Η κριτική αποτίμηση των έργων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έστω και μονοθεματικά, ακόμα και ως πρόθεση, είναι ένας άθλος. Απαιτεί τόλμη και προσεκτική διερεύνηση. Εκείνο που με προκάλεσε να το κάνω είναι οι χαρακτηρισμοί που του έχουν αποδοθεί αλλά και οι λογοτεχνικοί μύθοι που επικρατούν για τον συγγραφέα από τη Σκιάθο, που εν δυνάμει εμπεριέχουν τον χώρο. Το γεγονός ότι θεωρείται από τους αρτιότερους και κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων, μου δίνει το έναυσμα να προσεγγίσω το έργο του, με αντικείμενο το ζήτημα που διερευνώ, δηλαδή τον χώρο στην λογοτεχνία. Η πλήρης και εξαντλητική ανάλυση στα πλαίσια του παρόντος θα απαιτούσε πρόσθετο εκδοτικό χώρο: Να μελετήσεις εκτός από τα έργα, τα ρητά του, τις κριτικές παρουσιάσεις, τις μελέτες πάνω στα προαναφερόμενα, καθώς και βιβλιογραφικές αναφορές, σχόλια και μεταφορές σε άλλες μορφές τέχνης, συγκεκριμένα θέατρο, εικαστικά, κινηματογράφο κά. Ακροθιγώς θα προσεγγίσω το θέμα μου ώστε να έχω και να δώσω μια ιδέα. Αλλά έστω…Δεν σχολιάζω την λογοτεχνική αξία γενικότερα ούτε την φιλολογική αναντίρρητη σπουδαιότητα, επικεντρώνω στον χώρο.
Ο τόπος αναφοράς του είναι πράγματι η Σκιάθος; Είναι αναγνωρίσιμη σ’ αυτούς που έχουν εξερευνήσει και γνωρίζουν καλά τη νήσο. Καθώς τα διακριτά τοπικά χαρακτηριστικά αλλοιώνονται με το χρόνο και τα δομικά πρότυπα εξομοιώνονται, στα μάτια των νεώτερων τίποτα δεν ανταποκρίνεται στην αυθεντική εικόνα του νησιού. Τα τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε θέσεις και συνοικισμούς, όσα φυσικά έχουν διατηρηθεί, μπορούν να ταυτιστούν μόνο με επιτόπια έρευνα. Αποκαλεί τον γενέθλιο τόπο ως η πτωχή νήσος μου. Oι τόποι συχνά «αντικρίζουν» το Πήλιο. Η γεωγραφική θέση προσδιορίζεται γενικόλογα από τις αποστάσεις από την Χαλκιδική και ιδιαίτερα από το Άγιο Όρος. «Η νήσος», γράφει, «είναι προσφιλής σκοπός του Βορρά και των γειτόνων του, του Καικίου και του Αργέστου» (πρόκειται για ανέμους), «ων το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμέσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου». Σημειακά, μιλά καθαρά για μία των Σποράδων και επίσης αναφέρεται στην δημοτική και διοικητική αυτονομία του συμπλέγματος των νήσων. Έτσι, εκτός από τις ιστορικές μαρτυρίες, γίνεται φανερό και από τα προαναφερόμενα ότι πρόκειται για την Σκιάθο.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μπορεί να χαρακτηρισθεί πεζογράφος του ανοιχτού χώρου και υμνητής του μεγαλείου της φύσης, όχι μόνο γιατί το ενδιαφέρον του είναι ευδιάκριτο όσον αφορά το περιβάλλον αλλά και για την αρμονική ένταξη της θεώρησής του στα έργα του. Αξιοποιεί την άποψη αυτή προκειμένου να διαχειρισθεί την υπόθεση του έργου και όχι ως συμπληρωματικό στοιχείο. Για το φυσικό τοπίο ιδιαίτερα, δεν περιορίζεται στα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων δημιουργών της Δυτικής λογοτεχνίας, στα πλαίσια του ρομαντισμού. Το βλέμμα του, απόλυτα φυσικό, τονίζει τα υφιστάμενα στοιχεία, περιγράφοντάς τα με λεπτομέρεια, χωρίς υπερβολές και εκφράσεις θαυμασμού: Επί μέρους τοπία όπως η θάλασσα, οι βράχοι, ο γιαλός, τα όρη, τα φαράγγια προβάλλονται και είναι εκεί όπου συμβαίνουν οι ιστορίες του. Οι κινήσεις, οδικές και θαλάσσιες, πορείες και πλεύσεις, σηματοδοτούν και συχνά ενισχύουν το χαρακτήρα και τις δράσεις των ηρώων, όσο και την εξέλιξη της ιστορίας τους. Κατονομάζει πετρώδη, απότομη ακτή, τον μεγάλο Γιαλό, αλλά και τόπους δαντελωτούς, εκτεθειμένους στους ανέμους, τόπους στους οποίους ήταν φανερά εξοικειωμένος, όπως λόγγους, φαράγγια, κοιλάδες, βουνά.
Εκτός όμως από τις προθέσεις, ιδιαίτερος είναι και ο τρόπος περιγραφής, σαφής και περιεκτικός αλλά όχι στείρος φαντασίας, τρόπος που συμβάλλει στον εντοπισμό και την προβολή του τοπίου. Ο συγγραφέας αποδίδει συνοπτικά κάθε έννοια και κλίμακα του χώρου (Φώτα ολόφωτα / 1894): θέτει δύο επίπεδα παρατήρησης, τον μεμονωμένο οικίσκο, «στην κορυφήν του λόφου του μικρού νησιδίου και το χωριό που ήταν κτισμένο κάτω εις την ακρογιαλιάν, αποτελούμενο από διακόσια σπίτια ἁλιέων,πορθμέων καὶ ναυτῶν, ενώ υποδεικνύει μικρόν επισφαλὴ όρμο». Πληροφορούμαστε, (Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου /1906)
για τον παλαιό θεσμό της ιδιοκτησίας μικρών συνήθως εξοχικών ναϊσκων που βρίσκονταν στο παλιό χωριό το οποίο φθίνοντας με τον χρόνο έμεινε εν τέλει έρημο.
Ως προς το δομημένο περιβάλλον, οι αναφορές γίνονται τόσο σε επίπεδο οικισμών, όσο και σε επίπεδο αστικού τοπίου και κατοικίας καθώς και του στοιχειώδους, λόγω εποχής, εξοπλισμού της. Ετσι, όχι μόνο καθιστά πιο εναργή τη δράση αλλά και περισσότερο οικεία και πραγματιστική. Ισως μάλιστα ένα μέρος της ανταπόκρισης των έργων του στον αναγνώστη να οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό , δηλαδή στην σφαιρική ενότητα των εννοιών δράση-χώρος-συναίσθημα
Ξεχωριστό το διήγημα Οι Χαλασσοχώρηδες (1892), αποτελεί από μόνο του μια μικρή μελέτη κοινωνικο-πολιτικού χαρακτήρα. Με αφορμή την προεκλογική περίοδο στην επαρχία και τον ελάχιστα υγιή ανταγωνισμό των αντίπαλων κομμάτων, ο Παπαδιαμάντης σκιαγραφεί το χωρικό πλαίσιο όπου διεξάγεται ο προεκλογικός αγώνας. Τα πυκνοδομημένα σπίτια υποδέχονται τις ενημερωτικές δραστηριότητες και οι δρόμοι, οδικοί και θαλάσσιοι τον λυσσαλέο αγώνα. Μέσα μεταφοράς επιστρατεύονται, χρηματικά ποσά ίπτανται και συμπρωταγωνιστούν. Ολόκληρο το χωριό καθίσταται θέατρο των δράσεων, από την θάλασσα, την προκυμαία, και την πλατεία έως το δίκτυο των δρόμων. Οι κινήσεις των εμπλεκόμενων, υποψηφίων και ψηφοφόρων, σκωπτικά σχολιαζόμενες, υποκρύπτουν τις από μέρους τους σκοπιμότητες, τους δόλιους στόχους και τις ύποπτες εξυπηρετήσεις παρά το φαινομενικά πανηγυρικό πνεύμα που καλλιεργούν οι μέλλοντες πολιτικοί. Από τον κωμικό σχολιασμό του συγγραφέα πληροφορούμαστε τα άθλια και συμφεροντολογικά ήθη του καιρού. Ιδιαίτερα, όταν υποψήφιος στοχεύει στην απαλλαγή του από τον φόρο λόγω καλλιεργειών ή από την ανάλειψη δημόσιων έργων ή ακόμα από την υπόσχεση ολοκλήρωσης χρόνια αργούντων υποδομών, τότε καταλαβαίνουμε πόσο σε κάθε επίπεδο διαπλέκεται ο χώρος! Εκτός από τις αναφορές στα στοιχήματα, στα ταξίματα και την έλλειψη δεοντολογίας, γίνεται λεπτομερής σχολιασμός και στην εκλογική διαδικασία, τη συναλλαγή, την εκμετάλευση και τοκογλυφία σε βάρος των φτωχών χωρικών από τους ισχυρούς και δη τους πολιτευόμενους συγχωριανούς τους. Αναπαριστώντας τα τρεχαλητά των υποψηφίων, την κίνηση στο πρακτορείο
(εκλογικό κέντρο), και τις εκεί δράσεις τους, αναπτύσσει μια δυναμική όπου ο σκηνικός χώρος μιας νουβέλας καθίσταται ζώσα πραγματικότητα. Και για ένα άλλο λόγο είναι σημαντικό το έργο: κάνει κριτική στη λειτουργία της δημοκρατίας, δηλαδή στις διαδικασίες και τα ήθη ψέγοντάς τα ουσιαστικά: «Η ηθική δεν είναι επάγγελμα, και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί, και αληθώς πονεί τον τόπον του, και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν τής γραφίδος, αλλ᾽ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθεί». Και το κυριότερο, στο έργο φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν ήταν ο κοσμοκαλόγερος, άρα κάποιος μη προβληματισμένος για τα εγκόσμια και τα κοινωνικά ζητήματα, κάποιος με θεολογική ίσως μόνον άποψη, εικόνα του συγγραφέα που καλλιεργήθηκε για χρόνια, εφόσον γράφει: «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα καυ ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς».
Η νουβέλα Η φόνισσα (1903) παίρνει την ξεχωριστή θέση που της αξίζει, αξιολογώντας την ως κορυφαίο έργο τόσο της δημιουργίας του Παπαδιαμάντη όσο και της λογοτεχνίας γενικότερα: Πρόκειται για εμβληματικό έργο, από τα πιο προσφιλή ως ανάγνωσμα και ως έμπνευση για άλλες μορφές τέχνης. Ξεκινά με τη μυσταγωγική σκηνή στο σπίτι όπου το λυχνάρι και οι σκιές αντιστοιχούν στη μυσταγωγία της γέννησης αλλά και του άγνωστου που καραδοκεί. Διακρίνονται τόσο ο φυσικός όσο και ο ανθρωπογενής χώρος. Ο πρώτος σχετίζεται με τη φύση, το τοπίο και το ρόλο τους στο έργο. Ο δεύτερος τόσο με τη μικροκλίμακα που υποθάλπει τις τραγικές πράξεις της Φραγκογιαννούς, όσο και με τον οικισμό και το νησί. Ο φυσικός χώρος, το τοπίο και ο τρόπος που αποδίδεται από τον μεγάλο συγγραφέα, αντανακλά τα συναισθήματα της ηρωίδας, κυρίως στο κυνηγητό που υφίσταται. Λειτουργεί όμως παράλληλα και ανακουφιστικά, προκειμένου να ελαφρύνει τη ζοφερή ατμόσφαιρα του φόνου και των τύψεων αλλά και ως αντίδοτο σε μια τόσο δραματική εξέλιξη προβάλλοντας τη μαγιάτικη ατμόσφαιρα με τον πιο γλαφυρό τρόπο. Ο ανθρωπογενής χώρος καλύπτει την κλίμακα του νησιού, από το κάστρο και το εγκαταλειμμένο χωριό έως τον νεώτερο οικισμό αλλά και πολλές τοποθεσίες, περάσματα, στάσεις, καλύβες χωρικών, στάνες κλπ. Χαρακτηριστικότερο όλων όμως είναι η πορεία της φόνισσας μέσα και πάνω-κάτω στον οικισμό και κυρίως στα μονοπάτια, στα χωράφια, στο δάσος, στα απόκρημνα βράχια, στην παλίρροια… Οι χώροι παρακολουθούν το λαχάνιασμα της γυναίκας, αντηχούν το τρέξιμο και τον βηματισμό της.
Η φύση και το δομημένο περιβάλλον δεν αποτελεί το τοπίο, το περίγραμμα ή το φόντο στα έργα του Παπαδιαμάντη. Γίνεται αναπόσπαστο σύνολο με τους ήρωες, που δρουν ενταγμένοι σε ό,τι τους περιβάλλει. Το δέος προς τη φύση και τον περίγυρο δεν εκφράζεται με λόγια ή επιφωνήματα αλλά με μια σιωπηλή πνοή που εκπέμπεται από κάθε πρόταση του λόγου. Οπωσδήποτε η μεγάλη ανταπόκριση του συγγραφέα στο αναγνωστικό κοινό δεν οφείλεται στα στοιχεία του χώρου που μεμονωμένα ίσως θα είχαν μικρότερη αξία, αλλά στον τρόπο παρατήρησής τους και αξιοποίησής τους στο έργο του. Η υπόσταση που αποδίδει σ’ αυτά, το μέτρο παρουσίας τους στα έργα του, η κριτική αναλογία και ανταπόκριση τους στους χαρακτήρες και την υπόθεση, η συνολική εικόνα και η λογοτεχνική μανιέρα και αξία του λογοτέχνη αποδίδουν τη σημαντική παρουσία του στο λογοτεχνικό και κοινωνικό στερέωμα. Ο ανοιχτός χώρος και η ύπαιθρος είναι αυτά που ενδιαφέρουν κατά κύριο λόγο τον συγγραφέα και κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η φτώχεια των ηρώων, ο αγώνας για την εξασφάλιση της διατροφής και της επιβίωσης επιτείνεται με τις αναφορές στη στέγαση και τη διαμονή. Η τοκογλυφία και η εκμετάλλευση έχουν στόχο την υφαρπαγή περιουσιών, ενώ η καλλιέργεια της γης και η αλιεία είναι πραγματικός αγώνας και ρίσκο για τους πένητες. Να μην λησμονούμε ωστόσο ότι οι άνθρωποι έχουν και σήμερα τα ίδια προβλήματα με τους ήρωες του Παπαδιαμάντη. Μόνο που τότε οι ιστορίες του διαδραματίζονταν στον αγροτικό χώρο ενώ σήμερα τα πράγματα συμβαίνουν κυρίως στην πόλη. Τα περιστατικά της ζωής των ανθρώπων αυτών, οι έννοιες, οι αγωνίες και τα συναισθήματά τους όπως εκφράζονται στη γραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μας ακολουθούν ανταποκρινόμενα στην κοινωνία κάθε εποχής.