Δεν μπορώ. Τρίτη, τέταρτη σερί νύχτα. Πάλι τα ίδια. Δεν ξέρω, έχω χάσει το μέτρημα πια. Tρυπώνει απ’ τα μάτια μου και γεμίζει το μισό κεφάλι. Κοιμάσαι. Τον κιμά τον έβγαλα; Τον έβγαλα. Λογικά τον έβγαλα. Μπορεί να σηκωθώ αργότερα. Ένα έχω γίνει με το στρώμα. Ξοδεύομαι, πέρασε η μισή μου ζωή. Και τι βγαίνει;. Τι ωραία που μου ζέσταινε τα πόδια η μαμά… Αχ, ρε μαμά… Θα προλάβουμε; Εμένα, πάντως θέλω να με κάψουν. Σ’ το έχω πει; Πονάει το ρημάδι. Βαθαίνει. Και ναι, σίγουρα ήρθε η ώρα για τις πιο χοντρές κουβέρτες. Ας σταματούσε για λίγο. Τι ώρα να έχει πάει; Πάλι σερί θα το πάω έτσι. Τι μου φταις κι εσύ… Μια αγκαλιά, τουλάχιστον… Τελευταία διψάω. Κι έχω χάσει τα μάτια σου. Κι όποτε τα βρίσκω, είναι γυάλινα. Φοβάμαι πως θα σπάσω. Ο χρόνος. Φόβος και μέτρημα για όλα, γαμώτο! Στάχτη κι έλλειψη. Κλείνω τα μάτια και βλέπω. Πάγωσαν τα μάτια μου, κοκαλωμένα σαν ζάρια. Τρίβω, τρίβω κι αυτή η μαυρίλα στην ψυχή δεν λέει να φύγει. Αχάριστη. Όλα τα ξέρεις, ε μαμά; Κι όμως. Ένα φτερό αρκεί να με καταπλακώσει. Σκέψου τα παιδιά σου. Την καριέρα σου. Κοίτα και λίγο δίπλα σου, μια χαρά είσαι.. Κι εσύ… Είσαι δίπλα μου, αλλά εγώ δεν είμαι. Κι όταν δεν είμαι δίπλα μου, όταν δεν μου είμαι αρκετή… Γεμίζεις ανοίγοντας τρύπες διαρκώς; Ξόδεμα κι αιμορραγία. Στήριξέ με τουλάχιστον εσύ. Με ξέρεις καλύτερα κι από μένα. Μου έρχεται επίμονα μία εικόνα: ένα κομπολόι που έχει κοπεί κι οι χάντρες του χάνονται, μία-μία. Απελευθερώνονται και χάνονται. Σαν τον χρόνο. Η μία χάντρα μετά την άλλη, χωρίς δρόμο διαφυγής. Χωρίς επιλογή. Κράτα με. Αγάπα με προτού έρθει η στάχτη. Ψάχνω την πορεία, τρίζω τα δόντια και προχωρώ. Με κοιτάζεις με απορία ώρες-ώρες. Και δεν σε αδικώ. Οι δροσιές της ζωής μου λιγόστεψαν, ξέρεις. Τώρα δα σα να ηρέμησε λίγο έξω. Θυμάσαι; Εγώ, όχι πια.