Φασιανός, ο αφηγηματικός


Aλέκος Φασιανός, «Η αποθέωση του αθλητή», 2003 (σχέδιο σε χαρτί, 78 Χ 82 εκ.)



Ι. Η αποθέωση του αθλητή

Στεφάνι της έδωκε,
αλλά τον τσίμπησε μια μέλισσα,
ολάκερο μελίσσι,
και δεν μπόρεσε να συλλέξει τα φύλλα καπνού
για να απαλύνει τον πόνο
από τα χαλασμένα του δόντια

Ο ήλιος, χάλκινος, σαν θυμωμένος,
τους κατέκαυσε
κι έπειτα βαρέθηκε στο γινάτι του
και έπαυσε να τους βλέπει
κοίταξε αλλού

Γυμνός καθώς ήτανε
όταν της έδινε το στεφάνι, ελιάς,
έγινε ευκολότερα βορά των μελισσών
που τον ετσίμπησαν ομοιόμορφα

Μια μύγα στο έδαφος
δεν μπόρεσε να παρασταθεί στη στέψη
ήταν νεκρή

Και ο ποδηλάτης πλησίαζε κραδαίνοντας
το φουλάρι του ψηλά
του το φυσούσε και ο άνεμος
μα δεν πρόφτασε να πατάξει 
την οργή των μελισσών
να αποτρέψει το κακό

Εκείνη, σιωπηλή και απλησίαστη,
χαριεντίστηκε με το στεφάνι της ελιάς
ώσπου ξέσπασε νύχτα και σκοτεινιά
κι έφυγε πετώντας για αλλού
χωρίς να τον καληνυχτίσει

Δόξα τη λέγανε, θαρρώ, ή μήπως Νίκη;

Ο ποδηλάτης δεν πρόλαβε να αποτρέψει το κακό
κι ας έρχονταν ολοταχώς
κόντρα στον άνεμο.




Αλέκος Φασιανός, «Έρωτας και ψάρεμα», 1998 (λάδι σε καμβά, 152 Χ 112 εκ.)



ΙΙ. Έρωτας και ψάρεμα

Τον ψάρεψε, την ψάρεψε;
Γυμνόστηθη την μπέρδεψε με άλλη;
Τον πλάνεψε σε ασυννέφιαστο ουρανό
της ύψωσε κατάρτια,
της γέμισε τα χρυσαφιά πανιά με λόγια ερωτικά
και ανοίχτηκαν στο πέλαγος

Εδώ τα ψάρια πολυπληθή
ζηλεύοντας τον έρωτά τους τον θνητό
θυσιάζονταν μονάχα τους στου καϊκιού την κουπαστή
και στην κουβέρτα
πέφτοντας στο κατάστρωμα αναρριγούσαν
από καημό
γιατί ήταν ψάρια
και όχι ανθρώπινοι αιώνιοι εραστές
στη φύση τους κατάρες εξαπέλυαν
κι έτσι απαρνιόντουσαν το αλμυρό νερό
και αγναντεύοντας τα δώρα της Κυπρίας
απεβίωναν

Γι’ αυτό τα δίχτυα τους οι ερωτύλοι ψαρευτές
τα κράταγαν να πιάνουν έρωτα και αστέρια
να μπλέκουν αναστεναγμούς
και ανάμνηση χαδιού και λάβρας


Αλέκος Φασιανός, «Ωραίο τοπίο με τρεις νέους», 1980 (φύλλα χρυσού και λάδι σε καμβά 170 Χ 400 εκ.)



ΙΙΙ. Ωραίο τοπίο με τρεις νέους

―Θα σε κλωτσήσω, φύγε από μπροστά μου!
γρύλισε το άλογο οργίλο και αμετάκλητο
ενώ κάπνιζε το χνώτο του θυμό
―Για ηρέμησε με τον παράλογο καλπασμό σου
θα με κάνεις να χάσω και καπέλο και φουλάρι
δεν βλέπεις ότι παίρνει το μπάνιο του γαλήνια
μες στην ντουζιέρα του ουρανού
με το νερό της λίμνης;
Πώς θες να φύγει λοιπόν;
υπαγόρευσε ο δαμαστής
που πάλευε τη μάνητα τ’ αέρα και τ’ αλόγου
ενόσω ανάμενε με τη σειρά του
το μπάνιο του να πάρει
μες στην ντουζιέρα του ουρανού
με το νερό της λίμνης

―Εσύ τρώγε το καρπούζι σου και μη μιλάς!
εξαπόλυσε το άλογο παράλογα, κακοσυνάτα
στον ποιητή που έπαιζε μπεγλέρι από στάχυ
και κοίταζε αμέτοχος και αμίλητος
στο αναπαυτικό του κάθισμα
στην άκρη παραπλεύρως
χωρίς να λύσει τη γραβάτα του
χωρίς και να ξεκουμπωθεί
αν πρώτα δεν τελείωνε
τον βαρύ γλυκό ελληνικό του
σε χρυσαφί απομεσήμερο
σε όχθη λίμνης ανίσκιωτης
χαμένης μες στα στάχυα



Αλέκος Φασιανός: «Βαγγέλης Χρόνης» (σχέδιο-28Χ21 εκ.) Αλέκος Φασιανός, «Ποδηλάτης» (μικτή τεχνική, 76 Χ 58 εκ.) Αλέκος Φασιανός, «Πουλιά» ΙΙ Αλέκος Φασιανός, «Βαγγέλης» (λάδι σε καμβά και φύλλο από ασήμι, 99 Χ 75 εκ.) Αλέκος Φασιανός, «Τα χρυσά βουνά» (λάδι σε καμβά, 56 Χ 36 εκ.) Αλέκος Φασιανός, «Άγγελος» (σχέδιο με χρώμα, 27 Χ 19 εκ.) Αλέκος Φασιανός, «Δισκοβόλος» (μικτή τεχνική, 179 Χ 86 εκ.)

 

 


ΙV. Διάλογος πρωτόπλαστων


Πολύ μου αρέσει αυτό το ροζ που βάψαμε τον τοίχο

Ταιριάζει και με τον καναπέ

Είδες που σου τα έλεγα

Κι εσύ επέμενες για χρώμα φιστικί

Δεν είναι πια της μόδας

Είναι το χρώμα της αγαπημένης μας γεύσης παγωτό όμως

Δεν το ξεχνώ

Θες ένα ρόδι;

Όχι το μήλο προτιμώ

Έχεις μήλα;

Σου άφησα λεφτά να πάρεις

Χαρτονομίσματα, πρόσεξε μην τα χάσεις

Μου κρατάς το φουλάρι;

Πάω να ρίξω κάτι επάνω μου

Ωραίο το φουλάρι σου, ναι, δώσε το

Εγώ το δικό μου το έβαλα σεμέν στο τραπεζάκι

Μην αργήσεις

______________
Για τον Αλέκο Φασιανό βλ. και Χάρτης # 38


Τα ποιήματα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της έκθεσης «Αλέκος Φασιανός - Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση.», στο Ίδρυμα Θεοχαράκη το 2019
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: