρόχα ίκα, Αρόχα ίκα
εσύ που κάνεις τα σώματα και σπαρταρούν.