Στο Δέλτα του Ποταμού με τα Μαργαριτάρια

( Α΄ μέρος )
Στο Δέλτα του Ποταμού με τα Μαργαριτάρια



Αυ­τό που ζη­τάς από τους ηγε­μό­νες και τους βα­σι­λιά­δες εί­ναι να γί­νουν σαν το αλο­γά­κι της Πα­να­γί­ας που ση­κώ­νει το χε­ρά­κι του για να στα­μα­τή­σει την κα­ρό­τσα.
ΤΣΟΥΑΝΓΚ  ΤΣΟΥ


Φτά­σα­με απο­με­σή­με­ρο στο Σού­ντε. Χα­λα­ρό πρό­γραμ­μα. Φί­λοι και γνω­στοί από την δε­κα­ε­τία του 1980 προ­σφέρ­θη­καν να με ξε­να­γή­σουν στις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες βιο­μη­χα­νι­κές μο­νά­δες, που ακ­μά­ζουν την πε­ρί­ο­δο αυ­τή στο Δέλ­τα του Πο­τα­μού με τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Πρό­κει­ται για τις εκ­βο­λές ενός πο­τα­μού που επι­δα­ψι­λεύ­ει στη Νό­τια Κί­να ένα πρω­το­φα­νές δί­κτυο όχι ευ­και­ρια­κού πλου­τι­σμού, ή βια­στι­κά προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νου επεν­δυ­τι­κού σχε­δί­ου, αλ­λά τη δια­χρο­νι­κή ευ­μά­ρεια, την αφθο­νία των αγέ­ρα­στων πό­ρων. Εδώ στους νο­τιο­δυ­τι­κούς μυ­χούς της Κα­ντό­νας κτί­ζε­ται πά­νω στην πα­λαιά αί­γλη της αυ­το­κρα­το­ρι­κής έπαρ­σης, η νέα οι­κο­νο­μι­κή τά­ξη.

Στα χρώ­μα­τα της δύ­σης του ηλί­ου δια­γρά­φε­ται τώ­ρα έντο­να η υπό­σχε­ση του χρυ­σού. Το ευοί­ω­νο ση­μά­δι της ευ­μά­ρειας. Εί­ναι άρα­γε μια ακό­μη σύ­μπλευ­ση με το θέ­λη­μα της υπερ­κό­σμιας τά­ξης των πραγ­μά­των; Μια ακό­μη από­δει­ξη της προ­α­παι­τού­με­νης συ­ναί­νε­σης της φύ­σης στους χει­ρι­σμούς της κι­νε­ζι­κής διοί­κη­σης; Τα ση­μά­δια του Ου­ρα­νού, που πε­ρι­βάλ­λει τους διαρ­κώς απο­ρού­ντες θνη­τούς, η επί­νευ­ση της Δύ­να­μης, που ενέ­πνευ­σε τους Προ­γό­νους των Κι­νέ­ζων, εί­ναι για τον ση­με­ρι­νό από­γο­νό τους ό, τι ακρι­βώς υπήρ­ξαν οι οιω­νοί των σφα­γεί­ων από τις θυ­σί­ες μας στους θε­ούς του Ολύ­μπου. Το μή­λο της έρι­δος τό­σων και τό­σων επαγ­γελ­μα­τιών της αποι­κιο­κρα­τί­ας, το εξαι­ρε­τι­κά προ­σο­δο­φό­ρο αυ­τό Δέλ­τα απο­τε­λεί σή­με­ρα ένα από τα προ­πύρ­για της με­τα­μα­οϊ­κής ανόρ­θω­σης. Η στιγ­μή αυ­τή έχει κά­τι το ιε­ρό. Έμ­με­σο, αλ­λά νιώ­θε­ται.
Οι συ­νο­δοί μου δεν αρ­γούν να επι­ση­μά­νουν ομό­φω­να ότι η πα­τρί­δα τους θέ­λει να κερ­δί­σει, ει­δι­κά στη ζω­τι­κή αυ­τή οι­κο­νο­μι­κή – εμπο­ρι­κή της ζώ­νη, και μά­λι­στα μέ­σα σε ελά­χι­στο χρο­νι­κό διά­στη­μα, ό, τι δεν μπό­ρε­σε να επω­φε­λη­θεί από την αξιο­ποί­η­ση της τους τε­λευ­ταί­ους του­λά­χι­στον πέ­ντε αιώ­νες. Δεν θέ­λουν να τους κα­το­νο­μά­σουν, αλ­λά βε­βαί­ως εν­νο­ούν με την απα­ρά­μιλ­λη δια­κρι­τι­κό­τη­τα, που ξε­χω­ρί­ζει αμέ­σως τον καλ­λιερ­γη­μέ­νο Κι­νέ­ζο, τους ποι­κί­λους ει­σβο­λείς, που διεί­δαν τα πολ­λα­πλά οφέ­λη από την εντα­τι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση των κομ­βι­κών αυ­τών εκ­βο­λών. Εκ­με­τάλ­λευ­ση που βά­φτη­κε κυ­ριο­λε­κτι­κά στο αί­μα.

Η τε­ρά­στια αλ­λα­γή. Η ανά­δει­ξη του ηρω­ι­κού στοι­χεί­ου μέ­σα από τη μού­χλα της ητ­το­πά­θειας. Η δια­δι­κα­σία της με­τα­μόρ­φω­σης, που γο­ή­τευ­σε, με­τα­ξύ άλ­λων, τον Αντρέ Μαλ­ρό. Σε δύο προ­τά­σεις του προ­βάλ­λει επι­γραμ­μα­τι­κά το δρά­μα της εξέ­γερ­σης: «Αυ­τό που εί­ναι δύ­σκο­λο εί­ναι να με­τα­μορ­φω­θούν οι άβου­λες θε­λή­σεις των Κι­νέ­ζων σε απο­φά­σεις. Χρειά­στη­κε να τους εμπνεύ­σου­με σι­γά σι­γά εμπι­στο­σύ­νη στον εαυ­τό τους, ώστε να μην εξα­φα­νι­σθεί αυ­τή η εμπι­στο­σύ­νη με­τά από με­ρι­κές μέ­ρες». Ο Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας συ­νά­ντη­σε σ’ αυ­τές τις όχθες τους ακοί­μη­τους Κι­νέ­ζους του επα­να­στα­τι­κού θε­τι­κι­σμού.

Αρ­γό­τε­ρα, στο δω­μά­τιο του σπι­τιού που με φι­λο­ξε­νού­σε, ξα­να­θυ­μή­θη­κα κά­τι που με εί­χε στα­μα­τή­σει πα­λαιό­τε­ρα. Γύ­ρι­σα θε­λη­μα­τι­κά πί­σω. Απο­μό­νω­σα ένα κεί­με­νο γύ­ρω από το πα­ρελ­θόν του τό­που, που γρά­φτη­κε ενά­μι­ση αιώ­να πριν. Ό,τι θα απο­τε­λού­σε κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα μέ­ρος του υλι­κού για τις επό­με­νες συ­ζη­τή­σεις: «…αντί να ηθι­κο­λο­γεί κα­νείς για τις τρο­με­ρές φρι­κα­λε­ό­τη­τες των Κι­νέ­ζων, όπως κά­νει ο ιπ­πο­τι­κός εγ­γλέ­ζι­κος Τύ­πος, θα έπρε­πε κα­λύ­τε­ρα να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι αυ­τός εί­ναι ένας πό­λε­μος pro aris et focis [υπέρ βω­μών και εστιών], ένας λαϊ­κός πό­λε­μος για τη διά­σω­ση της κι­νε­ζι­κής εθνι­κό­τη­τας, με όλη την πα­ρα­φορ­τω­μέ­νη προ­κα­τά­λη­ψη, ανοη­σία, μορ­φω­μέ­νη αμά­θεια και λό­για βαρ­βα­ρό­τη­τά της, αν θέ­λε­τε - ένας λαϊ­κός πό­λε­μος, πά­ντως ». Υπε­ρα­σπί­ζε­ται τους μα­κρι­νούς Κι­νέ­ζους ο Φρί­ντριχ Έν­γκελς, από το Λον­δί­νο, στις 22 Μα­ΐ­ου, του 1857, στο άρ­θρο του Η Περ­σία και η Κί­να. Όπως ακρι­βώς σή­με­ρα ο Κι­νέ­ζος υπε­ρα­σπί­ζε­ται το πά­θος του για την πλή­ρη χει­ρα­φέ­τη­σή του από το φά­σμα, το οι­κτρό σύ­μπλεγ­μα του οι­κο­νο­μι­κά αδύ­να­μου, του πα­ρία της πα­γκό­σμιας σκη­νής, όπως τον ήθε­λαν πριν λί­γα μό­λις χρό­νια οι ισχυ­ροί της γης.

Την άλ­λη μέ­ρα μου πρό­τει­ναν να επι­σκε­φθώ ένα υδά­τι­νο βι­βλίο, ένα Σπή­λαιο Ποι­η­μά­των. Δεν γι­νό­ταν να αρ­νη­θώ. Φτά­σα­με γρή­γο­ρα. Ο έμπει­ρος οδη­γός μας ήταν η προ­σω­πο­ποί­η­ση της απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας. Οι πρώ­τοι στα­λα­κτί­τες, αραιά φω­τι­σμέ­νοι, κα­θρε­φτί­ζο­νταν στα νε­ρά της στο­άς. Μπή­κα στη βάρ­κα μα­ζί με άλ­λους τέσ­σε­ρις. Σε λί­γο διέ­κρι­να στους στιλ­πνούς βρά­χους τα πρώ­τα χα­ραγ­μέ­να ποι­ή­μα­τα. Ανή­καν στα προ­σφι­λέ­στε­ρα, όπως μου εξη­γού­σαν οι συ­νο­δοί μου, της κι­νε­ζι­κής γλώσ­σας. Μια ολό­κλη­ρη αν­θο­λο­γία, απο­τυ­πω­μέ­νη σχο­λα­στι­κά στην αιώ­νια σε­λί­δα της πέ­τρας. Το να την δια­βά­σου­με, ήταν πλέ­ον κα­θή­κον. Κα­θώς κω­πη­λα­τού­σα­με, κα­τα­στα­λαγ­μέ­να πά­θη, αρ­χε­τυ­πι­κά βιώ­μα­τα, το­πία με­τά τις μά­χες, σκη­νές μιας ήπιας, αλ­λά κα­τά βά­θος δί­βου­λης φύ­σης, άφη­ναν τα ίχνη τους στις επι­φά­νειες του λί­θου: το κά­θε κεί­με­νο πα­ρέ­πε­μπε σε συ­γκε­κρι­μέ­νη δυ­να­στεία, σε ορι­σμέ­νη σχο­λή λο­γο­τε­χνί­ας. Το πλε­ού­με­νό μας περ­νού­σε ξυ­στά από τα με­γά­λα ονό­μα­τα. Μου με­τέ­φρα­ζαν όσους στί­χους προ­λά­βαι­ναν, μου έδει­χναν κά­θε τό­σο τις υπο­γρα­φές των δι­κών τους αθα­νά­των. Επι­φω­νή­μα­τα επι­δο­κι­μα­σί­ας. Ο αιφ­νι­δια­σμός της ανά­γνω­σης. Ήχη­σαν αμέ­σως οι­κεί­οι οι Λι Μπάι, Του Φου, Ζενγκ Γκου, Γουάνγκ Βέι, Γιάο Χε. Ο ανυ­πό­κρι­τος σε­βα­σμός που εμπνέ­ει στα­θε­ρά ο πο­λι­τι­σμός του ρυθ­μι­κού φω­νή­μα­τος. Σα να διά­βα­ζαν τα ίδια τα σω­θι­κά τους. Τα κου­πιά των συ­νο­δών μου άγ­γι­ζαν απα­λά τα ποι­ή­μα­τα. Χαι­ρε­τού­σαν με τον τρό­πο τους όλους ανε­ξαι­ρέ­τως τους απρό­ο­πτους ή ανα­με­νό­με­νους ελιγ­μούς, τις λε­πτο­μέ­ρειες των εκ­φάν­σε­ων της σκα­λι­σμέ­νης γλώσ­σας. Γυ­ρί­ζο­ντας στο πα­ρελ­θόν της ρη­μα­τι­κής ευ­φο­ρί­ας, στα­μα­τώ­ντας για λί­γο στους στί­χους που τρα­γου­δούν οι λεί­οι βρά­χοι, ακου­μπή­σα­με στην κυ­ριο­λε­ξία ποί­η­ση.

Το πνεύ­μα – φύ­λα­κας της Σπη­λιάς, το genius loci, όπως θα το ονό­μα­ζαν οι Ρω­μαί­οι, μας κα­τευό­δω­σε ως το πλη­σιέ­στε­ρο υπαί­θριο εστια­τό­ριο. Στο δεί­πνο που επα­κο­λού­θη­σε μοι­ρα­στή­κα­με τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα ονο­μα­στά πιά­τα της Κα­ντό­νας. Άρ­χι­σα να τα με­τρώ. Πα­λιά μου συ­νή­θεια να τα­ξι­νο­μώ την έκ­πλη­ξη. Θα πρέ­πει να εί­χαν ξε­πε­ρά­σει τα δέ­κα, όταν απο­φά­σι­σα να πα­ραι­τη­θώ. Αρ­γό­τε­ρα δια­πί­στω­σα ότι ο αριθ­μός των εδε­σμά­των αντι­στοι­χού­σε πά­νω κά­τω στην ποι­κι­λία των προ­σφο­ρών, που υπαι­νί­χτη­κε χω­ρίς δι­σταγ­μό η νύ­χτα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Μαλ­ρό Αντρέ, Οι κα­τα­κτη­τές, με­τά­φρα­ση: Αλέ­ξης Ζή­ρας, εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη, 1999.
Τσουάνγκ Τσου, με­τά­φρα­ση: Μά­νια Σε­φε­ριά­δη, εκ­δό­σεις Ερ­μής, 1987.
Marx Karl – Engels Friedrich, H αποι­κιο­κρα­τία στην Ασία, Ιν­δία – Περ­σία – Αφ­γα­νι­στάν, με­τά­φρα­ση – επί­με­τρο: Σάβ­βας Μι­χα­ήλ, εκ­δό­σεις Άγρα, 2003.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: