Η πεθερά, η σκρόφα και η νύφη


Γράμματα δεν ήξερε η πεθερά. Φρόντιζε, πάντως, να στέλνει τα δέοντα στα παιδιά της, στην Αμερική. Και στα δύο. Ο μεγάλος είχε εγκατασταθεί εκεί με όλη του την οικογένεια, γυναίκα και τρία παιδιά. Τους έστρωσε όλους στη δουλειά και συχνά πυκνά έστελνε γράμματα, με δολάρια μέσα, στο χωριό. Πήρε επίσης κοντά του και τον μικρό αδελφό. Νιόπαντρος αυτός, άφησε τη νύφη στη μάνα του και αποφάσισε να πάει για κανένα χρόνο στην ξενιτιά, κάτι να μαζέψει για να ανοίξουν δικό τους σπιτικό, όταν με το καλό γυρίσει. Να φτιάξουν και δική τους οικογένεια.

Ο χρόνος πέρασε, πέρασε και ο δεύτερος και ο μικρός γιος δεν έλεγε να γυρίσει. «Λίγο ακόμη», έγραφε στη γυναίκα του, «να κάνω ένα μεγαλύτερο κομπόδεμα και γυρίζω. Υπομονή, καλή μου!». Υπομονή έκανε η καλή του, φίδια έζωναν τη μάνα του. Πόση υπομονή, σκεφτόταν, να κάνει η νυφαδιά; Νέα, σαν τα κρύα τα νερά, κι οι πειρασμοί, ακόμη και στο μικρό χωριό, δεν ήταν λίγοι. Δεν μπορεί να ησυχάσει∙ ούτε και θέλει να την κλείσει μέσα, σαν σε φυλακή. Βγαίνει να πάει στους δικούς της, βγαίνει να ανταμώσει τις φιλενάδες της. Στην πεθερά φέρεται άψογα∙ και αφοσίωση δείχνει και αγάπη. Δικαίωμα για κουτσομπολιό, κανένα.

Η πεθερά ανησυχεί παρ’ όλα αυτά. Πιότερο συγχίζεται με την τσιγγουνιά του μικρού, που ούτε ένα δολάριο δεν φρόντισε να βάλει στα γράμματα στη γυναίκα του, αλλά και με το πόσο ξεμέτοχα συμπεριφερόταν απέναντί της. Κανένας δεν τον είχε πιέσει να παντρευτεί: μόνος του τη διάλεξε, μόνος του αποφάσισε για το στεφάνι και μόνος του πήρε το καράβι για τα ξένα.

Στον παπά προστρέχει κάθε φορά η έρμη, όταν την παραπάρουν οι καημοί και στη συμβουλή του καταφεύγει. Γείτονας αυτός, γέροντας πια, με την παπαδιά σχεδόν ανήμπορη να τα βγάλει πέρα με τις καθημερινές της ανάγκες. Τρέχει η πεθερά και βοηθάει όπως και όπου μπορεί. Δεξί του χέρι την έχει. Και όταν εκείνη νιώσει ότι του παραγίνεται φόρτωμα με τις ανησυχίες της, την κόβει λέγοντας: «Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο». Χαμογελάνε και οι δυο και η κουβέντα τους συνεχίζεται. Αυτός της διαβάζει τα γράμματα του μεγάλου, αυτός της γράφει τα δικά της και στους δυο. Τις συμβουλές και προτροπές, στον μικρό ειδικά. Να ανασκουμπωθεί και να αποφασίσει τι θα κάνει: ή να γυρίσει στη γυναίκα του ή να βρει τρόπο να την πάρει μαζί του. Τα γράφει ο παπάς και πάντα προσθέτει και τη δική του γνώμη, που καθόλου δεν απέχει από εκείνη της μάνας τους.

Πολλά έχουν δει τα μάτια του, περισσότερα έχουν ακούσει τ’ αυτιά του. Πάντα βρίσκει μια λύση για όλα. Να, και τώρα πάλι σ’ αυτόν προσφεύγει η πεθερά. Κάτι δεν της αρέσει στη συμπεριφορά της νύφης. Δηλαδή, όχι ακριβώς στη συμπεριφορά αλλά σε μερικά σημάδια. Κάτι αναγούλες που προσπαθεί να κρύψει, κάτι άγαρμπες κινήσεις με τα ζωντανά… Ας μη βιαστεί για συμπεράσματα, λέει ο παπάς. Θα δει τι μπορεί να μάθει κι ίδιος.

Και μαθαίνει τα δυσάρεστα: Γκαστρώθηκε η νύφη. Μια ώρα αδυναμίας και κάλεσμα της φύσης ήταν, είπε στην εξομολόγηση κλαίγοντας. «Τι θα απογίνω τώρα, παπά μου;». Η εγκυμοσύνη προχωρημένη. Όλα τα πρακτικά που δοκίμασε δεν έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Το είπε και στην πεθερά.

Μοιράστηκε η πεθερά το «μυστικό» με τον ιερωμένο. Και λύση προσπαθούσαν να βρουν οι δυο τους. Τουλάχιστον, σταυροκοπιόταν αυτή, να το γεννήσει προτού φτάσει ο άλλος. Γιατί, κάτι έγραφε στο τελευταίο γράμμα του πως σύντομα θα έμπαινε σε ένα φορτηγό πλοίο με φτηνό ναύλο, για να γυρίσει κοντά της. Αυτό την ταράζει πολύ γιατί, ναι μεν λέει ότι θα γυρίσει το συντομότερο, αλλά το πότε, μένει άγνωστο.

Σκέφτεται ο παπάς, αναστενάζει η πεθερά, βαρυγκωμάει η νύφη. Τώρα ξέρει πως η πεθερά της ψάχνει λύση, σκαρφίζεται τρόπους και μεθόδους να γλιτώσουν τη ντροπή του κόσμου, την οργή του γιου. Όσο για το κουπέλι, ανασκουμπώθηκε ο παπάς και βρήκε πού θα δοθεί. Παράγγειλε, μάλιστα στον ενδιαφερόμενο να προσποιείται η γυναίκα του ότι μάλλον… κυοφορεί. Μένει η αγωνία: ο χρόνος άφιξης του ξενιτεμένου.

Το τηλεγράφημα έφτασε μεσημεριάτικα. Η νύφη, εδώ και ένα εικοσιτετράωρο, είχε σημάδια γέννας και χαίρονταν η πεθερά που θα τέλειωνε η ιστορία, προτού καταφθάσει ο ανεπρόκοπος. Κεραυνός το μήνυμα. «Βόηθα, Θεέ μου, φέρε το πλάσμα στον κόσμο πριν να φτάσει ο άλλος!».

Κατέβασε τη νυφαδιά στο υπόγειο, όπου στέγαζαν κοτέτσι και κουτσίνα. Έστρωσε μια κόκκινη γιάμπουλη, της έβαλε ένα καθαρό, άσπρο μαντήλι στο στόμα και έστειλε μήνυμα στην παπαδιά, που στα νιάτα της έκανε χρέη μαμής, να προστρέξει για συμπαράσταση. Τα γουρούνια, αγριεμένα από τη βραδινή αναταραχή, άρχισαν να γρυλίζουν. Άρχισαν κι οι κότες τα κακαρίσματα. Ανεβοκατέβαινε η πεθερά, πρώτες βοήθειες η παπαδιά, τρέλα τις είχε πιάσει.

Κατέφθασε ο γιος με ένα φορτοταξί, με δυο μπαούλα φορτωμένα κάργα, μπήκε στο σπίτι. Τον καλοδέχτηκε η μάνα. «Πού είναι η γυναίκα μου;». «Αχ βρε γιε μου, δεν ακούς τι γίνεται στην κουτσίνα; Γεννάει η σκρόφα ―δύσκολη γέννα― και κατέβηκε να βοηθήσει. Πολύ άξια η νυφαδιά». «Να κατέβω κάτω τότε, να τη δω που την πεθύμησα». «Μη βρε παλικάρι μου, μη, να μην αγριέψουν όλα τα ζωντανά και πάθει κάτι η σκρόφα και χάσουμε το νεογέννητο. Πάνε να ξαπλώσεις τώρα, πτώμα που είσαι ύστερα από τέτοιο ταξίδι. Αύριο πρωί-πρωί θα την χαρείς και θα σε χαρεί.»

Τέλειωσε η «γέννα» της σκρόφας, παρέδωσε ο παππάς το μωρό στον υποψήφιο πατέρα, έπλυναν πεθερά και παπαδιά τη νύφη, εξαντλημένη την ανέβασαν να κοιμηθεί στον οντά. Τα «ρούχα» της ήρθαν, είπαν το πρωί στον νεοαφιχθέντα Αμερικάνο, από την ταραχή και την προσπάθεια για να ξεγεννήσει την σκρόφα και θα χρειαστεί μια δυο μέρες να συνέλθει…

Έβαλε τα μεγάλα μέσα ο παπάς, βγήκε βίζα χέρι-χέρι και για τη νυφαδιά. Τους κατευόδωσε μέχρι το λιμάνι η πεθερά.

Όλα καλώς καμωμένα. Ο παπάς και πάλι συμβουλάτορας και γραμματικός της. Το μυστικό, το ξέρει όλο το χωριό, μα κανένας δεν μιλάει…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: