Όπως κοιτάζεις μια κενή σελίδα, κι όπως ανοίγεις το παλιό κρασί που κάθισε υπομονετικά σε υγρό υπόγειο περιμένοντας τη γιορτή, όπως ρεμβάζεις στο ηλιοβασίλεμα μονάχος, μακριά από τουρίστες και όψιμους ερωτευμένους, κι όπως θα βρίσκεις πάλι αύριο σε ένα σπυρί της άμμου φορτωμένο σαν σε ακυβέρνητο διαστημόπλοιο τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ενός σύμπαντος που δεν έζησες μα που τώρα σου δωρίζεται χωρίς δεύτερη σκέψη ή σαν λαχνός, να πεις, που ενδόμυχα το ήξερες ότι σου άξιζε και μόλις σου κληρώθηκε, έτσι, σαν είναι ώριμη η ώρα, προσφέρεται η δωρεά των ανθρώπων μας που φεύγουν και που από κάπου πριν αποχωρήσουν είναι ανάγκη να πιαστούν για τελευταία φορά στον κόσμο, κάποιο σημάδι να αφήσουν για να επιστρέφουν, μια πέτρα με μια ευδιάκριτη μουτζούρα πάνω της, μια καμουφλαρισμένη πύλη για να ξαναμπούν σαν ο καιρός το επιτρέψει.
Με τέτοια λόγια ίσως ξεκινάει κάθε πένθος. Το πώς ολοκληρώνεται είναι μια άλλη ιστορία.
Β
[ Oscar Alberto Ghiglia, Λιβόρνο, 13 Αυγούστου 1938 - Θεσσαλονίκη, 3 Μαρτίου 2024. Η δημοσιογραφική εκδοχή: Υπήρξε για τον κόσμο των κιθαριστών μια μυθική φυσιογνωμία, και, σε ό,τι αφορά στη διδασκαλία και στην επιρροή που άσκησε στα κιθαριστικά πράγματα του τελευταίου μισού αιώνα, μια γέφυρα απ’ τον χρόνο του Segovia προς τον δικό μας. Μας έγινε εξαιρετικά οικείος μέσα απ’ τις πολλές του επισκέψεις στην Ελλάδα, που τελικά, και μέσω της σχέσης του με την μετέπειτα σύζυγό του Έλενα Παπανδρέου, έγινε η μόνιμή του κατοικία. ]
Χάιδευε τις καμπύλες μιας κιθάρας, την ξανθή της πλάτη, κι ύστερα από μπροστά το όμορφα ανοιχτό της στόμα, το καλοφωτισμένο με κραγιόν σαν μια μονόχρωμη ροζέτα ή μια ροζέτα σαν στολίδι άλλης εποχής που το φοράνε ακόμα οι δισεγγόνες, δίχως να ξέρουν τίποτα για τις κρυφές του ιδιότητες, τη μάγευση που ακόμα φέρει. Τη χάιδευε με έναν αφηρημένο αντίχειρα του δεξιού, και χόρευε αδιόρατα το σώμα του, κυρίως όμως το κομμάτι εκείνο της ψυχής που πάντα μένει έφηβο. Χόρευε πάνω στους ήχους μιας μπουρέ, μιας σαραμπάντ ―ή μήπως ήταν ένα βαλς ή ίσως μια παλιομοδίτικη μαζούρκα αυτό που άκουγε, δεν ήξερες―, δεν είχε ήχο το όνειρο, είχε μια κίνηση μονάχα μεταμφιεσμένη, όπως θα ανατρίχιαζε κουρτίνα, νύχτα, εμπρός από κλειστό παραθυρόφυλλο, δεν είχε ήχο, ούτε γλώσσα να σκεφτεί, αν σκέφτονται τα όνειρα σε μια και μόνη γλώσσα ―ούτε αυτό το ήξερες― κι όχι σ’ όλες μαζί του κόσμου τις γλώσσες, μέσα στο σχήμα μιας ανάστροφης Βαβέλ που της ξαναπαραδοθήκανε οι συλλαβές και τώρα φτιάχνει πολυσύλλαβα με όλα της καταγωγής τα χρώματα, χτίζει απ’ την αρχή κόσμο-καρνάβαλο, που άλλοι αρνούνται κατηγορηματικά την ύπαρξή του και άλλοι ισχυρίζονται πως είναι ο μόνος αληθινός.
[Εκείνο που τον έκανε διεισδυτικό ήταν η τριβή του με τα απομεινάρια της ιστορίας των κλασικών κιθαριστών, που στην εποχή της κιθαριστικής άνοιξης νομιμοποιούσε κάθε ελέω θεού δοσμένη εξουσία, και την αποδοχή μιας ιεραρχικής δόμησης που θα έλεγε κανείς πως ήταν στους αντίποδες του μουσικού ήθους που ο ίδιος περιείχε και περιέφερε.]
Έτσι μιλούσε το όνειρο, σαν βαθυσκάφος βυθισμένο σε καινούργια άβυσσο, δίχως ήχο κανέναν στα αυτιά, δίχως καταγωγή, μητέρα και πατέρα, δίχως κόσμο τριγύρω ή ένα κάποιο σκηνικό να το φιλοξενεί, ήτανε όλο κι όλο ένα λευκό δωμάτιο στο βάθος, αυτός και η κιθάρα του, κι εκείνη η βουβή κίνηση, το φύσημα, μία ελπίδα ήχου σε αυτιά κωφάλαλου, που τάραζε μονάχα τον δικό του τον λαβύρινθο αλλά ποτέ δεν ακουμπούσε τον δικό σου.
[Αξιώθηκε έναν ξεχωριστό τρόπο κατανόησης της μουσικής πράξης, έναν λυρισμό που θα ‘λεγες ότι κρατούσε περισσότερο απ’ την παράδοση των ζωγράφων της οικογένειάς του και λιγότερο απ’ την επαφή του με τις ―αιτιολογημένες― μανιέρες του Segovia. Ο δικός του τρόπος έμοιαζε να φωτίζεται από άλλες παραδόσεις, πράγμα ίσως αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς τις δύο εθνικότητες των ανδρών και την αδυναμία μετάφρασης σε ξένο ψυχισμό του ισπανικού ντουέντε.]
Είχε κλειστά τα μάτια του και το ανήκουστο τού χάιδευε με τρυφερούς βραχίονες τους ρεμβασμούς. Λικνιζόταν τώρα στον αέρα αυτού του χτισμένου στην εσχατιά του κόσμου δωματίου, εκεί που λεν πως περπατάν οι άγγελοι κι οι κολασμένοι, και το έκανε θα έλεγες επίτηδες, με την ενστικτώδη κίνηση που το αιλουροειδές κυκλώνει το θύμα του, στέκοντας απ’ τη σωστή πλευρά του ανέμου, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται το όνειρο της αντιλόπης από τη θέα του επερχόμενου αίματος.
[Η πολυσυλλεκτικότητα των παραδόσεων που σαν παγκόσμιος κιθαριστής και δάσκαλος επισκεπτόταν, δεν του επέτρεπε να δείξει εύνοια σε μια και μόνη παράδοση, ούτε πιθανά και στην δική του. Έτσι κι οι εκτελέσεις του υπήρξαν οι αποστομωτικά γοητευτικοί χώροι μιας δηλωμένης ουδετερότητας, ένα ταξίδι προς τη σελήνη δίχως σεληνάκατο για να προσγειωθείς. Το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» έβρισκε εδώ τον τρόπο να μιλήσει ξανά ξεδιάντροπα στα αυτιά μας.]
Εκείνο που είχε τώρα σημασία ήταν εκείνος ο χορός, αυτή η αδιόρατη μπροστά στα μάτια σου κίνηση ― εσένα, του έμπειρου λαθραναγνώστη της στιγμής- κίνηση που θα ‘λεγες ότι ξαναγεννούσε με τον τρόπο της την κατεστραμμένη ηχητική μπάντα. Κάποιος προνοητικός θεός αντέγραφε τις κινήσεις του όπως αυτές αποτυπωνόντουσαν στο ανατρίχιασμα της κουρτίνας μπροστά απ’ το κλειστό παραθυρόφυλλο και τις μετέφραζε ακούραστα σε παλμό ενός συμπαντικού ηχείου, που τώρα χάιδευε με τα ηλεκτρικά του κύματα το βάθος του βουβού κόσμου.
[Θα καταλάβαινε το μέγεθος της σημασίας των δικών μας παραδόσεων, έχοντας κατά νου πως είναι κάτι άλλο ασφαλώς η κοινωνία τους, ο τρόπος που αυτές αλλάζουν το ψυχικό σου DNA στην περίπτωση που τις κοινωνεί ο αυτοματισμός του σώματός σου και όχι ο θαυμασμός του πνεύματος. Μέσα σ’ αυτόν τον αναγκαστικό διχασμό -να ζει σε μια παράδοση που θαυμάζει αλλά που δεν είναι η δική του- κράτησε τη γλυκύτητα του ανθρώπου που ανεπαίσθητα υποχωρεί για να κάνει χώρο σε εκείνο που υποπτεύεται πως δεν κατανοεί πλήρως.]
Εκείνος ο ήχος, που μέσα απ’ τον συντονισμό του ηχείου μπορούσε τώρα να μεταμορφωθεί σε ωραία πιθανότητα για τα δικά μας ολιγόπειρα αυτιά, ήτανε η απόδειξη πως είναι ακόμα εφικτό να υπάρχουν δάσκαλοι με την παλιά ωραία έννοια. Μπορούσαμε έτσι ακόμα να ελπίζουμε σε μια παρηγορητική για τα φτωχά μας χρόνια μεταλαμπάδευση μιας σημασίας φυλαγμένης στην πιο ακριβή γωνιά της κάβας, σαν πολύτιμο κρασί.
[Αδύνατον να κλείσεις πονηρά το μάτι σου σε ένα κοινό που δεν έχει τα ίδια με σένα μυστικά, με τον τρόπο που αδιάλειπτα το επιχειρεί ο οργανοπαίκτης μιας συμπαγούς παράδοσης. Αυτό θα προϋπέθετε μια σύμπτυξη πολιτισμών, μια αποδυνάμωση τού πιο διεισδυτικού τους σθένους, μια λείανση των υψηλών τους δυνατοτήτων, ώστε οι κώδικες, κατ’ ελάχιστον, να συμπέσουν.]
Έφτανε να παραμείνεις για ένα διάστημα σωστά προσανατολισμένος, έτσι που βλέπει ο πιστός τη Μέκκα μέσα στο μυαλό του δίχως να τη βλέπει, να ‘χεις νηστέψει από ανοησία και πυγμαία πάθη, έτσι που τώρα να χωράς σαν το θελήσεις, ταπεινός και με λάμπουσα τη στολή τού Φωτοδότη, κάτω απ’ την πύλη ενός νεογέννητου ακατανόητου, που όλοι, παραδόξως, καταλάβαιναν. Περνώντας κάτω απ’ αυτήν την μυστηριώδη ατραπό, θα πλάταινε αυτόματα η σημασία των πραγμάτων.
[Εκείνο που, φιλόδοξα, θα έμενε στο τέλος, θα ήταν το διαμαντένιο φως μιας σημασίας που στέκεται στο μεταίχμιο των παραδόσεων, στο λυκόφως εκείνο των δυνατοτήτων που αφήνει όλες τις αισθήσεις ανικανοποίητες και ταυτοχρόνως μαγεμένες.]
Αυτό υπήρξε ίσως, ερήμην του ή όχι, τελικά ο Όσκαρ. Μία νησίδα ανθισμένων δυνατοτήτων, ένα ιδιωτικό θεραπευτικό ηφαίστειο σε εγρήγορση, που στον δικό του χρόνο ήχησε και κατέκλυσε με τη ζωοποιό του λάβα τους ταξιδευτές εκείνου του ανοιχτού αρχιπελάγους, την ώρα που επισκέπτες προετοιμασμένοι το επισκέπτονταν. Ταυτόχρονα έμεινε πεισματικά βουβό τότε που ήρθαν οι τουρίστες.
[Πρόλαβε να δει τον κόσμο της κλασικής κιθάρας ―με την παγκοσμιοποιημένη πλέον του διάσταση και με την αποδυνάμωση της πρώτης γοητείας του μέσα στο στένεμα των συντεχνιών― να καταρρέει και να εξαργυρώνει τα ιμάτια των ποιητών για πενταροδεκάρες.]
Μα έτσι δεν είναι μήπως όλοι οι άνθρωποι μέσα στον έναν λίγο χρόνο τους παρατημένοι, ώρες γενναίοι ως τον ουρανό κι ώρες ζωύφια κρυμμένα μες στη λάσπη της ανάγκης; Άλλοτε στο ζενίθ κοιτώντας της αγάπης κι άλλοτε στο ναδίρ μιας κόλασης σαν καθημερινότητα, κοιτώντας δίχως γυαλιά ηλίου κατά κει που αχνοφαίνεται η έξοδος, ώσπου απρόσμενα τους τσουρουφλίζει την ψυχή η αποκάλυψη;
[Πρόλαβε να δει τον κλασικό κιθαριστή σαν ένα σύμβολο δίχως αντίκρισμα, αφού αυτός (ο κιθαριστής) είχε ήδη σπαταληθεί στις αιώνιες πόζες του μπροστά στον καθρέφτη του μεγαλείου, προδίδοντας την ιερή καταγωγή του οργάνου, το ίδιο το πνεύμα του δάσους που θα έπρεπε να το κατοικεί. Τώρα το κατοικούσαν οι διάσημοι κατασκευαστές και τα όργανα μπαινόβγαιναν ανενδοίαστα στις λίστες των μεγάλων ασφαλιστικών.]
Έτσι δεν είναι ο άνθρωπος; Άλλοτε αγκαλιάζει την ανοησία, κι άλλοτε με μια ιδιοφυή ντρίμπλα, τρυπά την κοιμισμένη άμυνα του σημαινόμενου, διακορεύει με οριζόντια μπαλιά τον αμυντικό κλοιό του αντιπάλου, και να που τώρα η μπάλα βρίσκει μοναχό τον επιθετικό, κι αυτός τινάζει μες σε καταιγίδες ιαχών τα δίχτυα της αποκοιμισμένης εγρήγορσης, βγάζει τη γλώσσα του όλος αγάπη σ’ έναν καλοσυνάτο και χαρούμενο Θεό, έτσι δεν είναι;
[Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ιδρυτής αυτής της ξιπασιάς που απομάγευσε το σύμπαν των κάποτε ιερών ήχων ήταν ο ίδιος ο Segovia, διαπράττοντας εκείνη την πρωταρχική ύβρη της κιθάρας μέσα στις μεγάλες αίθουσες. Τίποτα στο εξής δεν θα ήταν το ίδιο. Ο πανηγυρισμός των ιθαγενών υπήρξε μια απλή παρεξήγηση. Ακόμα πληρώνουμε τα σπασμένα.]
Έτσι δεν τους βρίσκεις κάθε τόσο να ανακατεύουνε την τράπουλα και να τραβάνε πάλι το χαρτί του έρωτα των πραγμάτων; Γιατί έχουν δικαίωμα τα πράγματα στον έρωτα, αλλά στον έρωτα εκείνων που λειαίνουν τη συνείδησή τους μες στη διαφάνεια, κι αυτό δεν αποκτάται, μα προσφέρεται σαν χάρις στους παρ’ ολίγον αγίους της ζωής. Αυτό το ξέρει ο έξυπνος μουσικός, κάπως την έχει στην κατοχή του αυτή την ευλογία. Κι αν τύχει τώρα κάποτε να μπορεί να μιλήσει για αυτήν την ευλογία με τρόπο που να τον καταλαβαίνουν οι άλλοι ―και μαζί να μην τον απαξιώνει η χάρις και να φεύγει τρέχοντας― τότε είναι που αυτόν τον μουσικό τον λες και Δάσκαλο.
Τέτοιος υπήρξε στις ωραίες του στιγμές εκείνος που πενθούμε, και τον πενθούμε όχι γιατί τώρα πια δεν θα μιλά στην καθημερινότητά μας, αλλά γιατί ποτέ πια στο μέλλον δεν θα είμαστε οι ιδανικοί λαθραναγνώστες των απόκρυφων ανακαλύψεών του.
Έτσι λέμε. Μα είναι έτσι άραγε; Τι απ’ αυτά υπήρξε αλήθεια εκείνος που πενθούμε;
Το ερώτημα θα εγκαταλειφθεί στο κέντρο ενός παιχνιδιού πιθανοτήτων, επιβάτης σε ηλεκτρικό συρμό από υποθέσεις ή μέσα σε έναν άλλης εποχής οδοντωτό που ανεβαίνει προς τα Καλάβρυτα τού μέσα προορισμού του, σαν από πάντα, σαν να μην υπήρξε ποτέ εποχή που τα βουνά ήσαν γυμνά από γραμμές και από σήραγγες, ανεβαίνει, ανεβαίνει, δίχως να ξέρει αν στ’ αλήθεια υπάρχουν τα Καλάβρυτα.
Γ
Έζησε τα τελευταία είκοσι δύο χρόνια του στη Θεσσαλονίκη, παντρεμένος με την Έλενα, που υπήρξε κάποτε μαθήτριά του, αλλά κυρίως υπήρξε, σκέφτομαι, ο τρόπος να σωματοποιήσει μες στην ίδια του τη φαντασία έναν έρωτα προς τη διαρκή νεότητα, τον έρωτα που οι μουσικοί με υγιές αίτημα αδιαλείπτως αναζητούν, σαν παντοκράτορα των εν ζωή δυνατοτήτων. Και μαζί σκέφτομαι πως υπήρξε (η Έλενα) μια γέφυρα προς έναν ψυχισμό που ήθελε να στέκεται με σιγουριά και στις δύο όχθες της Αδριατικής, πληρώνοντας ακριβοδίκαια και προς τις δύο πλευρές το αντίτιμο της απουσίας του απ’ την αντίπερα όχθη. Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να τα καταφέρει εξίσου καλά με έναν Διονύσιο Σολωμό, πατώντας το χρυσόβουλο της σημασίας του πάνω στη γέφυρα της γλώσσας με έναν τέτοιον τρόπο που να μη μπορείς σήμερα να σκεφτείς Ελλάδα δίχως αυτή τη μέσα νομιμοποιημένη γέφυρα, ή, να το πω αλλιώς, αναγνωρίζοντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και κατοικώντας με νύχια και με δόντια μια Ελλάδα που οι Έλληνες δεν ήξεραν, κι εδώ ας εξαιρέσουμε κάποιους σοφούς αγράμματους, στρατηγούς και μη. Κατάφερε όμως (ο Γκίλια λέω τώρα) να αγκαλιάσει με τον δέοντα σεβασμό την ηχώ της χώρας που τον φιλοξένησε, και να αφεθεί στον βαθμό που μπορούσε, προκειμένου να ηχήσει στην ίδια με αυτήν ιδιοσυχνότητα. Ίσως το εμπόδιο της καταγωγής, η άγνοια μιας γλώσσας που ήταν αργά για να ακουστεί μες στον λαβύρινθό του σαν μητρική, να μην του επέτρεψε κάτι άλλο από αυτό που είδαμε. Όμως θα ήταν χρήσιμο να αναζητήσουμε, αν γίνεται, εκείνο που προσπάθησε.
Ας παραδεχτώ εδώ ότι μιλώ για έναν φαντασιακό Όσκαρ, εκείνον που κατοικεί στο νησί της ιδιωτικής επιθυμίας. Υπάρχουν όμως αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό το νησί υπήρξε η είσοδος μιας αληθινής ηπείρου, ακόμα κι αν αυτή ανέπνεε μέσα σε ένα μελλοντικό όνειρο του Όσκαρ, που ο θάνατος δεν του επέτρεψε να επισκεφτεί.
Θα διακόψω τώρα αυτά τα ανοιχτά σαν πληγές ερωτηματικά, ως το επόμενο, όπου θα δοκιμάσω να μιλήσω για το ιερό θηλαστικό που επί αιώνες κυνηγά την επιθυμητή ουρά του. Αυτό, όχι δίχως την βεβαιότητα ότι για ένα πάντα, ίδιο και απαράλλαχτο, πρόσωπο μιλάμε, μέσα από τους ανθρώπους μας που μάς το καθρεφτίζουν.