[…]
Εμείς ήμαστε στη ράδα και περιμέναμε. Οι Έλληνες δεν δούλευαν, επειδή ήταν του Αγίου Νικολάου και είχαν πάει στη λειτουργία. Άγιος Νικόλας λεγόταν η εκκλησία τους. Περιμέναμε λοιπόν, γιατί χωρίς αυτούς δεν γινόταν τίποτα: πιλοτίνες, τροφοδοσίες, βατσμάνοι, ατζέντηδες, όλοι ήταν η ίδια φάρα. Μετά τη λειτουργία, είχαν πάει στο σχολείο τους, κοντά στην εκκλησία: τα παιδιά τους είχαν γιορτή, δηλαδή ποιήματα, τραγούδια και χοροί. Μετά τη γιορτή, είχαν προχωρήσει πέρα από την εκκλησία τους, σε ένα ανηφορικό πλάτωμα, οι γυναίκες τους είχαν κουβαλήσει φαγώσιμα. Τους βλέπαμε από τη γέφυρα, έκανα υπομονή. Θα τελειώσουν, έλεγα μέσα μου. Θα τελειώσουν τα κεράσματα, τα χοροπηδητά, τα πήγαινε και τα έλα, θα έρθουν να φορτώσουμε, όπως έγραφε το χαρτί, όπως είχαμε δώσει τα λεφτά. Το απομεσήμερο, έστειλα το λοστρόμο στον υποπρόξενο της Αγγλίας, που όμως ήταν Έλληνας. Είχα ζητήσει από το λοστρόμο να μάθει αν το γλέντι είχε τελειώσει και αν η φόρτωση θα άρχιζε, όπως έλεγε το χαρτί και όπως είχαμε λογαριάσει τα λεφτά. Ο υποπρόξενος του είπε «domani matina, joia mia». Και ο λοστρόμος μου είπε πως ο υποπρόξενος είχε μισανοίξει την πόρτα, φορούσε μια σκελέα μόνο και κάποια λεγάμενη είχε στο κρεβάτι του, τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα κόκκινα της φωτιάς.
… Έδωσε ο Θεός και ξημέρωσε, χαρά Θεού. Και οι Έλληνες είχαν μαζευτεί μπροστά στο τελωνείο, απέναντι από την εκκλησία και έπαιζαν μπάλα. Φώναξα λοιπόν το λοστρόμο, φώναξα και τον μαρκόνη που ήταν μακροσυγγενής του, τους είπα να πάνε στο τελωνείο να συνεννοηθούν με τους Έλληνες να έρθουν να φορτώσουν, χάναμε τα λεφτά μας. Αυτοί πήγαν, τους έβλεπα από τη γέφυρα που κουβέντιαζαν με τον ένα και τον άλλο, το κλότσημα της μπάλας είχε σταματήσει, οι άνθρωποί μου ήταν στη μέση και γύρω τους οι Έλληνες, που κουνούσαν τα χέρια τους, χτυπούσαν φιλικά τους ανθρώπους μου στην πλάτη, τους προσέφεραν τσιγάρο και η ώρα περνούσε. Όταν γύρισαν οι δικοί μου, είπαν πως οι Έλληνες δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν να παίζουν μπάλα, η ώρα είχε περάσει, ήταν ώρα για μεσημεριανό, καλούσαν εμένα και το πλήρωμα να φάμε μαζί τους και να πιούμε τσούικα και παλίνκα. Και επειδή οι δικοί μου απάντησαν πως εγώ απαγόρευα τέτοιες φιλοξενίες στα λιμάνια, τους είπαν πως είμαστε καλεσμένοι, εγώ και το πλήρωμα, σε αγώνα ποδοσφαίρου το απόγευμα, εκεί μπροστά στο τελωνείο, που ήταν η ελεύθερη ζώνη.
… Σκέφτηκα πως έπρεπε να δεχτούμε. Αλλιώς δεν θα φορτώναμε ποτέ, θα χάναμε όλα τα λεφτά μας. Συμφώνησαν και οι Έλληνες: ποδόσφαιρο σήμερα, φόρτωση αύριο, από τα χαράματα κιόλας, κανονικές σαμπανιές και όλο το προσωπικό στα πόστα του. Σκίσαμε το προηγούμενο χαρτί, υπογράψαμε το επόμενο για να μη χάσουμε τα λεφτά μας και βγήκαμε όλοι μπροστά στο τελωνείο, είχα αφήσει πίσω το μηχανικό να έχει το νου του, έτσι και αλλιώς υποφέρει από τα πόδια του, ούτε λόγος να κλωτσήσει μπάλα. Ο τελώνης και οι τελωνειακοί είχαν αραδιάσει καρέκλες να καθίσουν, κρατούσαν ελληνικά σημαιάκια, ο υποπρόξενος της Αγγλίας είχε φορέσει τα επίσημά του, οι άλλοι υποπρόξενοι της Αυστρίας, της Τουρκίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Ινδίας, της Περσίας, είχαν καθίσει μπροστά, όλοι είχαν φέρει τα παιδιά τους, ακόμα και ο παπάς του Αγίου Νικολάου ήταν εκεί με τα ράσα του και την παπαδιά του. Και ρέφερης ο δάσκαλος, δεν θυμάμαι το όνομά του, θυμάμαι όμως ότι φορούσε χοντρά ματογυάλια, δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Εμείς με τα μακριά πανταλόνια μας, οι Έλληνες με κοντά πανταλονάκια, «για να ξεχωρίζετε μεταξύ σας», είχε πει ο ρέφερης. Και εμείς και εκείνοι είχαμε αναπληρωματικούς. Και αρχίσαμε. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά και ο λοστρόμος, ένα θηρίο δύο μέτρα ύψος με κάτι ποδάρες σαν ελέφαντας, όρμησε προς τους αντιπάλους, έριξε μερικές στα καλάμια τους και μπήκε με τη μπάλα αγκαλιά στα δίχτυα. Ζήτω εμείς, σιωπή οι Έλληνες. Ύστερα από άλλα δέκα λεπτά, ο μάγειρας, ένας Τάταρος, κοντός με μπράτσα σαν το σίδερο, χώθηκε κάτω από τα πόδια των αντιπάλων, έβαλε και λίγο το χέρι του, πάλι η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα. Ζήτω εμείς και οι υποπρόξενοι, σιωπή οι Έλληνες. Έγινε ημίχρονο, «τώρα να δείτε τι θα πάθετε», έλεγαν οι Έλληνες, «σας αφήσαμε να χαρείτε λίγο, επειδή είσαστε ξένοι». Και ο παπάς είπε πως οι αρχαίοι είχαν Ξένιο Δία να φροντίζει τους ξένους. Και εγώ του είπα πως εμείς είχαμε τον Προμηθέα στον Καύκασο και το Χρυσόμαλλο Δέρας και τη μονή των Ιβήρων στον Κήπο της Παναγίας. Τότε ο παπάς μου είπε για τη Μήδεια, αλλά εγώ του είπα πως δεν θα υπήρχε Βυζάντιο δίχως τη Δυναστεία των Ιβήρων, έχω διαβάσει την Ιστορία και ξέρω τι λέω. Και στο κάτω-κάτω, του είπα, εμείς έχουμε τον Στάλιν, ενώ εσείς έχετε βασιλιά. Και με αυτά και με εκείνα, ρίξαμε άλλα τρία τέρματα, πάντα ζήτω εμείς και οι υποπρόξενοι, σιωπή οι Έλληνες. Και ο αγώνας τελείωσε 5-0. Και για να μην τελειώσει έτσι, δεχτήκαμε λίγη παράταση και τους αφήσαμε να βάλουν ένα τέρμα.
… Δώσαμε λοιπόν τα χέρια εκεί στο τελωνείο να συμφωνήσουμε πάλι για τη φόρτωση και να μη χάσουμε τα λεφτά μας, θα δίναμε το «παραπάνω» που μας ζητούσαν. Και τότε οι Έλληνες, είπαν «πάμε, ένα- δύο- τρία» και άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό τους Ύμνο και να ανεμίζουν τα σημαιάκια τους. Με τα κοντά πανταλονάκια τους. Και ο παπάς φώναξε: «Σας νικήσαμε!». Και ο τελώνης, οι τελωνειακοί, ο υποπρόξενος της Αγγλίας και κάτι περαστικοί, φώναζαν: Ζήτω η Πατρίς! Και οι άλλοι υποπρόξενοι είχαν τρομάξει. Και την άλλη μέρα φορτώσαμε και σαλπάραμε.