Όταν κανείς ξυπνάει από ένα όνειρο, το όνειρο τρέχει μακριά του, και ολοταχώς προς τη λήθη. Ο ονειρευτής πρέπει να τρέξει με όλες του τις δυνάμεις για να το προφτάσει, αλλιώς θα ξεθωριάσει από τη μνήμη και θα χαθεί για πάντα. Η Ιερουσαλήμ είναι το όνειρο μου, αλλά δεν είναι αυτή που απομακρύνεται από εμένα, αλλά το ίδιο το σώμα μου που απομακρύνεται από την Ιερουσαλήμ. Το δέρμα μου λιώνει κάτω από αυτούς τους επιδέσμους που με γλιτώνουν από το φριχτό θέαμα όταν κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Η όραση μου γίνεται πιο θολή με κάθε μέρα που περνάει. Κάποτε μπορούσα να δω τις στέγες των σπιτιών από το παράθυρο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι στην άλλη άκρη του υπνοδωματίου. Τώρα βλέπω μόνο αόριστα σχήματα. Αναρωτιέμαι περιστασιακά αν η ασθένεια μου ήταν μια θεϊκή τιμωρία. Είμαι, έτσι κι αλλιώς, ένας ειρηνιστής βασιλιάς σε μια πόλη που οι προκάτοχοι μου κυρίευσαν με βάναυσους πολέμους, ένα παράδοξο, όσο παράδοξο είναι να λιώνει το δέρμα μου, αλλά να ζω ακόμα. Ίσως η ειρήνη απλά δεν είναι το όραμα του θεού για την Ιερουσαλήμ, σκέφτομαι, ίσως η αιματοχυσία είναι αυτό που θέλει, είτε το όνομα του είναι Χριστός, είτε Αλλάχ, είτε κάποιο άλλο. Αλλά συνειδητοποίησα ότι αν αυτό που ήθελε ήταν αιματοχυσία, θα κατέβαινε από τον ουρανό για να πολεμήσει ο ίδιος, και αν αυτό που ήθελε ήταν ειρήνη θα κατέβαινε από τον ουρανό για να σταματήσει την αιματοχυσία. Αν μένει εκεί πάνω αδρανής, παρατηρώντας τους ανθρώπους να σφαγιάζονται στο όνομα του, τότε δεν είναι ο θεός και το όραμα του δεν θα πρέπει να με απασχολεί. Το μόνο όραμα που έχει σημασία είναι το δικό μου, μια ουτοπία στην έρημο, όπου το αίμα είναι μια από τις πιο όμορφες λέξεις, επειδή οι κάτοικοι της δεν θα έχουν να τη συνδέσουν με τίποτα άσχημο. Έγινα βασιλιάς όταν ήμουν μόλις δεκατριών χρονών, ο όγδοος βασιλιάς αφού οι χριστιανοί κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ. Στο παρελθόν, φυσικά, ανήκε στους μουσουλμάνους, οι οποίοι δεν σταμάτησαν να την πολιορκούν για να την πάρουν πίσω. Για τους περισσότερους, οι μουσουλμάνοι ήταν ο εχθρός, η πρώτη ανάμνηση σχετικοί με αυτούς τερατώδεις εικονογραφήσεις των μαχών εναντίων τους. Η δική μου πρώτη ανάμνηση ήταν αυτή γιατρών. Μουσουλμάνους κάλεσαν να με δουν, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις της ασθένειας μου, αυτοί μου έδειξαν πώς να τυλίγω σωστά τους επιδέσμους μου, και με ποια φάρμακα να περιορίζω τον πόνο όσο είναι εφικτό. Με τις περιποιημένες γενειάδες τους, μου θύμισαν τις εικόνες του Ιησού, αλλά οι ίδιοι ήταν πιστοί μια θρησκείας που απαγορεύει τις απεικονίσεις του θεού. Ακόμα ένα παράδοξο. Ο πατέρας μου πέθανε νέος, τη μητέρα μου δεν τη γνώρισα, και την αδερφή μου την έβλεπα σπάνια ως παιδί. Σε εκείνη την ηλικία, αυτοί οι γιατροί είχαν τα πιο ζεστά πρόσωπα που είχα δει ποτέ.
Η αδερφή μου, Σιβύλλα, μπαίνει με σιωπηλά βήματα στο δωμάτιο. Είναι ώρα να αλλάξει τους επιδέσμους μου. Θα το αναλάμβανε κάποιος υπηρέτης, αλλά, όταν έχει χρόνο, προτιμάει να το κάνει εκείνη.
Οι σχέσεις συσφίχθηκαν πρόσφατα, καθώς η ασθένεια μου με εμπόδισε να κάνω παιδιά, και έπρεπε να βρω έναν διάδοχο για να συνεχίσει το όραμα μου μέσω άλλων οδών. Όποιος παντρευόταν τη Σιβύλλα, θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, και ο επόμενος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, επομένως έπρεπε να βεβαιωθώ ότι θα ήταν κάποιος που μοιραζόταν το όραμα μου. Είπα ότι δεν πιστεύω σε θεϊκές τιμωρίες, αλλά μου φαίνεται συχνά δύσκολο να πιστέψω ότι όλα τα εμπόδια που εμφανίζονται στον διάβα μου είναι τυχαία, και όχι μηχανορραφίες κάποιας κακεντρεχούς δύναμης. Επέλεξα τον ομοϊδεάτη μου Γουλιέλμο του Μονφερά, ο οποίος όμως πέθανε μόλις έναν χρόνο μετά τον γάμο τους, από μια ασθένεια εξίσου θανατηφόρα με τη δική μου. Τον επισκέφτηκα στο νεκροκρέβατο του, και οδυρόμουν για ώρες στο πλευρό του, μέχρι τα μάτια του να σβήσουν. Πολλοί με είδαν εκείνη τη μέρα καταρρακωμένο, ανίκανο να σταθώ όρθιος, και διαδόθηκαν φήμες ότι οι δύο ασθένειες είχαν αναμειχθεί, και ο θάνατος μου προμηνυόταν συντομότερα από το αναμενόμενο. Αυτό δεν ήταν αλήθεια, φυσικά, οι μουσουλμάνοι γιατροί μου είχαν διδάξει πώς να προφυλάσσω το σώμα μου από άλλες ασθένειες που θα το αποδυνάμωναν περεταίρω. Το αίτιο της καταρράκωσης μου ήταν ο οδυρμός, και η γνώση ότι τη στιγμή που τα μάτια του Γουλιέλμου έσβησαν, η απόσταση ανάμεσα στον ονειρευτή και το όνειρο ήταν μεγαλύτερη από ποτέ. Ο δεύτερός της σύζυγος επιλέχθηκε βιαστικά. Πρόκειται για έναν αιμοδιψή άνθρωπο, ονόματι Γκι ντε Λουζινιάν, που έχει τολμήσει πολλές φορές να αμφισβητήσει τις αποφάσεις μου. Φοβάμαι ότι μόλις πάρει την εξουσία στα χέρια του, όλος ο κόπος μου θα γίνει αυτόματα άκαρπος. Αλλά ακόμα και αν δεν είναι ο Γκι ο επόμενος βασιλιάς, θα είναι κάποιος όμοιός του. Δεν φοβάμαι τους βίαιους ανθρώπους όμως, όσο τους βίαιους τόπους, επειδή ακόμα και οι πιο ειρηνικοί άνθρωποι, αυτοί που φιλάνε σταυρούς και ορκίζονται ότι δεν θα πάρουν ποτέ τη ζωή κάποιου άλλου, είναι ικανοί να σκοτώσουν με την ίδια ευκολία που αναπνέουν όταν πατήσουν σε έναν τέτοιον βίαιο τόπο. Χρειάστηκα χρόνια προσεκτικής διπλωματίας για να μετατρέψω τον Σαλαντίν, ηγέτη των μουσουλμάνων, από εχθρό σε κάποιον που μοιράζεται το όραμα μου, αν όχι φίλο. Φυσικά, έχουμε συγκρουστεί πολλές φορές στο πεδίο της μάχης. Ακόμα περισσότερες φορές, όμως, έχουμε ανταλλάξει δώρα και γράμματα, συζητώντας πώς μπορούμε να σταματήσουμε αυτές τις μάχες. Παίρνει μια στιγμή και ελάχιστο κόπο για να μετατραπεί ακόμα και ένας φίλος σε εχθρό. Μετά τον θάνατο μου, ο Σαλαντίν δεν θα αργήσει να βρεθεί σε μια θέση όπου δεν θα έχει επιλογή παρά να γίνει και αυτός αιμοδιψής.
Η αδερφή μου χαμογελάει μελαγχολικά. Καταλαβαίνει από το βλέμμα μου τι σκέφτομαι, και ξέρει ότι ο πεσιμισμός μου δεν είναι αβάσιμος. Αλλά είναι πιο στωική από εμένα, δεν βρίσκει νόημα στη μελαγχολία για προδιαγεγραμμένα πράγματα.
Υποθέτω αυτή είναι απλά η μοίρα των ονείρων και η μοίρα των ανθρώπων. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα όνειρο που ο ονειροπόλος του, όσο γρήγορα και να έτρεξε, δεν κατάφερε να προφτάσει και ξεχάστηκε, και σε ένα που δεν υπήρξε ποτέ εξαρχής. Ίσως ο Σαλαντίν γκρεμίσει την Ιερουσαλήμ στον ερχόμενο πόλεμο. Αν συμβεί αυτό, θα θυμάται κανείς ότι χτίστηκε ποτέ; Και είναι η μεγαλομανία των ανθρώπων να περιμένουν τα έργα τους να ζήσουν αιώνια, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούν καν να τα ολοκληρώσουν. Κανένας δεν πεθαίνει χωρίς να αφήσει πίσω του κάτι ημιτελές. Ο υφαντής δεν θα υφάνει ποτέ όλα τα ρούχα, ο ψαράς δεν θα πιάσει ποτέ όλα τα ψάρια, Ο οινοποιός δεν θα παρασκευάσει ποτέ όλα τα κρασιά. Αποδεικνύω ότι ούτε ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ είναι απρόσβλητος από αυτή τη μεγαλομανία, όπως θρηνώ το όραμα μου. Είναι η μοίρα των ανθρώπων, κοινότοπη και αμετάβλητη, αλλά συνεχίζω να θέλω όσο τίποτα άλλο να αντέξει το σώμα μου, λίγο ακόμα, για να προφτάσω το όνειρο.
Πριν φύγει, η Σιβύλλα αφήνει στην άκρη του κρεβατιού ένα μικρό μπουκάλι, που περιέχει τη σημερινή δόση του φαρμάκου μου. Θυμάμαι ξανά τους μουσουλμάνους γιατρούς, τι κρίμα θα είναι να μην είναι ποτέ ξανά ευπρόσδεκτοι εδώ.