Στη μεθόριο του σύμπαντος

Βασίλης Ιωαννίδης, «Κρύπτης θυμίαμα», Ποιήματα, εκδ. Ένεκεν 2023

Ο Βασίλης Ιωαννίδης (1948-2022)
Ο Βασίλης Ιωαννίδης (1948-2022)



Κρύ­πτης θυ­μί­α­μα, ο τί­τλος του ποι­η­τι­κού βι­βλί­ου του Βα­σί­λη Ιω­αν­νί­δη πα­ρα­πέ­μπει σε τό­πους λα­τρεί­ας των πρώ­των Χρι­στια­νών, μας επα­να­φέ­ρει, ως τα­πει­νά όντα, στις ρί­ζες μας. Οι τέσ­σε­ρεις συλ­λο­γές που το απαρ­τί­ζουν –Ρωγ­μές, Έρω­τας στη με­θό­ριο, Συ­μπό­σιο στο μνή­μα, Θύ­ρα εξό­δου– έχουν προ­φα­νή στό­χο να μας συ­ντρο­φεύ­σουν από τη ζωή στο θά­να­το, ενώ, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πα­ρα­μέ­νου­με πά­ντα στη θύ­ρα ή στη με­θό­ριο του βί­ου μας. Αυ­τό αναμ­φί­βο­λα εί­ναι το πε­πρω­μέ­νο μας, σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή, που εκ­φρά­ζει συ­νά­μα το άλ­γος και το στο­χα­σμό του με μια λι­τό­τη­τα και μια ξε­χω­ρι­στή αν­θρω­πιά που μας κα­θη­λώ­νουν μπρο­στά σε κά­θε ποί­η­μα. Όσο μι­κρό και αν εί­ναι, το δια­βά­ζου­με και το ξα­να­δια­βά­ζου­με, για­τί κά­θε φο­ρά συ­νει­δη­το­ποιού­με όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο τι εί­ναι ποί­η­ση.

Φλερτ με τη ζωή και την ανυ­παρ­ξία, δι­η­νε­κής συ­ζή­τη­ση με το θά­να­το, ωστό­σο, το ζεύ­γος Έρως-Θά­να­τος δεν ανά­γε­ται σε ψυ­χα­να­λυ­τι­κές δυ­νά­μεις, άρα δεν βρί­σκε­ται συγ­χρό­νως σε φί­λια και αντί­πα­λα στρα­τό­πε­δα:

Αντί­δο­το
στη μο­να­ξιά
ο έρω­τας∙
αντί­δο­το
στο πι­κρό
χέ­ρι
του θα­νά­του (77)

Με μαύ­ρο χιού­μορ, ο ποι­η­τής χλευά­ζει το θά­να­το-ερα­στή:

Ζευ­γά­ρι ται­ρια­στό
ο θά­να­τος και η ζωή∙
εκεί­νη του χα­ρί­ζει
τη δρο­σιά της
αυ­τός το αιώ­νιο φι­λί (35)

Ο Έρω­τας δεν εί­ναι πά­θος, εί­ναι αγά­πη για κά­θε βή­μα στο σύ­ντο­μο τα­ξί­δι. Ο Θά­να­τος δεν εί­ναι δια­φα­νής έν­νοια. Δεν μπο­ρού­με να τον προσ­διο­ρί­σου­με, όπως ακρι­βώς και την ύπαρ­ξή μας. Το μό­νο βέ­βαιο στη βρα­χεία πο­ρεία μας εί­ναι ο εγκλω­βι­σμός μας στα στε­νά πε­ρά­σμα­τα ή σε μια με­θό­ριο χω­ρίς όρια. Όλα αρ­χί­ζουν με ρωγ­μές, με δι­χα­στι­κά στοι­χεία που προ­σπα­θούν χω­ρίς επι­τυ­χία να οι­κο­δο­μή­σουν την υπό­στα­σή μας. Το τα­ξί­δι από τη ζωή στο θά­να­το δεν εί­ναι πα­ρά η κί­νη­ση από μια μορ­φή ανυ­παρ­ξί­ας σε μια άλ­λη. Η γη μάς διώ­χνει, δεν μας αγκα­λιά­ζει, ο ου­ρα­νός εί­ναι ένα ψέ­μα, μια ψευ­δαί­σθη­ση. Και ο θνη­τός, μό­νος, χω­ρίς αγά­πη, στη με­θό­ριο:

Η γη αφι­λό­ξε­νη
κι ο ου­ρα­νός
μια ου­το­πία (33)

Στον «Ύμνο στην Αφρο­δί­τη» η Σαπ­φώ, δέ­κα­τη μού­σα σύμ­φω­να με τον Πλά­τω­να, νιώ­θει άνε­τα όταν απευ­θύ­νε­ται στη θεά του έρω­τα σαν φί­λη. Ο Πε­τράρ­χης υμνεί την αρε­τή και την ομορ­φιά της αγα­πη­μέ­νης και ανά­γει τη γυ­ναί­κα σε σύμ­βο­λο τε­λειό­τη­τας. Ακρι­βώς το αντί­θε­το συ­να­ντού­με στην ερω­τι­κή ποί­η­ση του Ιω­αν­νί­δη. Ο έρω­τας, ως λέ­ξη και ως συ­ναί­σθη­μα, ανα­φέ­ρε­ται συ­χνά, αλ­λά εί­ναι μια ση­μα­ντι­κή αν­θρώ­πι­νη διερ­γα­σία, μια εσω­τε­ρι­κή, γή­ι­νη υπό­θε­ση. Ανα­δει­κνύ­ει την αν­θρω­πιά του ερω­τευ­μέ­νου, την ανά­γκη του για συ­ντρο­φιά.

Ο τό­μος αρ­χί­ζει με ένα πε­ρι­γρα­φι­κό ποί­η­μα που προ­ε­τοι­μά­ζει τα σύν­θε­τα συ­ναι­σθή­μα­τα που θα ακο­λου­θή­σουν. Ένα από τα πολ­λά πα­ρά­δο­ξα της ποί­η­σης, ποι­η­τι­κό βι­βλίο γε­μά­το ψυ­χή και λάμ­ψη αρ­χί­ζει με ρωγ­μή στην πη­γή του φω­τός, τον ήλιο, ενώ όλοι οι τί­τλοι των συλ­λο­γών πα­ρα­πέ­μπουν σε ρήγ­μα­τα στο σύ­μπαν και στην κοι­νω­νία:

Ένας ήλιος
ανά­πη­ρος
όλο ου­λές∙
τυ­λί­γο­μαι
τον μαύ­ρο
ου­ρα­νό (11)

Ο μό­νος τρό­πος να ξε­φύ­γου­με από τη μο­να­ξιά, από το σκο­τά­δι, να αφή­σου­με το πνεύ­μα να δρα­πε­τεύ­σει από το σώ­μα:

Κλει­στοί οι δρό­μοι∙
ανοί­γεις τρύ­πες
στο σώ­μα σου
και φεύ­γεις (22)

Η επα­φή του ποι­η­τή με το σύ­μπαν άμε­ση:

Ένα σύν­νε­φο
ήρ­θε και κά­θι­σε
πά­νω μου
και βρέ­χει (12)

Το ίδιο και η επα­φή του με το θείο δώ­ρο, την ποί­η­ση:

έχει κι η ποί­η­ση
ανά­γκη
τις βο­λές της∙
δεν την αντέ­χει
τό­ση ερη­μιά (133)

Ο Βα­σί­λης Ιω­αν­νί­δης μπο­ρεί να εγκα­τέ­λει­ψε την επι­στή­μη του –ακτι­νο­λό­γος, διευ­θυ­ντής σε κλι­νι­κή νο­σο­κο­μεί­ου– για την ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή, αλ­λά συ­νε­χί­ζει να ακτι­νο­γρα­φεί την ψυ­χή του, την ψυ­χή όλων μας, μέ­σα στις τέ­χνες που του χά­ρι­σαν οι Μού­σες:

Τυ­λί­γο­μαι στον στί­χο
φο­ρώ κα­τά­σαρ­κα
τις λέ­ξεις (166)

Οι λέ­ξεις δεν στα­μα­τούν την πο­ρεία τους, δεν ξε­κου­ρά­ζο­νται:

Χω­ρίς άγκυ­ρες
τα­ξι­δεύ­ουν οι λέ­ξεις (56)

Και η ποί­η­ση; Ποιος εί­ναι ο στό­χος της ποί­η­σης; Και ο ποι­η­τής; Για­τί γρά­φει;

Άστε­γη
έμει­νε η ποί­η­ση
και πε­ρι­φέ­ρε­ται
στους δρό­μους
ζη­τια­νεύ­ο­ντας (58)

Όπως σε κλει­στό
κε­λί,
χω­ρίς φως,
μέ­σα στο ποί­η­μα
κα­τοι­κείς (131)

Κα­θώς η ποί­η­ση ρέ­ει, με μι­κρούς στί­χους, ακό­μη και μο­νο­λε­κτι­κούς, μας πα­ρα­σύ­ρει στη θέ­α­ση της μο­να­ξιάς και την απο­δο­χή της βρα­χύ­τη­τας του βί­ου, κο­ντο­λο­γίς σε δύο δρό­μους που οδη­γούν στην Τέ­χνη.

Κρύ­πτης θυ­μί­α­μα, ένα ξε­χω­ρι­στό βι­βλίο των εκ­δό­σε­ων Ένε­κεν, φό­ρος τι­μής στη μνή­μη του τα­λα­ντού­χου Βα­σί­λη Ιω­αν­νί­δη (1948-2022), που υπήρ­ξε τα­πει­νός ενώ­πιον της τέ­χνης του και του ανα­γνώ­στη του, γι’ αυ­τό και σπου­δαί­ος ποι­η­τής.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: