Τα τέρατα
Τα τέρατα που κατοικούν μες στις ψυχές μας
ξυπνούν στις πέντε τα χαράματα
και πλένουν το κρεβάτι
τυλίγουν το πνευμόνι σου
με δυο βρεγμένες κάλτσες
φράζουν την καρωτίδα σου
με λερωμένα μπαμπάκια του μπάνιου
βυθίζουν τους ήχους προς τα μέσα
ξεκρεμούν αργά αργά τις λευκές
κουρτίνες και σε σαβανώνουν.
Σιδερώστρα και μπάλα
Ξεκίνησα να ζω πάνω στη σιδερώστρα,
εκεί διαβάζω, εκεί τρώω,
εκεί πλαγιάζω τα βράδια.
Εκεί σαν αγκάθια ψαριού οι σκέψεις με γδέρνουν.
Πρέπει να αγοράσω και μια μπάλα
να αγκαλιάζω τις νύχτες
να στρογγυλέψουν οι λέξεις
Να εξασκηθώ στη συγχώρεση.
Ο γλόμπος στο πάρκο
Ίσως αυτό το βράδυ
να ‘ναι το χειρότερο.
Η φασαρία του πάρκου,
ο κρύος αέρας του ερκοντίσιον.
Όποιος δεν χόρεψε ποτέ χωρίς μουσική
δεν ξέρει τι θα πει απελπισία.
Ο γλόμπος στο πάρκο ενοχλεί,
θολώνει το υπόλοιπο τοπίο.
Εκσφενδονίζω ό,τι βρω στο μπαλκόνι
ξεφτισμένες σεζλονγκ, αποτσίγαρα,
σπασμένα μανταλάκια.
Βυθιζόμαστε στο σκοτάδι,
ανακούφιση των ματιών.
Βαθμηδόν σχηματίζονται
οι σκιές των δέντρων που σαλεύουν,
οι νυχτερίδες που πετούν νευρικά πέρα δώθε.
Εξωγήινος
Μεγαλώνω έναν εξωγήινο
μέσα στο πόδι μου.
Τα βράδια ρουφάει τις φλέβες
πίσω απ’ το γόνατό μου.
Την μέρα κρύβεται μέσα στη γάμπα μου.
Κάθε φορά που σε ερωτεύομαι
απελευθερώνει μυριάδες μικροσκοπικές
πεταλούδες κάτω απ’ το δέρμα μου.
Κάθε φορά που με αγγίζεις
πεταρίζουν αναστατωμένα.
Σύληση
Σαν διαβάζω ποίημα άλλου νου
σκυλιάζω
Καμώνομαι πως τάχα δε μ' αρέσει.
Έπειτα αρχίζω να κλέβω
χειρουργικά τις λέξεις
μία-μία
ώσπου απομένει ένα χαρτί λευκό
με μια μακρόστενη τρύπα στη μέση,
σαν συλημένος τάφος.
Μεσημέρι
Ο ήλιος πύρωσε
πάνω από τα κούφια κεφάλια
απ' τα σώματά
που έζεχναν φρέσκο ιδρώτα.
Κούφωσα τα στόρια
να μαζέψω το μυαλό.
Το παράθυρο ορθογώνιο
υποστήριζε την ορθή λογική,
το δωμάτιο κύβος,
ένα θαύμα της φιλοσοφίας.
Εσύ ένα κουβάρι στο στρώμα
Χωρίς σχήμα
Να μου ρημάζεις όλη τη γεωμετρία.