«O άνθρωπος χρειάζεται ποίηση, τρυφερότητα και πράγματα καλοφτιαγμένα». Αυτή είναι μόνο μία από τις φράσεις του Πιερ Γκανιέρ, του διακεκριμένου Γάλλου σεφ, που συνοψίζει την προσέγγιση του στη μαγειρική και θα περιέγραφε περίφημα την αχνιστή ατμόσφαιρα της κουζίνας της Εζενί Σατένι (Ζιλιέτ Μπινός) και του Ντοντέν Μπουφάν (Μπενουά Μαζιμέλ), των πρωταγωνιστών της ταινίας Στη φωτιά, που σηματοδοτεί την επιστροφή του σκηνοθέτη Τραν Αν Χουνγκ στη μεγάλη οθόνη. Oι δυο τους μοιράζονται χρόνια τώρα τη ζωή τους μέσα από το πάθος τους για τη μαγειρική και την τέχνη της κουζίνας. H σχέση τους αναδύεται μέσα από την τρυφερή εξάρτηση που έχουν ο ένας για τον άλλο όταν αναλώνονται στη συζήτηση και επίλυση γευστικών εξισώσεων, διατηρώντας πιστά τους ισότιμους, συμπληρωματικούς τους ρόλους. Αυτή ως η βασική μαγείρισσα στην κουζίνα, κατέχει την τέχνη της μέσα από την καθημερινή αφοσίωση σε αυτό που αγαπά, κερδίζοντας τον σεβασμό, τον θαυμασμό αλλά και τα ιδιαίτερα συναισθήματα του Ντοντέν προς αυτήν. Αυτός, ως o γκουρμέ γαστρονόμος, πασίγνωστος στην περιοχή ως ο Ναπολέων της γεύσης, προσφέρει τα γεύματα τους σε μια πολύ μικρή και επιλεγμένη για τις γαστρονομικές της ικανότητες παρέα. Οι ρόλοι όμως θα αλλάξουν όταν η Εζενί θα πρέπει να περιοριστεί εκτός κουζίνας λόγω μιας ανεξήγητης ασθένειας. Όταν όλα έχουν χιλιοειπωθεί ή παλεύουν να βρουν τον χώρο και τον τρόπο να επανακαθοριστούν, το γεύμα θα πάρει φιλάρεσκα τη θέση του στο τραπέζι και στη μεγάλη οθόνη, ξέροντας ότι η ανάγκη που εξυπηρετεί είναι ταπεινή αλλά τόσο ζωτική όσο και η ύπαρξη μας. Αυτό που απομένει είναι να εξευγενίσουμε αυτήν τη διαδικασία και σε τούτη την αναζήτηση έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή ο Ντοντέν Μπουφάν.
Εμπνευσμένος από το βιβλίο του Μαρσέλ Ρουφ, Η ζωή και το πάθος του Ντοντέν Μπουφάν, γκουρμέ (La vie et la passion de Dodin Bouffant, gourmet) o Τραν Αν Χουνγκ σκηνοθετεί με τη βοήθεια του Πιερ Γκανιέρ κλασικά πιάτα της γαλλικής κουζίνας που όσο κι αν προσπαθήσουμε να τα σνομπάρουμε χρωστούνε τη γευστική τους σαγήνη στον τρυφερό και απέραντα προσεκτικό χειρισμό τους. Ο σκηνοθέτης δήλωσε πως αυτή του η ταινία θέλησε να είναι μια ωδή στη γαλλική κουζίνα. Σε μια επίσκεψη του στο εστιατόριο του Πιερ Γκανιέρ, ζητά να του μιλήσει στο τέλος του γεύματος. Τον συγχαίρει και μοιράζεται μαζί του την επιθυμία του να γυρίσει μια ταινία βασισμένη στο εμβληματικό μυθιστόρημα της γαλλικής γαστρονομίας· στη συνέχεια, του ζητά να τον βοηθήσει. O σεφ ιντρικάρεται από την ιδέα αυτή και αποδέχεται την πρότασή του. Για να σκηνοθετήσουν τις σκηνές της κουζίνας ο σεφ μαγειρεύει στο στούντιο χωρίς περιορισμό για τρία συνεχόμενα πρωινά, ο Τραν καταγράφει με τη κάμερα, συζητά, παρακολουθεί, γεύεται και μαγεύεται. Ο Μπενουά Μαζιμέλ και η Ζιλιέτ Μπινός, πρώην ζευγάρι στη ζωή και λάτρεις και οι δύο της γαλλικής κουζίνας, μαγειρεύουν επίσης μπροστά στον σεφ. Αυτός τους καθοδηγεί, τους μυεί στους τρόπους που χειριζόμαστε μαγειρικά κάθε υλικό, στη μουσικότητα της μαγειρικής προετοιμασίας, στην αισθητική και στον κόπο της γευστικής αρμονίας. Το αποτέλεσμα αυτής της παιδείας το αισθανόμαστε από το πρώτο μισάωρο της ταινίας, όταν από νωρίς βυθιζόμαστε σε αυτό που το ζευγάρι έχει μετατρέψει, στην ιεροτελεστία της κουζίνας. Πολλαπλές χορογραφίες με τα πασαλειμμένα χέρια να κινούνται με προσοχή ανάμεσα σε κουζινικά σκεύη που συλλέγουν υπολείμματα γεύσεων από τη μία μαγειρική σεκάνς στην επόμενη, καθώς κρέατα, ψάρια, λαχανικά και μυρωδικά μετατρέπονται με αργά κοψίματα και ακριβή καψίματα, σε ισορροπημένους γευστικούς συνδυασμούς, στο ζεματιστό νερό, στον ατμό, στη φωτιά και στον φούρνο, μέχρι το σύνολο αυτών να καταλήξουν στο πιάτο, εξαπολύοντας μέσα από μια πολυεπίπεδη γεύση τα μυστικά των υλικών τους αλλά και των δημιουργών τους.
Ο Τραν Αν Χουνγκ ανασυνθέτει ελεύθερα τα στοιχεία της αυθεντικής ιστορίας του βιβλίου, δημιουργώντας μια ταινία που ανεξαρτοποιείται καλλιτεχνικά από το μυθιστόρημα και την πιστή μεταφορά της υπόθεσης του. Το δικό του σενάριο εστιάζει στη σχέση του Ντοντέν Μπουφάν με την πρώτη του μαγείρισσα, την Εζενί Σατένι, ενώ στο βιβλίο αυτή η σχέση αποτελεί μόνο την εισαγωγή στην μετέπειτα ιστορία που ακολουθεί. Με κομψά φινιρίσματα γενναιόδωρου κινηματογραφικού χρόνου αλλά και μια στιβαρή αυτοπεποίθηση στο στήσιμο των σκηνών και της φωτογραφίας, που οφείλει ως ένα μεγάλο βαθμό και στη δική του σύντροφο την Κε Τραν Νου Γεν, δημιουργεί το δικό του καλλιτεχνικό έργο, μας σερβίρει όμως μελετημένα θραύσματα από ιδέες, φράσεις και σκέψεις του βιβλίου. Τη σχέση της γαλλικής κουζίνας (και της κάθε εθνικής κουζίνας) με τη γη που παράγει τις πρώτες ύλες που θα ταΐσουν τον λαό της, το μεράκι που εμφυσούμε σε κάθε μαγειρική παρασκευή, την αρμονία και το μέτρο, τον ακούσιο ρυθμό των πραγμάτων και των εποχών τους, αλλά και την ανάδειξη της μαγείρισσας ως μιας ισάξιας με τον αφέντη μαστόρισσας στο κάθε σπιτικό. Όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα που ποτέ δεν κοχλάζει αλλά σιγοβράζει επί ώρες όπως ένα pot au feu (γαλλική κρεατόσουπα) και σε αυτό οφείλει τη γλυκιά και μετρημένη γεύση της.
Κάθε ταινία που επικαλείται ως έμπνευση αλλά και βάση ένα προϋπάρχον λογοτεχνικό έργο έχει πάντα ένα διχασμένο κοινό. Αυτούς που μπορούν να δουν την ταινία χωρίς να τη συγκρίνουν με το πρωτότυπο, αφού δεν το έχουν διαβάσει, και σε αυτούς που έχουν πρωτύτερα βυθιστεί στο λογοτεχνικό δωμάτιο του έργου, περιτριγυρισμένοι από τα συναισθήματα που αυτό τους έχει δημιουργήσει. Και οι δύο θέσεις μας προτείνουν διαφορετικές και νόμιμες απολαύσεις: το πρωτότυπο εμπνέει εκ νέου τη δημιουργία, το καινούριο προτείνει με τη συγχρονικότητά του, την ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρού. Όλοι έχουμε βρεθεί και στις δύο θέσεις, άλλοτε στην αγνή όχθη της άγνοιας που προσδίδει ίσως μια αντικειμενικότητα στη ματιά μας, κι άλλοτε στην αλαζονική θέση του επικριτικού αλλά συχνά δίκαιου γνώστη. Και αυτή η παλινδρόμηση μεταξύ των δύο καλλιτεχνικών έργων, για όσους έχουν την όρεξη να την απορροφήσουν έστω και επιδερμικά, αφήνει υπέροχες γεύσεις όσο η ταινία και το συγγραφικό έργο ξεθωριάζουν στο θυμικό μας.
Το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ελβετού Μαρσέλ Ρουφ πρωτοεκδόθηκε το 1920, μόλις δύο χρόνια μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου, ενώ επανεκδίδεται ευρέως σε μια πιο κανονική έκδοση το 1924. Είναι η ιστορία ενός γκουρμέ συνταξιούχου δικαστή, που χάνοντας την επί χρόνια έμπιστη μαγείρισσά του Εζενί Σατένι θα αναζητήσει να την αντικαταστήσει βρίσκοντας μετά από πολλές προσπάθειες την επόμενη ιδανική μαγείρισσα στο πρόσωπο της Aντελ Πιντού, η οποία θα συνεχίσει να μετουσιώνει το πάθος του σε γευστική πανδαισία. Μαζί της στην κουζίνα θα σκανδαλίσουν τον πρίγκηπα της Ευρασίας με την απρόσμενα απλή επιλογή του πασίγνωστου pot au feu (ως το κυρίως πιάτο), σε ένα λιτότατο μενού που θα εντυπωσίαζε με την άψογη εκτέλεση του αλλά κυρίως με τη γευστική του πληρότητα και αρμονία. Ο Ρουφ γράφει αναγγέλλοντας στο τραπέζι την άφιξη του πιάτου αυτού: «Φθάνει επιτέλους αυτό το τρομερό pot au feu, περιφρονημένο, ύβρις και προσβολή για τον πρίγκηπα και τη γαστρονομία, το pot au feu του Ντοντέν Μπουφάν, εκπληκτικά επιβλητικό». Λέγεται ότι το βιβλίο αυτό επανατοποθέτησε τη γνωστή γαλλική κρεατόσουπα στο πάνθεο των γαλλικών συνταγών. Το πιάτο των αγροτών, λιτό και υποτιμημένο για την απλότητα του, γι’ αυτό και ικανό να εισχωρήσει σε κάθε γαλλικό νοικοκυριό, ήταν μια τολμηρή επιλογή η οποία ωστόσο εκτελεσμένη από τα χέρια μιας ικανής μαγείρισσας θα αντάμειβε τον ουρανίσκο του πρίγκηπα και θα του έδινε διακριτικά ένα μάθημα στις πραγματικές αξίες της γαλλικής γαστρονομίας. Μια συμβολική επιλογή που θα αποτελούσε ηχηρή αντίθεση σε σχέση με το πομπώδες, φλύαρο και ασυνάρτητο μενού που είχε προσφέρει προηγουμένως ο πρίγκηπας. Ο Ντοντέν θα νυμφευτεί τελικά τη δεύτερη μαγείρισσά του σε μια ενδιαφέρουσα καμπή της ιστορίας, όταν ο πρίγκηπας εντυπωσιασμένος με τις μαγειρικές της ικανότητες θα επιχειρήσει να του την κλέψει. Μετά από κάποιες ανησυχητικές κρίσεις στην υγεία του ζευγαριού, ο γιατρός τους θα τους συμβουλεύσει να κάνουν ένα ταξίδι στις περίφημες ιαματικές πηγές του Μπάντεν Μπάντεν, το οποίο βρίσκεται σε γερμανικό έδαφος. Αυτό το ταξίδι αποτελεί ακόμα μια αφηγηματική αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας το μεγαλείο, κατ’ εκείνον, της γαλλικής κουζίνας, απόλυτα συνυφασμένο φυσικά με την αγάπη του για τη Γαλλία.
Ένα αιώνα πριν τον Τραν, ο Μαρσέλ Ρουφ, με ένα ιδιαίτερα εκφραστικό γράψιμο και μια περιγραφικότατη αρ ντεκό γλώσσα, επιχειρούσε λοιπόν τη δική του ωδή στη γαλλική γαστρονομία, εγκαινιάζοντας αυτό που θα λέγαμε σήμερα γαστρονομική λογοτεχνία. Το να προσεγγίσει κανείς τη θεματολογία της κουζίνας με ύφος λογοτεχνικό, είναι από μόνο του ένα δύσκολο εγχείρημα. Το να προτείνει ένα τέτοιο μυθιστόρημα σε μια μεταπολεμική Γαλλία που παλεύει να βρει τα πόδια της μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, είναι μια επιχείρηση που θα μπορούσε να χρειάζεται αιτιολόγηση. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται να αισθάνθηκε ο συγγραφέας, που τιτλοφορεί τη δική του εισαγωγή στο βιβλίο ως justification (αιτιολόγηση) και ξεκινά με την εξής φράση: «Δίστασα για πολύ καιρό να ολοκληρώσω αλλά και να δημοσιεύσω μετά τον πόλεμο αυτό το βιβλίο που ξεκίνησα να γράφω την παραμονή της καταστροφής». Για τον Μαρσέλ Ρουφ, η μαγειρική είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μια εθνική υπόθεση που έχει τις ρίζες της κυριολεκτικά στη γη που τη γεννάει και στον λαό που την καλλιεργεί και τη μορφώνει για να θρέψει το σώμα του, καλλιεργώντας όμως το πνεύμα του, ταπεινά αλλά ποτέ αξεχώριστα. Σε ένα από τα συγκινητικά χωρία της εισαγωγής του γράφει: «Η γαλλική κουζίνα αναδύεται μέσα από τη γαλλο-λατινική γη, είναι το χαμόγελο της γόνιμης υπαίθρου της. Η Γαλλία θα έπαυε να είναι η Γαλλία τη μέρα εκείνη όπου θα τρώγαμε όπως στο Σικάγο ή τη Λειψία, όπου θα πίναμε όπως στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο. Θα θυμάμαι όλη μου τη ζωή ότι το 1916 ταξιδεύοντας στα σύνορα της Σαμπάνιας, στη βομβαρδιζόμενη Ρενς, στο απειλούμενο Φιμς, στο μισοκαταστρεμμένο Σουασόν, μου σέρβιραν με απόλυτη ηρεμία πλούσια γεύματα, τέτοια όπως δεν έχω ποτέ φάει ούτε στη Νέα Υόρκη, ούτε στη Βιέννη ούτε στην Κωνσταντινούπολη». Σε αυτές τις πέντε σελίδες της εισαγωγής του, ο Ρουφ συμπυκνώνει το ζουμί όλων των ιδεών του για την αξία των τεχνών, μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνει και τη γαστρονομία, ως την τέχνη που επικαλείται και τις πέντε αισθήσεις μας για να μετουσιωθεί σε μια ευγενή τέρψη του σώματος και του πνεύματος. Οι τέχνες τοποθετούνται κατ’ εκείνον στο κέντρο της ταυτότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμα και κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες. Όχι μόνο απορρίπτει, έτσι, σεμνά τις απόψεις περί της ματαιότητάς τους, αλλά τις παρουσιάζει ως το καμάρι της κάθε εθνικής οντότητας και τη βάση για το κτίσιμο του αύριο της τότε λαβωμένης μεταπολεμικής Γαλλίας.
Αυτό είναι το φόντο πάνω στο οποίο στήνεται το πορτρέτο του Ντοντέν Μπουφάν, ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα που έμελλε να ξεπεράσει σε φήμη ακόμα και τον δημιουργό του. O Ντοντέν Μπουφάν είναι γκουρμέ, όπως ο Κλοντ Λορέν είναι ζωγράφος, όπως ο Μπερλίοζ είναι μουσικός, μας λέει ο Ρουφ και συνεχίζει· έχει αφιερώσει τη ζωή του και έχει δώσει όλη του την αγάπη σε μια από τις πιο παλιές παραδόσεις της πατρίδας του, τη γαστρονομία. Είναι μέτριου αναστήματος και δυνατής σωματικής διάπλασης, είναι γενναιόδωρα καμωμένος, με ευπρέπεια και καλαισθησία. Μιλάει χωρίς να βιάζεται, κλείνει τα μάτια για περισυλλογή, πετάει αφορισμούς χωρίς την περηφάνια που τους συνοδεύει, αγαπά τις πονηριές, και δεν φοβάται τα πειράγματα και τις τσαχπινιές. Στο επιδόρπιο, του αρέσει να διηγείται στους επίλεκτους φίλους του τις αναμνήσεις της νεανικής του ηλικίας, και αυτές είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο προτιμά τα κρασιά της Βουργουνδίας από τα κρασιά του Μπορντό. Είναι ένας σοφός, που ζει στο οικογενειακό του κτήμα, ένας Γάλλος του παλιού καιρού, γαλουχημένος με τα αγαθά της πατρίδας του και απέραντα περήφανος για αυτά. Η γαλλική κουζίνα δεν καθορίζει μόνο το ποιος είναι και τι κάνει, αλλά και με ποιους θα συναναστραφεί και ποιους θα αγαπήσει. Είναι ο δικός του φακός επαφής, το δικό του εγχειρίδιο για να ερμηνεύσει και να διασχίσει τον κόσμο.
Ο Τραν Αν Χουνγκ κρατά μπροστά στην κάμερα του τον ίδιο αυτό φακό. Η φωτογραφία, ο φωτισμός, η σκηνική απόδοση, επικεντρώνονται στο να αναδείξουν οτιδήποτε ανάγει σε τέχνη τη μαγειρική και την πράξη του τρώγειν. Εντυπωσιακή είναι η ακρίβεια στον σχεδιασμό του ήχου που καταφέρνει να μεταδώσει τους πιο διακριτικούς μικρο-ήχους που προκύπτουν από την προετοιμασία και την απόλαυση ενός γεύματος. Δεινός γνώστης των κινηματογραφικών του μέσων, τολμά να κρατήσει ορισμένα στοιχεία σχεδόν ελλειμματικά. Η διήγηση, η ερωτική ιστορία, η ανάπτυξη των χαρακτήρων, παραμένουν αφαιρετικά, αποτελούν δομικές επενδύσεις, για να μπορέσει να στήσει την κάμερα του μπροστά στον βασικό πρωταγωνιστή, που είναι το φαγητό και η τέχνη γύρω από αυτό. Είναι ένα κινηματογραφικό ρίσκο που μπορεί να αφήσει κάποιους ανικανοποίητους· η οικονομία αυτή ωστόσο κρύβει τη δική του συνέπεια ως προς το βιβλίο. Εκεί όμως που διαφοροποιείται σε σχέση με το βιβλίο είναι στην ανάπτυξη του χαρακτήρα της Εζενί, για την οποία λίγα πράγματα θα μας πει ο Μαρσέλ Ρουφ. Στο πρόσωπο της Εζενί σκιαγραφεί ένα νέο σύγχρονο χαρακτήρα γυναίκας, στον οποίο προσδίδει μια ωριμότητα και γι’ αυτό διακριτικότητα αλλά και μια φρεσκάδα, όλα αυτά χωρίς να θυσιάζει σκηνογραφικά την κλασικιστική αύρα της εποχής, στην οποία διαδραματίζεται η ταινία.
Ο Τραν στέκεται στον χαρακτήρα της Εζενί, εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση της, την επενδύει με την ηρεμία μιας γυναίκας που νιώθει πληρότητα διότι έχει βρει τη θέση της στην κοινωνία, και αυτή ταυτίζεται με τις βαθύτερες επιθυμίες της για το ποια θέλει να είναι σε αυτό τον κόσμο. Είναι ένας κινηματογραφικός χειρισμός κομψός που εκσυγχρονίζει την αφήγηση, κάνοντας όπως έχει πει η ίδια η ηθοποιός, ένα πολύ διακριτικό φεμινιστικό σχόλιο. Η Ζιλιέτ Μπινός παίρνει πάνω της και όχι άδικα αυτό το εγχείρημα, απλώνει διάπλατα τον συναισθηματικό κόσμο αυτής της γυναίκας, την ίδια στιγμή που όλα τα κινηματογραφικά μέσα επιστρατεύονται στο να αναδείξουν την τέχνη της μαγειρικής. Aυτό που προτείνει ο Τραν και το πετυχαίνει απόλυτα η Μπινός, είναι να δώσει υπόσταση και συναισθηματικό υπόβαθρο σε μια γυναίκα που ανθίζει βρίσκοντας τον προορισμό της. Αφιερώνοντας τον εαυτό της στην τέχνη της κουζίνας, βρίσκει φυσικά τη θέση της, σε μια συμμετρία με την ανδρική ύπαρξη, που την παρακαλεί να υποκύψει και να γίνει δική του. Ο Ντοντέν κινείται στο τεράστιο κτήμα του και φωνάζει τακτικά, που είναι η Εζενί; Με αυτή του την ανάσα στο δέρμα της νιώθει ελεύθερη, ευτυχισμένη, ολοκληρωμένη, δεν περιμένει τον γάμο για να νομιμοποιήσει την ύπαρξή της, νιώθει καλά στο πετσί της. Ο Τραν επιμένει στο εκφραστικό ραφινάρισμα, ζητά επίμονα από την Μπινός να μην ξεχνά να χαμογελά. Ακόμα και όταν η αρρώστια την εξαντλεί σταδιακά, η ευτυχία που αυτή η πληρότητα της δίνει, χαλαρώνει αμυδρά τους μυς του προσώπου της και εγκαθιστά ένα γλυκό χαμόγελο. Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η εκφραστική ικανότητα της Ζιλιέτ Μπινός είναι η ραχοκοκαλιά πάνω στην οποία κινείται συναισθηματικά η ταινία.
Η σημασία της κουζίνας στη ζωή του Tραν Αν Χουνγκ ξεκινάει όπως σε πολλούς από εμάς, στο πρώτο πατρικό του σπίτι, στο Βιετνάμ, σ’ ένα ταπεινό σπίτι με υγρό μουσκεμένο πάτωμα και ξεφτισμένους τοίχους, όπως μας λέει. Η ομορφιά προερχόταν αποκλειστικά από όλα όσα γίνονταν μέσα στην κουζίνα όταν η μητέρα του έμπαινε εκεί γυρνώντας από την αγορά, απλώνοντας τα ψάρια, τα λαχανικά και τα φρούτα στον χώρο εργασίας της κουζίνας, όταν σκόρπιζε τα μυρωδικά στη ζεστή σούπα που μοσχομύριζε σε ολόκληρο το σπίτι. Η μαγειρική στην καρδιά μας είναι πριν από οτιδήποτε άλλο μια πράξη τρυφερότητας και αγάπης, μια μπανάλ διαδικασία συντήρησης, την οποία όλοι λίγο πολύ κάποτε έχουμε χρωματίσει με φροντίδα και συναίσθημα. Αυτός που θα μπει στην κουζίνα για να ετοιμάσει ένα γεύμα συνήθως νοιάζεται και έχει την αγωνία να ικανοποιήσει. Αυτή η απλή καθημερινή πράξη θυμίζει, σε αυτόν στον οποίο σερβίρουμε, αυτή μας την έγνοια προς αυτόν, καθώς προσπαθούμε να καλύψουμε ταυτόχρονα την πιο ενστικτώδη ανάγκη μας για τροφή, και την πιο μύχια αναζήτηση μας για την τέρψη του ουρανίσκου μας αλλά και της ψυχής μας.