Τρέχω να προλάβω. Βλέπω από την γωνία το λεωφορείο να ’ρχεται. Κουνάω το χέρι μου για να με δει ο οδηγός και να σταματήσει στη στάση. Ανεβαίνω λαχανιασμένος, χτυπάω το εισιτήριο και στέκομαι με την πλάτη στη φυσαρμόνικα για να πάρω μερικές ανάσες. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Νοιώθω ήδη τον ιδρώτα να λερώνει το πουκάμισό μου. Καθαρό το φόρεσα, πώς θα βγάλω το σακάκι στην παρουσίαση; Το λεωφορείο ανεβαίνει βασανιστικά αργά την Συγγρού, σταματάει στην στάση τού Μετρό, κατεβαίνω βιαστικά και προχωρώ κατά μήκος του πεζοδρομίου. Αιφνιδιαστικά νοιώθω ένα τριπλό χτύπημα στο κεφάλι μου. Γυρίζω, βλέπω μία κυρία κοκκινομάλλα με μαύρο χοντρό παλτό, μαύρες οπάκ κάλτσες και αρβυλάκια να με προσπερνάει. Θέλετε κάτι; την ρωτάω ενοχλημένος, δεν μου απαντά, προχωράει αδιάφορα, χώνεται στο πλήθος, την ακολουθώ αλλά συνειδητοποιώ ότι έχει αλλάξει παλτό· τώρα φοράει ένα κόκκινο, ίδιο χρώμα με τα μαλλιά της. Τρέχω ξωπίσω της, ανακατεύομαι με τους διερχόμενους, την προσπερνώ, μπαίνω μπροστά της, τι θέλετε από μένα την ρωτάω, υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου, αλλά εκείνη αντί γι' απάντηση ξεχύνεται πάλι μπροστά σαν δρομέας, παρακάμπτει τους διερχόμενους, κάποια στιγμή την χάνω, διαγκωνίζομαι με τούς περαστικούς, αναγνωρίζω από μακριά τα κόκκινα μαλλιά της, πλησιάζω, όμως βλέπω ότι δεν φοράει πια κόκκινο παλτό αλλά ένα πολύ ελαφρύ βαμβακερό φούτερ σε στιλ πιτζάμας, πράσινο κυπαρισσί κι αντί για αρβυλάκια περπατά με λευκές αθλητικές κάλτσες. Εκνευρισμένος της φωνάζω· τι θέλετε πια απ’ τη ζωή μου, πρωινιάτικα; για να εισπράξω μία κραυγή δίπλα στο αυτί μου «ΣΗΚΩ επιτέλους!»