Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, πολλοί παράνομοι έδρασαν στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, με τον ταραχώδη βίο τους να μεταφέρεται αρκετές φορές στη μεγάλη οθόνη. Από τους κορυφαίους ήταν το ζευγάρι Πάρκερ – Μπάροου, πιο γνωστό με τα μικρά τους ονόματα Μπόνι και Κλάιντ, που αποτέλεσαν το θέμα μιας σημαντικής (από πολλές απόψεις) ταινίας. Το «Μπόνι και Κλάιντ» (1967) θεωρείται ορόσημο στην ιστορία της 7ης τέχνης και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της Warner Brothers, μετά το «Ωραία μου κυρία» (1964). Κυρίως όμως, υπήρξε μια από τις πρώτες ταινίες αμφισβήτησης, καταργώντας πολλά κινηματογραφικά ταμπού. Επηρεασμένη από το παλαιότερο είδος των γκανγκστερικών ταινιών που άνθισαν την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, η καινοτόμα δημιουργία του Άρθουρ Πεν για τη –σύντομη- ζωή του διαβόητου ζευγαριού, επηρέασε, με τη σειρά της, διάφορες (ανόμοιες μεταξύ τους) ταινίες, από την «Άγρια συμμορία» (1969) του Σαμ Πέκινπα και το «Νονό» (1972) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, μέχρι το «Γεννημένοι δολοφόνοι» (1994) του Όλιβερ Στόουν.
Την εποχή που έδρασε το παράνομο ζευγάρι, είχαν δημιουργηθεί δύο στρατόπεδα στην Αμερική. Η αστυνομία τους είχε επικηρύξει ως επικίνδυνους εγκληματίες, ενώ τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, και οι στρατιές των ανέργων και των υπερχρεωμένων στις τράπεζες, έβλεπαν την Μπόνι και τον Κλάιντ ως μοντέρνους Ρομπέν των Δασών. Κάποιοι τους υποστήριζαν και τους βοηθούσαν όπως μπορούσαν. Άλλοι, το μόνο που ήθελαν ήταν να τους δουν νεκρούς.
Ο Κλάιντ Μπάροου γεννήθηκε το 1909, στο Τέλικο του Τέξας. Ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά μιας φτωχής οικογένειας αγροτών, που συχνά δεν είχαν φαγητό για να τα ταΐσουν. Όταν ο Κλάιντ έγινε 12 χρονών, οι Μπάροου μετακόμισαν στο Ντάλας του Τέξας αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Ο μικρός βρέθηκε σε μια γειτονιά, όπου αυτός και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μάρβιν «Μπακ», έπρεπε να παλέψουν σκληρά με αντίπαλες συμμορίες για την επιβίωσή τους. Αργότερα, όταν άρχισαν να κλέβουν αυτοκίνητα και ταμειακές μηχανές, συγκρούστηκαν με το νόμο και βρέθηκαν αρκετές φορές πίσω από τα κάγκελα.
Η Μπόνι Πάρκερ γεννήθηκε το 1910, στην Ροουίνα του Τέξας. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά μιας σχετικά ευκατάστατης οικογένειας. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έχασε τον πατέρα της και η μητέρα της μετακόμισε με τα τρία παιδιά στο Ντάλας, σε μια περιοχή όχι πολύ μακριά από εκεί όπου διέμενε η οικογένεια των Μπάροου. Η Μπόνι ήταν ψηλή, όμορφη και καλή μαθήτρια στο σχολείο. Της άρεσε να γράφει ποιήματα και δύο από αυτά θα γίνονταν αργότερα διάσημα. Στα 16 της βαρέθηκε τη ζωή που έκανε, παράτησε το σχολείο και παντρεύτηκε τον Ρόι Θόρντον, ένα ρεμάλι που δύο χρόνια αργότερα συνελήφθη για ληστεία και καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή. Η Μπόνι δεν τον ξαναείδε, αλλά ούτε πήρε ποτέ διαζύγιο από αυτόν. Η μοιραία γνωριμία του Κλάιντ με την Μπόνι δεν θα αργούσε να συμβεί.
Στην ταινία, το ζευγάρι συναντιέται για πρώτη φορά με επεισοδιακό τρόπο. Η Μπόνι (Φέι Νταναγουέι) βλέπει τον Κλάιντ (Γουόρεν Μπίτι), την ώρα που αυτός προσπαθεί να κλέψει το αμάξι της μητέρας της. Δεν τον καταδίδει, πιάνουν την κουβέντα και κάπως έτσι ξεκινά η σχέση τους. Στην πραγματικότητα, λέγεται ότι γνωρίστηκαν τυχαία στο σπίτι ενός κοινού φίλου, που είχε σπάσει το χέρι του και τον φρόντιζε η Μπόνι. Η ημέρα εκείνη ήταν η 5η Ιανουαρίου του 1930 και ο έρωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος. Η συνέχεια ήταν θυελλώδης, όσο και η ζωή τους. Λίγες εβδομάδες μετά τη γνωριμία τους, ο Κλάιντ οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή για κάποιο παλαιότερο αδίκημα. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς δραπέτευσε από το κελί του, χρησιμοποιώντας ένα περίστροφο που του είχε δώσει κρυφά σε ένα επισκεπτήριο η Μπόνι. Μια εβδομάδα αργότερα συνελήφθη εκ νέου. Αυτή τη φορά εισέπραξε 14 χρόνια ποινής και κλείστηκε στην Αγροτική Φυλακή του Τέξας, διαβόητη για τις βάναυσες μεθόδους σωφρονισμού. Η ζωή εκεί μέσα ήταν αφόρητη για τον Κλάιντ. Στην προσπάθειά του να γλυτώσει, δεν δίστασε να κόψει με τσεκούρι δύο δάχτυλα του ποδιού του, ελπίζοντας να μεταφερθεί σε άλλη φυλακή λόγω αναπηρίας. Η μεταφορά δεν έγινε, όπως το ήλπιζε. Ήλθε, όμως, μια ανέλπιστη χάρη που του χάρισε ξανά την ελευθερία. Ορκίστηκε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να επιστρέψει ξανά σε ένα τόσο φρικτό μέρος. Τα γεγονότα απέδειξαν ότι τήρησε πιστά αυτό τον όρκο.
Ο Κλάιντ Μπάροου αποφυλακίστηκε το 1932, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Ήταν δύσκολο να βρει δουλειά και έτσι επέστρεψε στην παλιά του τέχνη, τις διαρρήξεις και τις ληστείες. Αυτή τη φορά, έχοντας την Μπόνι στο πλευρό του. Τα επόμενα δύο χρόνια το ζευγάρι μετακινιόταν με κλεμμένα αμάξια σε πέντε πολιτείες: Τέξας, Οκλαχόμα, Μιζούρι, Λουιζιάνα και Νέο Μεξικό. Συνήθως διέμεναν κοντά στα σύνορα που χώριζαν τις πολιτείες για να είναι εύκολη η διαφυγή τους, δεδομένου ότι εκείνα τα χρόνια η τοπική αστυνομία δεν μπορούσε να περάσει τα σύνορα κυνηγώντας ένα κακοποιό.
Η φήμη που συνόδευε το ζευγάρι προσέλκυσε κάποιους νεαρούς που χρημάτισαν (κυριολεκτικά) ως μέλη της συμμορίας, συμμετέχοντας σε ληστείες τραπεζών και καταστημάτων. Πρώτος ήταν ο Ραλφ Φουτς. Όταν έπεσε στα χέρια της αστυνομίας, τον διαδέχθηκαν οι Ρέι Χάμιλτον, Γουίλιαμ Ντάνιελ Τζόουνς και Χένρι Μέθβιν. Ο πατέρας του τελευταίου θα έκανε αργότερα μια συμφωνία με την αστυνομία, για να παγιδέψουν το παράνομο ζευγάρι με αντάλλαγμα την απαλλαγή του γιου του. Το καίριο αυτό περιστατικό που καθόρισε τη μοίρα του ζεύγους, υπάρχει και στην ταινία. Μόνο που για λόγους δραματουργικής οικονομίας, ο Μέθβιν και οι υπόλοιποι βοηθοί «συνοψίστηκαν» στο πρόσωπο ενός μόνο ηθοποιού, του νεαρού Μάικλ Τζ. Πόλαρντ, που υποδύεται ένα μηχανικό αυτοκινήτων ονόματι Μος.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε η δράση του ζεύγους. Στο διάστημα αυτό είχαν ληστέψει πολλές τράπεζες, καταστήματα και σταθμούς βενζίνης, με αποτέλεσμα να επικηρυχθούν με την ένδειξη: «Νεκροί ή ζωντανοί» (με αυτή τη σειρά οι λέξεις). Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Κλάιντ, ο Μάρβιν «Μπακ» (Τζιν Χάκμαν), που είχε μόλις αποφυλακιστεί και συνοδευόταν από τη γυναίκα του Μπλανς (Εστέλ Πάρσονς). Δίνοντας ψεύτικα ονόματα, τα δύο αδέλφια νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στο Τζόπλιν του Μιζούρι, με σκοπό να καταστρώσουν σχέδια για την κοινή, πλέον, δράση. Μετά από δύο εβδομάδες ανέμελης διαμονής, ο Κλάιντ είδε από το παράθυρο δύο περιπολικά της αστυνομίας που πλησίαζαν. Ακολούθησε μια ομοβροντία πυροβολισμών, αλλά η συμμορία κατάφερε να ξεφύγει έχοντας σκοτώσει έναν αστυνομικό και έχοντας τραυματίσει βαριά έναν άλλο.
Ούτε αυτή τη φορά κατάφερε η αστυνομία να τους συλλάβει. Βρήκε, όμως, πλήθος στοιχείων που άφησαν πίσω τους. Ανάμεσά τους, το ρολό ενός φωτογραφικού φιλμ. Όταν εκτυπώθηκε στα εργαστήρια της αστυνομίας, αποκάλυψε χαλαρές στιγμές του ζεύγους σε διάφορες πόζες και με τα όπλα στο χέρι. Στο διαμέρισμα βρέθηκε επίσης ένα ποίημα της Μπόνι. Ήταν «Η ιστορία της αυτοκτονικής Σάλι» («The story of suicide Sal»), που γράφτηκε το 1932 και το απαγγέλει η Φέι Νταναγουέι σε μια σκηνή της ταινίας. Το ποίημα, οι φωτογραφίες και, φυσικά, η θρυλική απόδραση από το διαμέρισμα, έκαναν το ζευγάρι ευρύτερα γνωστό. Βοήθησαν σε αυτό και οι εφημερίδες, που μυρίστηκαν «ψαχνό» και έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στην ιστορία τους. Από κοντά, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και τα (κινηματογραφικά, ακόμα) επίκαιρα, που τροφοδοτούσαν αναγνώστες, ακροατές και θεατές με τα κατορθώματα των δύο ληστών. Ειδικά μια πρωτοσέλιδη φωτογραφία της Μπόνι με μπερέ, όπλο στο χέρι και πούρο στο στόμα, αναδείχθηκε ως σύμβολο της γυναίκας-γκάνγκστερ. Στην ταινία, ο Κλάιντ φωτογραφίζει την Μπόνι σε αυτή ακριβώς την πόζα, κάποια ξέγνοιαστη στιγμή. Η κομψή εικόνα της Φέι Νταναγουέι, με το μπερεδάκι στο κεφάλι, είχε ως αποτέλεσμα να πουληθούν χιλιάδες τέτοια μπερέ παγκοσμίως, όταν προβλήθηκε η ταινία.
Μακριά από τις «γκλάμουρ» εικόνες της οθόνης, η ζωή σε συνθήκες παρανομίας δεν διέθετε την παραμικρή λάμψη γοητείας. Εγκυμονούσε, αντίθετα, θανάσιμους κινδύνους. Αφού ξέφυγαν, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, από το διαμέρισμα στο Μιζούρι, ο Κλάιντ, η Μπόνι, ο Μπακ με την Μπλανς και ο τότε βοηθός τους, Γουίλιαμ Ντάνιελ Τζόουνς, κατέφυγαν στο Πλατ Σίτι του Μιζούρι και νοίκιασαν δύο δωμάτια. Τη νύχτα της 19 Ιουλίου 1933, η αστυνομία, ειδοποιημένη από πολίτες που τους είχαν αναγνωρίσει, επιχείρησε ξανά να τους συλλάβει. Κατά την ανταλλαγή των πυρών τραυματίστηκε στο κεφάλι ο Μάρβιν, αλλά και πάλι κατάφεραν να ξεφύγουν. Σώοι, όχι όμως και αβλαβείς: Εκτός από την σοβαρή πληγή του Μάρβιν, η γυναίκα του τραυματίστηκε στο μάτι από τα θραύσματα του παραθύρου, όταν εμβόλισαν με το αμάξι τους τον αστυνομικό κλοιό. Ο κύκλος, όμως, έσφιγγε όλο και πιο πολύ γύρω από την συμμορία. Οδηγώντας συνεχώς, με σύντομες μόνο στάσεις για να αλλάζουν τους επιδέσμους του Μάρβιν, κατάφεραν να φθάσουν μέχρι το Ντέξτερ της Άιοβα και στάθμευσαν σε ένα πάρκο αναψυχής που έδειχνε καλή κρυψώνα. Έδειχνε, αλλά δεν ήταν. Ένας κάτοικος της περιοχής βρήκε εκεί κοντά μια ματωμένη γάζα και ειδοποίησε την αστυνομία. Περισσότεροι από εκατό αστυνομικοί, ενισχυμένοι με επίλεκτους της Εθνικής Φρουράς και αρκετούς εθελοντές, περικύκλωσαν το σημείο. Η Μπόνι τους αντιλήφθηκε πρώτη και έβαλε τις φωνές. Ο Μπακ γαζώθηκε από τα πυρά των αστυνομικών και η Μπλανς προτίμησε να μείνει στο πλευρό του, την στιγμή που ο Κλάιντ έτρεχε προς το αμάξι. Μια σφαίρα όμως, τον πέτυχε στο χέρι, με αποτέλεσμα να ρίξει το αμάξι σε ένα δέντρο. Παρ’ όλα αυτά, το ζευγάρι και ο νεαρός βοηθός τους κατάφεραν να ξεφύγουν μια ακόμα φορά, που έμελλε να είναι η τελευταία.