Ο γέρο-Δήμος πέθανε,
Ο γέρο-Δήμος πάει...
Ο Δήμος Μούτσης (2.8.1938-6.3.2024) αποτέλεσε μια ξεχωριστή περίπτωση στα μουσικά πεπραγμένα των τριάντα πέντε τελευταίων χρόνων του 20ού
αιώνα. Σε πρώτη, βασική ανάγνωση, είχε αναδειχθεί σε έναν από τους εξάρχοντες τραγουδοποιούς της γενιάς του, αυτούς που θεωρήθηκαν επίγονοι του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι. Υπάρχουν ωστόσο κάποια χαρακτηριστικά στη ζωή και στη δημιουργική πορεία του τα οποία τον καθιστούν μοναδικό.
Δεν ήταν αυτοδίδακτος μουσικά αλλά είχε στέρεες μουσικές βάσεις καθώς σπούδασε βιολί, και περάτωσε τις σπουδές του, στο ιστορικό Ωδείο Αθηνών, την εποχή που αυτό στεγαζόταν στο παλιό κτήριο της οδού Πειραιώς, στον αριθμό 35.
Ο Φρειδερίκος Βολωνίνης, ο νεότερος, και ο Βασίλειος Σταυριανός, που υπηρετούσαν τη μεγάλη σχολή του Ιωσήφ (Χοσέ) Μπουστίντουι (José de Bustinduy), ήταν οι εκεί δάσκαλοί του. Είχε μάλιστα ο Μούτσης συσπουδαστές του τον Κωνσταντίνο Καβάκο, πατέρα του οικουμενικού Λεωνίδα, και τον Σωτήρη (Σώτο) Κυριαζόπουλο, αδελφό της Ζωζώς Κυριαζοπούλου και της Σούλας Μπιρμπίλη, μετέπειτα Μαρκίζη, που δραστηριοποιήθηκε ως βιολονίστας, μετά τις σπουδές του, στη Γαλλία.
Παρά τις σημαντικές σπουδές του ο Δήμος Μούτσης ελάχιστα εμφανίστηκε ως βιολονίστας – τις μελωδίες για τα γνωστά και δημοφιλή τραγούδια του τις συνέθετε με την κιθάρα του κυρίως αλλά και με πιάνο. Από τα αρχεία μας ανασύραμε δυο κριτικές για την μία και μοναδική, κατά όπως φαίνεται, συμμετοχή του, με την ιδιότητα του σολίστ, σε συναυλία. Ήταν της Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, πραγματοποιήθηκε δε την Τετάρτη 5 Απριλίου 1967 στο Θέατρο Κοτοπούλη-REX· αρχιμουσικός ήταν ο Αλέκος Αθανασιάδης. Στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος η Λιάνα Ρουσσιάνου-Πιπεράκη σημείωνε (δημοσίευση 7.4.1967):
Σολίστ στο Κοντσέρτο σε σολ μείζονα για βιολί του Μόζαρτ (σ.σ. Μότσαρτ βεβαίως και το Κοντσέρτο είναι το αρ. 3 με ΚV 216), ήταν ο Δήμος Μούτσης. Ο βιολιστής δεν έχει ίσως την μουσική ζωντάνια, το «νεύρο» που θα περίμενε κανείς από άνθρωπο της ηλικίας του. Εν τούτοις παρουσιάζει ορισμένες αρετές που προμηνύουν τον ξεχωριστό καλλιτέχνη: τονική ακρίβεια, σίγουρη δοξαριά, τεχνική που θα εζήλευαν πολλοί πεπειραμένοι συνάδελφοί του· τέλος, έναν ήχο που όμοιο του σε όγκο και ποιότητα σπάνια έχουμε ακούσει. ... Ας ελπίσουμε ότι δεν θα διαψεύσει τις ελπίδες μας.
Εξαιρετικά λιτή ήταν η σχετική αναφορά της Λιλύς Αλέκου Δράκου στην εφημερίδα Αθηναϊκή (δημοσίευση 8.4.1967):
Η δεύτερη συναυλία της Συμφωνικής του Δήμου Αθηναίων, στο κατάμεστο θέατρο «Ρεξ» είχε ιδιαίτερη επιτυχία: ... και γιατί γνωρίσαμε δυο, ξεχωριστής ποιότητος, νέους καλλιτέχνες –το βιολιστή Δ. Μούτση, στο Κοντσέρτο Κ. 216» του Μότσαρτ, καθώς και τον Γ. Ζουγανέλη, στο δύσκολο «Κοντσέρτο για τούμπα» (σε πρώτη εκτέλεσι), του Βων – Ουίλλιαμς ...
Αναπάντητο ερώτημα αρ. 1: Αφού η πρώτη του εμφάνιση με την ιδιότητα του σολίστ βιολιού υπήρξε τόσο ελπιδοφόρα γιατί δεν συνέχισε;
Πέραν αυτού ανιχνεύονται μόνο κάποιες συμμετοχές του στην Μικρή Ορχήστρα Αθηνών την οποία είχαν συνιδρύσει ο Θεοδωράκης με τον Χατζιδάκι. Εκεί προφανώς τον εντόπισε ο Χατζιδάκις και τον προξένεψε στον Γιώργο Ρωμανό για να τον χρησιμοποιήσει το 1965 στις ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου με δικά του τραγούδια, ο οποίος είχε το απλό, προσδιοριστικό όνομα Μπαλλάντες. Ο Μούτσης είχε στις ηχογραφήσεις εκλεκτή μουσική συντροφιά: Νίκος Γκίνος (κλαρινέτο), Δημήτρης Φάμπας & Γεράσιμος Μηλιαρέσης (κλασικές κιθάρες) και Ανδρέας Ροδουσάκης (κόντρα μπάσο). Άπαντες συνεργάτες του Χατζιδάκι· αν μάλιστα στους τρεις τελευταίους προσθέσουμε την Αλίκη Κρίθαρη (άρπα) και το πιάνο του Χατζιδάκι θα έχουμε το θεσπέσιο κουιντέτο που μας χάρισε τη μαγεία των ανεπανάληπτων Δεκαπέντε Εσπερινών. Στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του Ρωμανού, όμως, ο Μούτσης δεν συμμετείχε παίζοντας βιολί, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, αλλά φυσαρμόνικα!!! Αυτός ήταν ο πρώτος ήχος του Μούτση που δισκογραφήθηκε...
Λίγοι γνωρίζουν ή έστω λίγη σημασία δόθηκε στο γεγονός ότι το πρώτο θεατρικό έργο, από τα λιγοστά, για το οποίο συνέθεσε μουσική ο Μούτσης ήταν η κωμωδία Νεφέλαι
του Αριστοφάνη, όπως αυτή παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1970 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού (πρώτη παράσταση στις 28 Ιουνίου). Η σχέση του τελευταίου με τον Χατζιδάκι, που απουσίαζε τότε στην Αμερική, επιτρέπει την εικασία ότι ο Χατζιδάκις πρότεινε τον Μούτση στον Σολομό, μια και ο νεαρός τραγουδοποιός και άπειρος σε τέτοια θέματα ήταν και άγνωστος στις σχετικές παρέες. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι εκείνο το καλοκαίρι για τις παραστάσεις του Εθνικού στην Επίδαυρο μουσική είχαν συνθέσει ο Μιχάλης Αδάμης, ο Δημήτρης Δραγατάκης, ο Στέφανος Βασιλειάδης και ο Γιώργος Κουρουπός. Την εικασία ενδυναμώνει το γεγονός ότι τη ίδια χρονιά ο Χατζιδάκις εμπιστεύτηκε στον Μούτση την ενορχήστρωση και τη μουσική διεύθυνση στην ηχογράφηση των τραγουδιών του με στίχους Νίκου Γκάτσου με τα οποία δομήθηκε ο κύκλος Επιστροφή.
Αξίζει να αναφέρουμε τα σχόλια των θεατρικών κριτικών για τη μουσική την οποία άκουσαν στην παράσταση της Επιδαύρου - αυτήκοοι μάρτυρες δηλαδή:
«Βασικός συνεργάτης του κ. Σολομού στη φετεινή του δουλειά στις «Νεφέλες» ο Δήμος Μούτσης. Ξεχείλισε το θέατρο με μελωδίες και ρυθμούς που ηλέκτριζαν τις χιλιάδες των θεατών και δυνάμωσαν την ποίηση του Αριστοφάνη ενώ έδωσαν την ευκαιρία στην κ. Τατιάνα Βαρούτη να αναπτύξει σε ανάερους σχηματισμούς γεμάτους χάρι και κομψότητα τον χορό των Νεφελών, των οποίων ηγείτο η Μαίρη Αρώνη, η μοναδική αυτή ερμηνεύτρια των γυναικείων ρόλων των κωμωδιών του Αριστοφάνη....» (Τώνης Τσιριμπίνος, 30.6.1970, Νέα Πολιτεία)
«Γενικά ωστόσο, η παράσταση είχε κέφι. Διασκέδασε χωρίς αμφιβολία το πολύ κοινό που είχε γιομίσει τις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου μας και του αρέσει να ακούει σύγχρονη μουσική, χορό και τραγούδι.» (Περσεύς Αθηναίος, 10.9.1970, Ελληνική Ώρα Πειραιώς)
«Πολύ βοήθησαν την παράσταση και οι λοιποί συνεργάτες του σκηνοθέτη: ο Γιώργος Βακαλό με τη σκηνογραφία και τις επιτυχημένες ενδυμασίες του. Ο Δήμος Μούτσης με τη μουσική του. Η Τατιάνα Βαρούτη με την χορογραφία της.» (Στέλιος Ι. Αρτεμάκης, 24.6.1970, Σημερινά)
«Δεύτερο έργο στα Επιδαύρια 1970, οι Νεφέλες του Αριστοφάνη με σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, μετάφραση Ν. Σφυρόερα, μουσική Δ. Βούτση, χορογραφία Τατιάνας Βαρούτη, σκηνογραφία και ενδυματολογία Γ. Βακαλό... Τα στοιχεία που επεσήμανε ο σκηνοθέτης με επιτυχία για να δώση μια καινούργια ζωή στο έργο ήταν τα δευτερεύοντα, και πρώτο απ’ αυτά ο Χορός, που κινήθηκε με άνεσι ψυχικής ευφορίας χάρη στους συντελεστές της: στο πνεύμα του σκηνοθέτη, την κινητική και φωνητική δημιουργία της Μαίρης Αρώνη, την απλή και συναρπαστική χορογραφία της Τατιάνας Βαρούτη, τις αιθέριες ενδυμασίες του Γιώργου Βακαλό και την καλά χαρακτηρισμένη μουσική του Δήμου Βούτση.» (Άγγελος Δόξας, 2.7.1970, Ελεύθερος Κόσμος· σ.σ. ο κριτικός αγνοεί προφανώς το σωστό όνομα του συνθέτη της μουσικής και τον αναφέρει δις ως Βούτση)
«Ο Αλέξης Σολομός που μας χάρισε την πιο σπαρταριστή μελέτη για τον Αριστοφάνη, έχει ένα δικό του τρόπο να τον νοιώθει και να τον σκηνοθετεί... Η παράσταση ήταν πολύ δεμένη, συνεπής, γοργή, ενορχηστρωμένη. Η μουσική – με πλούτο από μελωδίες πολύ επιτυχημένες του Δήμου Μούτση – έξοχα συνταιριασμένη στην σκηνοθετική γραμμή με θετικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.» (Ειρήνη Καλκάνη, 2.7.1970, Απογευματινή)
«Ο Αλέξης Σολομός ... μας χάρισε ένα οργιώδες, λαϊκό ξεφάντωμα... Εκσυγχρονισμένα θεατρική η μετάφραση του Νίκου Σφυρόερα. Ανεπίληπτα τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Βακαλό, απόλυτα ταιριαστή, γλυκιά και κεφάτη, η μουσική του Δήμου Μούτση και δημιουργικά αποτελεσματική η χορογραφία της Τατιάνας Βαρούτη.» (Βαγγέλης Ψυρράκης, 11.7.1970, Σημερινά)
«Η παρουσίαση του έργου Νεφέλαι στο Ηρώδειο, ξεπέρασε σε κόσμο κάθε προηγούμενο, από πλευράς δημιουργίας καλής σκηνικής εντυπώσεως. Μονταρισμένο άψογα από τον Αλέξη Σολομό πάνω σε μια γλαφυρή και σύγχρονη μετάφραση του Νίκου Σφυρόερα και μουσική περίφημη του Δήμου Μούτση άφησε τις πιο καλές εντυπώσεις» (Περσεύς Αθηναίος, 27.8.1975, Ημερησία· σ.σ. μετά την πρώτη παράσταση στην Επίδαυρο, το έργο παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης, στο Βεάκειο – Σκυλίτσειον ονομαζόταν τότε – και στο Ηρώδειο. Επαναλήφθηκε στις 23.8.1975 στο Ηρώδειο )
«Η κ. Τ. Βαρούτη εκίνησε με ανταπόκριση προς τη σκηνοθετική γραμμή το χορό και η ωραία μουσική του κ. Δ. Μούτση έδωσε την «οικεία» ατμόσφαιρα.» (Σόλων Μακρής, 1.10.1975 περ. Νέα Εστία)
«Πολύ βοήθησαν την παράστασι και οι λοιποί συνεργάτες του σκηνοθέτη: ο Γιώργος Βακαλό με την σκηνογραφία και τις επιτυχημένες ενδυμασίες του. Ο Δήμος Μούτσης με τη μουσική του. Η Τατιάνα Βαρούτη με την χορογραφία της... Γενική εικόνα: Μια ωραία, δυναμική παράστασις, που πρέπει να παραμείνει στο αριστοφανικό ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου.» (Στέλιος Ι. Αρτεμάκης, 24.8.1975, Ελεύθερος Κόσμος)