Όπως της λύπης η ρομφαία μου λιάνιζε τα σωθικά, βγήκα στην άγια νύχτα ν’ ανασάνω.
Γύριζα στα χαλάσματα δασωμένα από αγριοσυκιές, σφεντάμια κι άλλες σκιές ονείρων.
Μαύρες λαμπύριζαν οι πέτρες στο φεγγάρι που έλιωνε μιαν απέραντη απουσία.
Όλα έτοιμα να κλάψουν.
Ακούστηκε ο αρχαίος γκιώνης, ρολόι του μεσονυχτιού.
Σφίγγοντας τα δόντια έζησα. Καθώς αυτή την νύχτα στο έρημο χωριό του αποχωρισμού.
Ρόχθος λίγο μακρύτερα, η θάλασσα της μνήμης.
Τότε ήταν που είδα το άλογο να βόσκει μαύρο, λαμπερό, το υγρό κατάμαυρο χορτάρι.
Τίναξε το κεφάλι, καταρράχτης το κύμα της χαίτης. Τα μάτια του μαγνήτης τραβούσαν την ψυχή.
Δίχως την σέλλα, δίχως χαλινάρι, χρεμέτισε κι άναψε ο τόπος. Τριπόδισε και χάθηκε καλπάζοντας
στις στράτες και στα καλντερίμια.
Καλπάζοντας παντοτεινά στο άδειο χωριό, στο αίμα μου.