Το νούμερο ένα κίνητρο για να αποφασίσει το κοινό να πάει σε μια όπερα είναι αν η ιστορία τους αρέσει, είτε πρόκειται για μια ιστορία που γνωρίζουν είτε για μια καινούργια ιστορία, και ιστορία δεν υπάρχει χωρίς τους λιμπρετίστες. Παρ’όλα αυτά έχουμε συνηθίσει να ακούμε και να λέμε: ο Don Giovanni του Mozart, ο Otello του Verdi, η Elektra του Stauss, η Norma του Bellini, το Elisir d’amore του Donizetti… Παραδοσιακά όταν μιλάμε για μια όπερα η τάση μας είναι να αναφερόμαστε στους συνθέτες και μόνο. Η δημιουργία, όμως, ενός έργου είναι αποτέλεσμα της σύμπραξης δύο ανθρώπων, εκείνου που γράφει τη μουσική και εκείνου που γράφει το κείμενο, το λιμπρέτο. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις των συνθετών που γράφουν οι ίδιοι και τα λιμπρέτα για τις όπερές τους, όπως οι Wagner, Menotti και Berlioz. Όταν συνθέτες όπερας βρίσκουν προικισμένους λιμπρετίστες με τους οποίους μπορούν να συνεργαστούν με ευχαρίστηση και παραγωγικότητα το φως του ενός ενισχύει τον άλλο. Η συνάντηση του Verdi με τον Boito στον Otello και τον Falstaff και του Mozart με τον Lorenzo da Ponte στο Cosi Fan Tutte και τον Don Giovanni αποτελούν ηχηρά παραδείγματα. Στο πρόσωπο του Hugo von Hofmannsthal, ο Strauss συνάντησε το καλλιτεχνικό του άλλο μισό, έναν ποιητή και άνθρωπο του θεάτρου με τον οποίο συνεργάστηκε αρμονικά για πολλά χρόνια.
Η λέξη λιμπρέτο είναι το υποκοριστικό της ιταλικής λέξης libro και σημαίνει μικρό βιβλίο. Η σπουδαιότητά του, όμως, κάθε άλλο παρά μικρή είναι. Είναι η γραπτή ενσάρκωση της πλοκής και των συναισθημάτων, αποτυπώνοντας την ουσία του ταξιδιού κάθε χαρακτήρα. Το λιμπρέτο μεταφέρει τα συναισθήματα, τους διαλόγους και τις πράξεις των χαρακτήρων, διαμορφώνοντας τις προσωπικότητες και τις σχέσεις τους. Ένα καλογραμμένο λιμπρέτο μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση και τη συναισθηματική σύνδεση του κοινού με την αφήγηση της όπερας. Παρέχει ένα πλαίσιο στους συνθέτες για να δημιουργήσουν τη μουσική, με τα λόγια να καθοδηγούν τις μελωδίες, τις αρμονίες και τους ρυθμούς. Αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του έργου. Ένα δυνατό λιμπρέτο είναι η βάση μιας δυνατής όπερας.
Στον κόσμο της σύγχρονης δημιουργίας, όπου δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ιδέα, στη δομή, στην ιστορία, οι λιμπρετίστες είναι το κλειδί για να λειτουργήσει το έργο, για το αν θα είναι τελικά επιτυχημένο ή όχι, οπότε το να τους αγνοούμε, πράγμα που ήταν η ατυχής παράδοση στην όπερα για εκατοντάδες χρόνια, δεν είναι μόνο άδικο αλλά και μη ρεαλιστικό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η παραγωγή νέων έργων όπερας γνωρίζει άνθιση, γίνεται συνειδητή προσπάθεια ώστε οι λιμπρετίστες να αναγνωρίζονται ως συνδημιουργοί. Οι λόγοι για κάτι τέτοιο είναι ποικίλοι. Μια όπερα είναι ένας γάμος δύο πνευμάτων, δύο μυαλών και δύο καρδιών και η ιδέα της δυαδικότητας αυτής θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στον τρόπο που δημοσιοποιείται το έργο, στον τρόπο που αναγνωρίζεται, στον τρόπο που συζητείται. Έτσι, λοιπόν, το όνομά του/της λιμπρετίστα θα πρέπει να κατέχει την ίδια θέση με εκείνο των συνθετών, και να αποτυπώνεται με τον ίδιο τρόπο, σε προγράμματα, δελτία τύπου, αφίσες και κάθε είδους ανακοινώσεις. Αυτό, επίσης, θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται και στις διαπραγματεύσεις για τις αμοιβές και τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων.
Ανάλογες ανισότητες συναντάμε και σε άλλους καλλιτεχνικούς τομείς. Στον κινηματογράφο πάντα φιγουράρει το όνομα του σκηνοθέτη και οι σεναριογράφοι ακολουθούν ασθμαίνοντας, στα δημοφιλέστερα είδη μουσικής προηγούνται οι ερμηνευτές, ύστερα έπονται οι συνθέτες, ενώ οι στιχουργοί, ιδιαιτέρως των παλαιότερων δεκαετιών, παραμένουν στην αφάνεια. Ως κοινό ας αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποιος έχει κοπιάσει για να γεννήσει τις λέξεις και τις ιστορίες που μας ταξιδεύουν και με κάθε ευκαιρία να αποδίδουμε τα εύσημα σε όλους τους δημιουργούς ισάξια.