Βάνο Καρβαλισβίλι: «Η νίκη των Ελλήνων»

Korneli Sanadze, Αυτοπροσωπογραφία (Ο Βάνο Καρβαλισβίλι;)
Korneli Sanadze, Αυτοπροσωπογραφία (Ο Βάνο Καρβαλισβίλι;)



[…]

Εμείς ήμα­στε στη ρά­δα και πε­ρι­μέ­να­με. Οι Έλ­λη­νες δεν δού­λευαν, επει­δή ήταν του Αγί­ου Νι­κο­λά­ου και εί­χαν πά­ει στη λει­τουρ­γία. Άγιος Νι­κό­λας λε­γό­ταν η εκ­κλη­σία τους. Πε­ρι­μέ­να­με λοι­πόν, για­τί χω­ρίς αυ­τούς δεν γι­νό­ταν τί­πο­τα: πι­λο­τί­νες, τρο­φο­δο­σί­ες, βα­τσμά­νοι, ατζέ­ντη­δες, όλοι ήταν η ίδια φά­ρα. Με­τά τη λει­τουρ­γία, εί­χαν πά­ει στο σχο­λείο τους, κο­ντά στην εκ­κλη­σία: τα παι­διά τους εί­χαν γιορ­τή, δη­λα­δή ποι­ή­μα­τα, τρα­γού­δια και χο­ροί. Με­τά τη γιορ­τή, εί­χαν προ­χω­ρή­σει πέ­ρα από την εκ­κλη­σία τους, σε ένα ανη­φο­ρι­κό πλά­τω­μα, οι γυ­ναί­κες τους εί­χαν κου­βα­λή­σει φα­γώ­σι­μα. Τους βλέ­πα­με από τη γέ­φυ­ρα, έκα­να υπο­μο­νή. Θα τε­λειώ­σουν, έλε­γα μέ­σα μου. Θα τε­λειώ­σουν τα κε­ρά­σμα­τα, τα χο­ρο­πη­δη­τά, τα πή­γαι­νε και τα έλα, θα έρ­θουν να φορ­τώ­σου­με, όπως έγρα­φε το χαρ­τί, όπως εί­χα­με δώ­σει τα λε­φτά. Το απο­με­σή­με­ρο, έστει­λα το λο­στρό­μο στον υπο­πρό­ξε­νο της Αγ­γλί­ας, που όμως ήταν Έλ­λη­νας. Εί­χα ζη­τή­σει από το λο­στρό­μο να μά­θει αν το γλέ­ντι εί­χε τε­λειώ­σει και αν η φόρ­τω­ση θα άρ­χι­ζε, όπως έλε­γε το χαρ­τί και όπως εί­χα­με λο­γα­ριά­σει τα λε­φτά. Ο υπο­πρό­ξε­νος του εί­πε «domani matina, joia mia». Και ο λο­στρό­μος μου εί­πε πως ο υπο­πρό­ξε­νος εί­χε μι­σα­νοί­ξει την πόρ­τα, φο­ρού­σε μια σκε­λέα μό­νο και κά­ποια λε­γά­με­νη εί­χε στο κρε­βά­τι του, τα νύ­χια των πο­διών της ήταν βαμ­μέ­να κόκ­κι­να της φω­τιάς.

… Έδω­σε ο Θε­ός και ξη­μέ­ρω­σε, χα­ρά Θε­ού. Και οι Έλ­λη­νες εί­χαν μα­ζευ­τεί μπρο­στά στο τε­λω­νείο, απέ­να­ντι από την εκ­κλη­σία και έπαι­ζαν μπά­λα. Φώ­να­ξα λοι­πόν το λο­στρό­μο, φώ­να­ξα και τον μαρ­κό­νη που ήταν μα­κρο­συγ­γε­νής του, τους εί­πα να πά­νε στο τε­λω­νείο να συ­νεν­νοη­θούν με τους Έλ­λη­νες να έρ­θουν να φορ­τώ­σουν, χά­να­με τα λε­φτά μας. Αυ­τοί πή­γαν, τους έβλε­πα από τη γέ­φυ­ρα που κου­βέ­ντια­ζαν με τον ένα και τον άλ­λο, το κλό­τση­μα της μπά­λας εί­χε στα­μα­τή­σει, οι άν­θρω­ποί μου ήταν στη μέ­ση και γύ­ρω τους οι Έλ­λη­νες, που κου­νού­σαν τα χέ­ρια τους, χτυ­πού­σαν φι­λι­κά τους αν­θρώ­πους μου στην πλά­τη, τους προ­σέ­φε­ραν τσι­γά­ρο και η ώρα περ­νού­σε. Όταν γύ­ρι­σαν οι δι­κοί μου, εί­παν πως οι Έλ­λη­νες δεν εί­χαν σκο­πό να στα­μα­τή­σουν να παί­ζουν μπά­λα, η ώρα εί­χε πε­ρά­σει, ήταν ώρα για με­ση­με­ρια­νό, κα­λού­σαν εμέ­να και το πλή­ρω­μα να φά­με μα­ζί τους και να πιού­με τσού­ι­κα και πα­λίν­κα. Και επει­δή οι δι­κοί μου απά­ντη­σαν πως εγώ απα­γό­ρευα τέ­τοιες φι­λο­ξε­νί­ες στα λι­μά­νια, τους εί­παν πως εί­μα­στε κα­λε­σμέ­νοι, εγώ και το πλή­ρω­μα, σε αγώ­να πο­δο­σφαί­ρου το από­γευ­μα, εκεί μπρο­στά στο τε­λω­νείο, που ήταν η ελεύ­θε­ρη ζώ­νη.

… Σκέ­φτη­κα πως έπρε­πε να δε­χτού­με. Αλ­λιώς δεν θα φορ­τώ­να­με πο­τέ, θα χά­να­με όλα τα λε­φτά μας. Συμ­φώ­νη­σαν και οι Έλ­λη­νες: πο­δό­σφαι­ρο σή­με­ρα, φόρ­τω­ση αύ­ριο, από τα χα­ρά­μα­τα κιό­λας, κα­νο­νι­κές σα­μπα­νιές και όλο το προ­σω­πι­κό στα πό­στα του. Σκί­σα­με το προη­γού­με­νο χαρ­τί, υπο­γρά­ψα­με το επό­με­νο για να μη χά­σου­με τα λε­φτά μας και βγή­κα­με όλοι μπρο­στά στο τε­λω­νείο, εί­χα αφή­σει πί­σω το μη­χα­νι­κό να έχει το νου του, έτσι και αλ­λιώς υπο­φέ­ρει από τα πό­δια του, ού­τε λό­γος να κλω­τσή­σει μπά­λα. Ο τε­λώ­νης και οι τε­λω­νεια­κοί εί­χαν αρα­διά­σει κα­ρέ­κλες να κα­θί­σουν, κρα­τού­σαν ελ­λη­νι­κά ση­μαιά­κια, ο υπο­πρό­ξε­νος της Αγ­γλί­ας εί­χε φο­ρέ­σει τα επί­ση­μά του, οι άλ­λοι υπο­πρό­ξε­νοι της Αυ­στρί­ας, της Τουρ­κί­ας, της Γαλ­λί­ας, της Γερ­μα­νί­ας, της Αγ­γλί­ας, της Ιτα­λί­ας, της Ιν­δί­ας, της Περ­σί­ας, εί­χαν κα­θί­σει μπρο­στά, όλοι εί­χαν φέ­ρει τα παι­διά τους, ακό­μα και ο πα­πάς του Αγί­ου Νι­κο­λά­ου ήταν εκεί με τα ρά­σα του και την πα­πα­διά του. Και ρέ­φε­ρης ο δά­σκα­λος, δεν θυ­μά­μαι το όνο­μά του, θυ­μά­μαι όμως ότι φο­ρού­σε χο­ντρά μα­το­γυά­λια, δεν έβλε­πε ού­τε τη μύ­τη του. Εμείς με τα μα­κριά πα­ντα­λό­νια μας, οι Έλ­λη­νες με κο­ντά πα­ντα­λο­νά­κια, «για να ξε­χω­ρί­ζε­τε με­τα­ξύ σας», εί­χε πει ο ρέ­φε­ρης. Και εμείς και εκεί­νοι εί­χα­με ανα­πλη­ρω­μα­τι­κούς. Και αρ­χί­σα­με. Δεν εί­χαν πε­ρά­σει πέ­ντε λε­πτά και ο λο­στρό­μος, ένα θη­ρίο δύο μέ­τρα ύψος με κά­τι πο­δά­ρες σαν ελέ­φα­ντας, όρ­μη­σε προς τους αντι­πά­λους, έρι­ξε με­ρι­κές στα κα­λά­μια τους και μπή­κε με τη μπά­λα αγκα­λιά στα δί­χτυα. Ζή­τω εμείς, σιω­πή οι Έλ­λη­νες. Ύστε­ρα από άλ­λα δέ­κα λε­πτά, ο μά­γει­ρας, ένας Τά­τα­ρος, κο­ντός με μπρά­τσα σαν το σί­δε­ρο, χώ­θη­κε κά­τω από τα πό­δια των αντι­πά­λων, έβα­λε και λί­γο το χέ­ρι του, πά­λι η μπά­λα καρ­φώ­θη­κε στα δί­χτυα. Ζή­τω εμείς και οι υπο­πρό­ξε­νοι, σιω­πή οι Έλ­λη­νες. Έγι­νε ημί­χρο­νο, «τώ­ρα να δεί­τε τι θα πά­θε­τε», έλε­γαν οι Έλ­λη­νες, «σας αφή­σα­με να χα­ρεί­τε λί­γο, επει­δή εί­σα­στε ξέ­νοι». Και ο πα­πάς εί­πε πως οι αρ­χαί­οι εί­χαν Ξέ­νιο Δία να φρο­ντί­ζει τους ξέ­νους. Και εγώ του εί­πα πως εμείς εί­χα­με τον Προ­μη­θέα στον Καύ­κα­σο και το Χρυ­σό­μαλ­λο Δέ­ρας και τη μο­νή των Ιβή­ρων στον Κή­πο της Πα­να­γί­ας. Τό­τε ο πα­πάς μου εί­πε για τη Μή­δεια, αλ­λά εγώ του εί­πα πως δεν θα υπήρ­χε Βυ­ζά­ντιο δί­χως τη Δυ­να­στεία των Ιβή­ρων, έχω δια­βά­σει την Ιστο­ρία και ξέ­ρω τι λέω. Και στο κά­τω-κά­τω, του εί­πα, εμείς έχου­με τον Στά­λιν, ενώ εσείς έχε­τε βα­σι­λιά. Και με αυ­τά και με εκεί­να, ρί­ξα­με άλ­λα τρία τέρ­μα­τα, πά­ντα ζή­τω εμείς και οι υπο­πρό­ξε­νοι, σιω­πή οι Έλ­λη­νες. Και ο αγώ­νας τε­λεί­ω­σε 5-0. Και για να μην τε­λειώ­σει έτσι, δε­χτή­κα­με λί­γη πα­ρά­τα­ση και τους αφή­σα­με να βά­λουν ένα τέρ­μα.

… Δώ­σα­με λοι­πόν τα χέ­ρια εκεί στο τε­λω­νείο να συμ­φω­νή­σου­με πά­λι για τη φόρ­τω­ση και να μη χά­σου­με τα λε­φτά μας, θα δί­να­με το «πα­ρα­πά­νω» που μας ζη­τού­σαν. Και τό­τε οι Έλ­λη­νες, εί­παν «πά­με, ένα- δύο- τρία» και άρ­χι­σαν να τρα­γου­δούν τον Εθνι­κό τους Ύμνο και να ανε­μί­ζουν τα ση­μαιά­κια τους. Με τα κο­ντά πα­ντα­λο­νά­κια τους. Και ο πα­πάς φώ­να­ξε: «Σας νι­κή­σα­με!». Και ο τε­λώ­νης, οι τε­λω­νεια­κοί, ο υπο­πρό­ξε­νος της Αγ­γλί­ας και κά­τι πε­ρα­στι­κοί, φώ­να­ζαν: Ζή­τω η Πα­τρίς! Και οι άλ­λοι υπο­πρό­ξε­νοι εί­χαν τρο­μά­ξει. Και την άλ­λη μέ­ρα φορ­τώ­σα­με και σαλ­πά­ρα­με.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: