Το εγκώμιο της γλυκειάς Δορκάδας

«Παρίστατο ως θέαμα μελαγχολικό, ως οπτασία κρυμμένη σ’αυτόν τον κήπο»
«Παρίστατο ως θέαμα μελαγχολικό, ως οπτασία κρυμμένη σ’αυτόν τον κήπο»


Πόσα μίλια μπορούν να διανύσουν οι άνθρωποι προκειμένου να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον; Πρόκειται για χαρτογράφηση που δύσκολα την επιχειρείς, καθώς είναι πολλοί οι περισπασμοί και ακόμη περισσότεροι οι ενδοιασμοί. Αυτό που απασχολεί τον Σύριο ποιητή Ίμπν αλ Μασούρ είναι το πώς θα επισημάνει, θα καταγράψει και θα περιγράψει με λόγια τις διαδρομές των ανθρώπων. Έγνοια που τον καταβάλλει, γιατί δεν του επιτρέπει να έχει έλεγχο και εποπτεία της δικής του τροχιάς πάνω στη γη. Και, ενώ ο πόλεμος ισοπεδώνει το τοπίο της χώρας του, ανάμεσα στις μνήμες που καταγράφει στο χαρτί ―τελώντας σταθερά υπό την επήρεια κάποιου παραισθησιογόνου― κυριαρχεί η ασαφής και βασανιστική ανάκληση κάποιων ερώτων των αρχών του 17ου αιώνα. Αυτό κάλλιστα θα μπορούσε να το προσυπογράψει η Δορκάς, που υπήρξε το αντικείμενο των εγκωμίων του νεαρού δούκα Αυτόμολου.

Ο Αυτόμολος είχε μόλις κλείσει τα είκοσι. Μέλος της Λέσχης των Ανήσυχων, ενός ομίλου από άνδρες διαφόρων ηλικιών που επικοινωνούσαν με μυστικό κώδικα και συναντιούνταν κάθε βδομάδα σε μια στοά, στο κέντρο της Μπολόνια, υπό την εποπτεία του πάστορα Τζιπαρισιάνο και του μοναχού Μπαρτολομέο ντι Πιέτρο Γκαρντίνι. Εξέδιδαν ένα φυλλάδιο κάθε μήνα, που περιείχε ποιήματα σε ζωντανούς ομοιοκατάληκτους στίχους και είχε τον τίτλο «Rime degli Arcadi».[1] Κάθε που συναντιόνταν, αντάλλασσαν μεταξύ τους φιλοφρονήσεις και επίθετα, σαν να έπαιζαν ένα παιχνίδι όρων και αποτιμήσεων που συνδέονταν μεταξύ τους με ένα χαλαρό, υπόγειο νόημα.

Φερ’ειπείν, κάποιο από αυτά τα απογεύματα, ο πατήρ-Τζιπαρισιάνο ξεκινούσε τη συνάντηση δίπλα στο αναμμένο τζάκι ρωτώντας: «Πού βρισκόμαστε απόψε, αγαπητοί sonnolenti;», και οι υπόλοιποι της ομήγυρης απαντούσαν: «Στον δρόμο της κατανόησης!» και αντάλλασσαν ματιές που αναζητούσαν την επιβεβαίωση του διπλανού τους. «Έτσι νομίζετε!» αντιγύριζε ειρωνικά ο πρωτολαλήσας, δημιουργώντας το απαραίτητο κλίμα για να συνεχιστούν οι μπηχτές και να ανθήσει η λεξιλαγνεία κατά τη διάρκεια όλης της βραδιάς.

Αν, πάλι, τύχαινε να είναι δειλινό καλοκαιριού και ο ήλιος έβαφε ρόδινους τους χορταριασμένους τοίχους, το εναρκτήριο κάλεσμα του πατρός Γκαρντίνι ήταν κάπως έτσι: «Πού βρισκόμαστε απόψε, αγαπητοί vespertini;». Οι αντιδράσεις σ’ αυτό το λεκτικό λάκτισμα ήσαν αναπάντεχες και κύριο γνώρισμά τους ήταν η συνειρμική τυχαιότητα. Απαντήσεις που αντηχούσαν στο κιόσκι της περίκλειστης αυλής, ενώ οι επιθετικοί προσδιορισμοί πολλαπλασιάζονταν κι εξαπολύονταν με μιαν αμετροέπεια υποδειγματική: abandonati, instabili, anxiosi, transitorii, odiosi, confusi, diffetuosi, torbidi, και πήγαινε λέγοντας.

Τα μέλη της λέσχης, με μάτια ορθάνοιχτα στις αποκαλύψεις της διανοητικής τους χοντροκοπιάς, συνειδητοποιούσαν πως η μελαγχολία ήταν το διεκδικούμενο αισθητικό κατηγόρημα που δεν αφορούσε διόλου τους χολερικούς της ομήγυρης. Και πως, πάνω απ’ όλα, συνιστούσε στυλ και ύφος δυσεπίτευκτο που μόνον η μουσική μπορεί να προσεγγίσει.[2]

Η διαδρομή στους κήπους της Δορκάδας ήταν ένα τεράστιο θέαμα, ιδιαίτερα όταν απαλή πάχνη κάλυπτε τις κόγχες με τα μικρά αγάλματα και τα τοτέμ: ένα tromp d’oeil που αναστάτωνε τα μέλη της αδελφότητας, κάθε που τα βήματά τους οδηγούσαν στα ίχνη της νεαρής δέσποινας. Έντονη ανησυχία επικρατούσε ανάμεσα στους μεγάλους πεσσούς που στήριζαν το πέτρινο στηθαίο, επιτρέποντας στις μικρές εικαστικές οφθαλμαπάτες να μεταδίδουν τη βαθύτατη δυσθυμία του καλλιτέχνη στην ψυχή των ευαίσθητων περιηγητών, υπό μορφήν ρίγους.

Κάθε που ένας ερωτόπληκτος νέος έκανε την κίνηση να διεισδύσει στα άδυτα αυτού του επίγειου παράδεισου, η οπτασία της νεαρής κοπέλας τον καθιστούσε δέσμιο της πνευματικής του κλίσεως και έξεως. Κλιμακούμενη έκπληξη και προδιάθεση ενατένισης, παράλληλα με αναδίπλωση στον εαυτό και με εγκατάλειψη στη γοητεία της ανάκλασης: αυτά συνιστούσαν τη διελκυστίνδα των αντιφατικών συναισθημάτων που κατέκλυζαν όσους συνέχεαν την ερωτική φιλία με τη γενετήσια διέγερση, τα Υψηλά, αυγούστεια, μεγαλοπρεπή συναισθήματα του ποιητή με εκείνα τα άλλα, του σατύρου, που αφορούν το κάτω ήμισυ του σώματος.

Ο Αυτόμολος δεν ήταν παρά ένας ανάμεσα στους σκοτεινούς πλούσιους ανθρώπους της εποχής του. Ούτε πολύ διαφορετικός, ούτε πολύ κοινός. Κάτι το ενδιάμεσο. Ευαίσθητος δέκτης, κατά πάσαν πιθανότητα, επιρρεπής στην ωραιοπάθεια. Μανιώδης λάτρης των εκτεταμένων κειμένων, ακραιφνής βερμπαλιστής, ελάχιστα συνδεδεμένος με την πραγματικότητα, ελαφρώς υπερόπτης αλλ΄επ’ουδενί σνομπ, ανατεθραμμένος στα πούπουλα, αρκούντως υποχονδριακός, περιέργως όμως λιτός στις συνήθειες.[3] Συχνά καθρεφτιζόταν σε μιαν υδαρή, γυαλιστερή επιφάνεια κι έριχνε στο είδωλό του ένα φευγαλέο βλέμμα επιβεβαίωσης ― εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον ετούτος ο νέος να ερωτευτεί σε βάθος. Η Δορκάς είχε μετατραπεί σε εικόνα άπιαστη της φαντασίας του, καθώς η ίδια κάθε άλλο παρά μετείχε σε αυτό το αισθησιακό παιχνίδι μετουσιωμένης θλίψης.

Γι’ αυτό και το εγκώμιο που ο Ιμπν αλ Μασούρ περισυνέλεξε από τους λαβυρίνθους της μνήμης του μιλούσε για μια μορφή ασύλληπτη, φευγάτη. Ο νεαρός ευγενής συνέθεσε στίχους που διευκρίνιζαν ότι στη Μπολόνια ουδείς πέραν του ιδίου γνώριζε ποια ήταν στην πραγματικότητα η Δορκάς. Έλεγαν πως επρόκειτο για πλάσμα απόκοσμο, που κατοικούσε ολομόναχο σ’ αυτήν την τεράστια εξοχική βίλα, οι αλέες της οποίας περίμεναν τον νεαρό δούκα και μόνον ― ουδέποτε, βεβαίως, τους συνομηλίκους με τους οποίους συγχρωτιζόταν.

Το κορίτσι σ’ αυτούς τους στίχους παρίστατο ως θέαμα μελαγχολικό, ως οπτασία κρυμμένη σ’αυτόν τον κήπο, που από τον δρόμο τον χώριζε ένας ψηλός τοίχος. Ο δε κήπος ζωγραφιζόταν σαν ένα άσυλο γεμάτο υακίνθους, ασύμμετρο, με ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στις αλέες και με κρυφά μονοπάτια που σκιάζονταν από φιλύρες και κυπαρίσσια. Δεν υπήρχε η αίσθηση της συνέχειας ανάμεσα στις κρυφές εκπλήξεις του κήπου, μόνον η δική του ανυπομονησία για το περιπετειώδες της αποκάλυψης της έφηβης Δορκάδας πίσω από βαθιά μελετημένες, πονηρές βοτανολογικές μεθοδεύσεις, με απαραίτητες εικονοπλαστικές προσθήκες για καλπασμούς, ανεπαίσθητους θορύβους, στάσεις σε ξέφωτα και με μιαν υποφώσκουσα φιλομοναρχική νοσταλγία.[4]

Και, επειδή ο Ιμπν αλ Μασούρ εκτιμά τις ρητορικές ποιότητες της σιωπής, τον τελευταίο μήνα έχει πέσει με τα μούτρα στη μελέτη των εγκωμιαστικών στίχων του Αυτόμολου από τις «Rime degli Arcadi», με την ελπίδα να βρει σ’αυτούς κάποιον μίτο ανασυγκρότησης του προσώπου της γλυκειάς Δορκάδας. Και, μαζί, κάποια θραύσματα του δικού του, κατακερματισμένου ερωτικού ινδάλματος.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: