Όταν η δημόσια συζήτηση στην Ευρώπη δεν κυριαρχούνταν ακόμη από την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και κοινοτοπιών, όταν η πρωτότυπη σκέψη και σύλληψη ήταν ακόμη ευπρόσδεκτες, υπήρχαν περιθώρια και για αιχμηρές και πνευματικά προσοδοφόρες έριδες μεταξύ «μεγάλων ανδρών». Ο δηκτικότερος λογοτεχνικός κριτικός της μεταπολεμικής Γερμανίας Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι (Marcel Reich-Ranicki) είχε πει κάποτε εν παρόδω ότι από το αχανές έργο του νομπελίστα πεζογράφου Γκίντερ Γκρας αξίζουν τελικά μόνο μερικά αποσπάσματα από το κορυφαίο έργο του Τενεκεδένιο ταμπούρλο, κάποια σύντομα πεζά και τα νεανικά ποιήματά του. Η αλήθεια είναι ότι το εκρηκτικό ταλέντο του Γκρας αναδεικνυόταν καλύτερα στις μικρότερες φόρμες και όχι στα βασανιστικά σχοινοτενή μυθιστορήματά του. Τρεις ποιητικές συλλογές εξέδωσε όλες κι όλες μεταξύ 1956 και 1967. Χάριν αυτών των στίχων εκλήθη να απαγγείλει ενώπιον της Ομάδας 47, της ομήγυρης των πιο πρωτοποριακών τότε Γερμανών συγγραφέων. Στον αντίποδα της μειλίχιας και στοχαστικής ποίησης του καιρού του ο Γκρας εξαπολύει βάρβαρους στίχους εναντίον της συντηρητικής μικροαστικής Γερμανίας. Και τους κοσμεί με δικά του σχέδια, τεράστιες αράχνες, σμήνη καλογραιών στους αιθέρες, σπασμένες κούκλες. Σαν να χτυπά κι αυτός το ταμπούρλο του, αγανακτισμένος με τη στενομυαλιά και την υποκρισία.
Εδώ το ποίημα «Παρασκευή» από τη συλλογή Η στάση Gleisdreieck (1960). Ο ήρωας της ποιητικής σκηνής τηγανίζει ψάρια μια ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα. Έξω οι τράπεζες σφίγγουν τα λουριά και η παρακμή της αστικής κοινωνίας βρίσκεται ήδη σε προϊούσα φάση.
ΣΠΥΡΟΣ ΜΟΣΚΟΒΟΥ