Κείμενα μικρά, κάποια μόλις μερικών σειρών, εμφανίζονται συχνά τα τελευταία χρόνια στη λογοτεχνία. Μικρές αλλά και συνάμα λιγοστές είναι και οι ιστορίες της Σοφίας Τριανταφυλλίδου σ’ αυτό το πρώτο της βιβλίο, που αριθμεί λιγότερες από 50 σελίδες και χωράει κυριολεκτικά σε μια παλάμη. Εύλογο θα ήταν λοιπόν το ερώτημα: «Τι θέλει να πει κάποιος/α με ένα τόσο μικρό βιβλίο;».
Η απάντηση μπορεί εύκολα να δοθεί, αν ανατρέξουμε στη μοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας. Σημασία δεν έχει μόνο το κείμενο αλλά κυρίως το υπο-κείμενο. Σημασία δεν έχει να δείχνεις αλλά να υπο-δεικνύεις. Σημασία δεν έχει να κατονομάζεις αλλά να υπο-νοείς. Για να το πω αλλιώς, το κείμενο κατασκευάζεται με τέτοιον τρόπο που το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται στις σιωπές του, σ’ αυτά δηλαδή που δεν λέγονται. Είναι το κάδρο ενός πίνακα, όπου τον πίνακα καλείται να συνθέσει ο ίδιος ο αναγνώστης/στρια. Ο αναγνώστης, δηλαδή, καλείται να διαβάσει αυτόν τον πίνακα μέσα από το κάδρο που στήνει κάθε φορά ο/η συγγραφέας.
Ας το παραδεχτούμε: είναι ένας δημοκρατικός τρόπος, εφόσον η πρωτοβουλία αφήνεται στο υποκείμενο της ανάγνωσης και όχι σε αυτό της γραφής. Είναι μια τομή στη λογοτεχνία, εφόσον αίρεται αυτό που για αιώνες είχε κυριαρχήσει, η παντοδυναμία δηλαδή αυτού που αφηγείται, η πρόθεσή του να κατευθύνει την αναγνωστική ανταπόκριση.
Για το υποκείμενο της γραφής, βεβαίως, αυτό είναι αληθινός πονοκέφαλος. Η μικρή φόρμα ή τα κείμενα μπονζάι, όπως αποκαλούνται, απαιτούν λεπτότατους χειρισμούς στη γλώσσα, ακριβολογία και μια ολιγολογία που ο γράφων/η γράφουσα οφείλει να φτάσει στα άκρα. Ο υπαινιγμός, οι σιωπές δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο μέσα από την έσχατη πύκνωση.
Πέρα όμως από την πύκνωση, οι ιστορίες αυτού του βιβλίου διακρίνονται και για το εξωλογικό στοιχείο. Αυτή η ανατροπή της «πραγματικής» πραγματικότητας συμβαίνει με διάφορους τρόπους. Άλλοτε γίνεται με τον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού ή των παραμυθιών και άλλοτε με τον τρόπο του ονείρου και του ασυνείδητου, της πλήρους δηλαδή απελευθέρωσης από τις συμβάσεις της λογικής. Το σκηνικό αυτών των ιστοριών ξεκινάει από το γκροτέσκ, το άκρως παράξενο, και αγγίζει συχνά τα όρια του εφιαλτικού.
Αυτή η άρνηση της πραγματικότητας με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, με την έννοια ότι αυτό που για τον καθένα/καθεμιά μας μετράει δεν είναι τόσο αυτό που συμβαίνει έξω από εμάς, στον πραγματικό κόσμο, όσο ο τρόπος με τον οποίο καταγράφεται στη συνείδησή μας, στον εσωτερικό μας κόσμο. Η αναζήτηση εαυτού, η ταυτότητα πλάθεται με αφορμή την πραγματικότητα και όχι από
την πραγματικότητα. Η συνείδηση έπεται χρονικά αλλά προηγείται σημασιολογικά. Οι ιστορίες της Σοφίας Τριανταφυλλίδου αγγίζουν αυτές τις περιοχές, ανήκουν σε μια γραφή που έχει ψυχαναλυτικές καταβολές.
Άλλο ένα συστατικό στοιχείο αυτών των μικροδιηγημάτων είναι η τραγικότητα. Είναι μια τραγικότητα, η οποία δομείται στη βάση της παγίδευσης. Το δίχτυ στήνεται από την αρχή των ιστοριών, οι ήρωες εγκλωβίζονται, κάτι κακό προμηνύεται. Σπανίως ξεφεύγουν με ομαλό τρόπο, τις περισσότερες φορές συντρίβονται, καθώς συγκρούονται με δυνάμεις ανώτερες απ’ αυτούς, υπέρτερες.
Όπως και να ’χει πάντως, το τέλος κάθε ιστορίας συνοδεύεται από μια ανατροπή, ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτών των κειμένων. Υπάρχει σίγουρα μια προσπάθεια πρόκλησης του ξαφνιάσματος του αναγνώστη/στριας. Αυτό σε καμιά περίπτωση όμως δεν σημαίνει ότι εκβιάζεται το συναίσθημα του υποκειμένου της ανάγνωσης. Αντιθέτως, θεωρώ ότι αυτό προκύπτει ως εσωτερική ανάγκη ανταπόκρισης στα γραφόμενα, καθώς οι εκφραστικοί τρόποι δεν κινούνται προς την υπερβολή αλλά προς το μέτρο, την αριστοτελική μεσότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, άλλωστε, το συναίσθημα φαίνεται να ποικίλει σε ένταση από μικροδιήγημα σε μικροδιήγημα και επομένως και από αναγνώστη σε αναγνώστη εφόσον διαφοροποιούνται τα δικά του βιώματα και οι δικές του προσλαμβάνουσες.
Από άποψη τεχνική θα ήθελα να σχολιάσω άλλα δύο ζητήματα που διαπλέκονται, αυτά του τίτλου και των συμβόλων. Σε κάποια διηγήματα ο τίτλος προκαλεί δημιουργώντας κυρίως μια απορία ή το αίσθημα της περιέργειας. Ενδεικτικοί, για παράδειγμα, οι τίτλοι «Το σπίτι στη ράχη ενός ψαριού» και «Ο άγνωστος Χ», με τον δεύτερο μάλιστα να λειτουργεί στον άξονα αίνιγμα – λύση, την οποία αναμένουμε να δώσει η ανάγνωση του διηγήματος. Συχνά η ανάγνωση οδηγεί σε ανατροπή της αρχικής εντύπωσης που αφήνει ο τίτλος. Έτσι όμως ο τίτλος ανασημασιοδοτείται, αποκτά νέο περιεχόμενο και τις περισσότερες φορές φτάνει στο να λειτουργεί ως σύμβολο ή ως μια συντομότατη περίληψη όλου του κειμένου, όπως π.χ. ο τίτλος «Λουλούδια του πάθους».
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω το εξής: όσο κι αν τα διηγήματα αυτά είναι υπαινικτικά, οι θεματικές τους διαγράφονται ξεκάθαρα. Γυναικεία γραφή δεν υπάρχει, θα ήταν άλλωστε ρατσιστικό να λέγεται ή να γράφεται κάτι τέτοιο για τις γυναίκες συγγραφείς, υπάρχουν όμως διηγήματα στην παρούσα συλλογή που σχολιάζουν τους έμφυλους ρόλους και τη βία κατά των γυναικών. Σε άλλα πάλι κείμενα συναντάμε πιο «κλασικά» θέματα, όπως η αντίθεση της κατά φύσιν με την κατά πολιτισμόν ζωής, οι οικογενειακές σχέσεις, τα παιδικά τραύματα που σχετίζονται με το ζήτημα της αποδοχής, η πάλη ζωής και θανάτου, η απώλεια, η άλογη βία, η αναζήτηση εαυτού. Το μόνο διήγημα που φαίνεται μην ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο θέμα είναι «Οι υφάντρες», αν και σε μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί να εκληφθεί και ως εξωλογικό μανιφέστο για το ακόρεστο γενετήσιο ένστικτο, μια προσπάθεια να τεθεί μια άλλου είδους, γοητευτικότερη λογική, που μου θύμισε αρκετά την ταινία «Χαμένη λεωφόρος» του Ντέιβιντ Λιντς.
Τελικά, είναι ένα βιβλίο που μολονότι «μικρόν το δέμας» γεννάει προβληματισμούς κι ερωτηματικά και οδηγεί σε αναστοχασμό. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο μπορεί κανείς να επανέρχεται.