Ο Βίλχελμ Μύλλερ έγραψε είκοσι επιστολές που καλύπτουν το διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία, από τις 10 Ιουλίου μέχρι τις 8 Αυγούστου 1818. Εννέα από αυτές είναι γνωστές ως «Επιστολές από το Άλμπανο». Το τοπωνύμιο παραπέμπει στην μικρή πόλη, στα βουνά του Αλμπανέζε (Albanese), περιοχής 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ρώμης, στην οποία ο Μύλλερ είχε εν τω μεταξύ αποσυρθεί από τον καλοκαιρινό καύσωνα τής μητρόπολης. Ωστόσο, οι «Επιστολές από το Άλμπανο» που γράφτηκαν εν μέρει στην περιοχή αυτή, αποτέλεσαν τη βάση για το βιβλίο που έμελλε να γίνει γνωστό ως το βιβλίο του Μύλλερ για την Ιταλία. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής γνώριζε ότι το έργο του για την Ιταλία σχετιζόταν με μια λογοτεχνική παράδοση, στην οποία προσπαθούσε να ενταχθεί, αλλά και να καινοτομήσει.
Στις επιστολές αυτές που απευθύνει σε φίλο του, αγνώστων στοιχείων (πρόκειται προφανώς για φανταστικό πρόσωπο), περιγράφει εμπειρίες από το ταξίδι του, καθώς επίσης παρουσιάζει την Ιταλία και τους ανθρώπους μέσα από λεπτομερείς, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιγραφές.
Το ιστορικό του ταξιδιού έχει ως εξής. Το καλοκαίρι του 1817 ο βαρόνος Άλμπερτ φον Ζακ (Albert von Sack, 1757-1828), Πρώσος ερευνητής, προγραμμάτισε ταξίδι στην Ελλάδα και την Ανατολή, όπου η Βασιλική Πρωσική Ακαδημία Επιστημών του είχε αναθέσει τη συγκέντρωση ελληνικών επιγραφών. Αναζητώντας έναν αρμόδιο επιστήμονα ως σύμβουλο-συνοδό, απευθύνθηκε στην Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου, όπου ο περίφημος Γερμανός κλασικός φιλόλογος Φρήντριχ Aουγκούστ Βολφ (Friedrich August Wolf, 1759-1824), συγγραφέας των ομηρικών Prolegomena (1795), πρότεινε τον φοιτητή του Γουλιέλμο Μύλλερ. Ο Μύλλερ είχε εντρυφήσει σε επιγραφές αρχαιοελληνικών μνημείων και πίστευε ότι μπορούσε να προσφέρει τις γνώσεις του σε ένα τέτοιο ταξίδι στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, όπου επρόκειτο να συλλέξει αρχαίες επιγραφές και έργα τέχνης.
Το ταξίδι του Μύλλερ στην Ιταλία (1818)
Η αναχώρηση έγινε στις 4 Αυγούστου 1817 και ως πρώτος σταθμός επελέγη η Βιέννη λόγω του μεγάλου αριθμού Ελλήνων μεταναστών που ζούσαν εκεί. Έχοντας συστατικές επιστολές από τον Βολφ οι δύο ερευνητές έγιναν δεκτοί στην ελληνική κοινότητα και έλαβαν πολλές πολύτιμες πληροφορίες. Ερχόμενος σε επαφή με τους Έλληνες μετανάστες ο Μύλλερ φρόντισε να εξοικειωθεί, όσο ήταν δυνατόν, με τη νέα ελληνική γλώσσα (συνηγόρησε σε αυτό η γνώση της αρχαίας ελληνικής), ενώ παράλληλα ένοιωσε τον απελευθερωτικό παλμό των Ελλήνων κατά της τουρκικής κυριαρχίας. Έτσι, αναπτύχθηκε εκείνη η ζωηρή συμπάθεια για το ελληνικό ζήτημα που αργότερα θα εκφραζόταν στα ελληνικά τραγούδια.
Το ταξίδι συνεχίστηκε στις 6 Νοεμβρίου. Όχι προς την Κωνσταντινούπολη, όπως είχε προσχεδιαστεί, αλλά προς την Ιταλία. Και τούτο επειδή την εποχή εκείνη είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας στην Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Οκτωβρίου ο Μύλλερ γράφει από την Βιέννη στον Βολφ:
Παρεμπιπτόντως, η πανούκλα στην Κωνσταντινούπολη ανέτρεψε τα ταξιδιωτικά μας σχέδια. Φεύγουμε για την Ιταλία στο τέλος του μήνα και έτσι η συμβουλή που μου δώσατε (να δούμε την Ιταλία και όχι την Ελλάδα) θα πραγματοποιηθεί από τη μοίρα […]. Σκεφτόμαστε να επιβιβαστούμε στη Νάπολη ή στον Τάραντα, να πάμε στην Κέρκυρα και από εκεί στην Ήπειρο.[1]
Στα μέσα Δεκεμβρίου έφτασαν στη Φλωρεντία και στις 4 Ιανουαρίου 1818 οι Άλμπερτ φον Ζακ και Μύλλερ κατέληξαν στη Ρώμη. Το Πάσχα του ίδιου χρόνου ο Μύλλερ συνέχισε το ταξίδι μόνος, χωρίς τον Ζακ, για να γνωρίσει τη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Φλωρεντία. Συναναστράφηκε με τους ζωγράφους Γιόζεφ Άντον Κοχ (Joseph Anton Koch) και Γιούλιους Σνορ φον Κάρολσφελντ (Julius Schnorr von Carolsfeld), οι οποίοι φιλοτέχνησαν το πορτρέτο του, καθώς και με τον Πρώσο απεσταλμένο Μπάρτολντ Νίμπολντ (Barthold Niebold)· ακόμη με τον προστάτη των τεχνών και τεχνοκριτικό Καρλ Φρίντριχ φον Ρούμορ (Carl Friedrich von Rumohr), τον Φρίντριχ Ρύκερτ (Friedrich Rückert), τον οποίο ο Μύλλερ έσωσε από πνιγμό, και τον Σουηδό ποιητή Περ Ντάνιελ Άτερμπομ (Per Daniel Atterbom).
Η ιταλική φύση και το τοπίο συνέβαλαν στην παράταση της παραμονής του στην Ιταλία. Ήρθε σύντομα σε επαφή με τη γερμανική αποικία καλλιτεχνών και ένοιωσε ζωηρό ενδιαφέρον για ζητήματα των τεχνών συχνάζοντας στο Café Greco και το Café Tedesco, χώρους συνάντησης και συναναστροφής ομοτέχνων του. Ένας ευρύς κύκλος Γερμανών και Αυστριακών ζωγράφων και καλλιτεχνών είχαν επιλέξει τη Ρώμη ως τόπο παραμονής.
Καρπός αυτής της χρονιάς και των εμπειριών του στην Ιταλία ήταν το βιβλίο Ρώμη Ρωμαίοι και Ρωμαίες (Rom, Römer und Römerinnen), το οποίο κυκλοφόρησε το 1820 και είναι γραμμένο σε μορφή επιστολών προς φανταστικούς παραλήπτες. Σε αχρονολόγητη επιστολή από το Βερολίνο προς την Χελμίνα φον Τσέζυ (Helmina von Chezy) ο Μύλλερ αναφέρει
Δεν ξέρω αν γνωρίζετε ήδη ότι τώρα βρίσκομαι μόνος στο Βερολίνο για μια επίσκεψη και ταυτόχρονα εργάζομαι πάνω στο προαναφερθέν πάντοτε επίκαιρο οδοιπορικό, το οποίο θα εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Duncker u. Humboldt γύρω στα Χριστούγεννα με τίτλο Ρώμη, Ρωμαίοι και Ρωμαίες. (Ό.π., 125-126)
Το βιβλίο δεν αναφέρεται σε αρχαιολογικής φύσεως ή άλλες συναφείς συγκινήσεις του δημοφιλούς προορισμού διακοπών, αλλά παρέχει λαογραφικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, τη μόδα, τον θησαυρό των τραγουδιών, των ιστοριών και των ετήσιων εορτών. Δεν υμνείται η νεκρή αρχαιότητα, επειδή, όπως αναφέρει ο Μύλλερ στην 14η επιστολή του από την Ρώμη στις 20 Αυγούστου 1818:
Τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης έχουν μετρηθεί, συμπληρωθεί, ονομαστεί και απεικονιστεί πολλές φορές: έχουν ανασκαφεί μέχρι τα θεμέλιά τους, τα επιμέρους θραύσματά τους έχουν ανασυρθεί από τη γη και έχουν επανατοποθετηθεί, οι νεόκτιστοι πύργοι και οι καλύβες έχουν ως επί το πλείστον κατεδαφιστεί και η εξαγνισμένη αρχαιότητα έχει διασφαλιστεί για το μέλλον με ένα τείχος δακτυλίου ενάντια σε κάθε σύγχρονη βεβήλωση. Οι ντόπιοι και οι ξένοι ανησυχούσαν λιγότερο για τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής ζωής, από τα οποία μπορούσαν να βρουν έναν σχετικά μεγαλύτερο παρά μικρότερο αριθμό στα έθιμα και τις παραδόσεις των σημερινών ανθρώπων, παρά για τα θέατρα, τους θριάμβους, τους ναούς και τα μαυσωλεία στους Επτά Λόφους και στην Καμπανία.[2]
Στην 15η επιστολή, γραμμένη στις 23 Αυγούστου 1818 στη Ρώμη, αναφέρει την σπουδαιότητα που έχουν για εκείνον η φύση και τα τοπία:
Φεύγω για τη Φλωρεντία σε λίγες ημέρες. Η παρέα ενός φίλου μού επέτρεψε να αποφασίσω να φύγω από τη Ρώμη μερικές εβδομάδες νωρίτερα από το παλιό μου σχέδιο. Ο χρόνος που θα κερδίσω, θα αφιερωθεί στον καταρράκτη της Τέρνι, στον καθεδρικό ναό του Ορβιέτο, στο Sacro Convento στην Ασίζη, στα έργα τέχνης στην Περούτζια και σε άλλους τόπους ανάπαυσης στο δρόμο προς την Φλωρεντία, με τα οποία από άποψη φυσικής ομορφιάς και καλλιτεχνικού πλούτου τίποτε άλλο στην Ιταλία δεν μπορεί εύκολα να συγκριθεί. Σκοπεύουμε μάλλον με λοξοδρομήσεις να τραβήξουμε ένα μήνα το ταξίδι μας, που σε ευθεία οδό δεν διαρκεί περισσότερο από τέσσερις με πέντε μέρες. Αλλά το ίδιο μπορεί να κάνουν και οι βαλίτσες μας.[3]
Συνεχίζει με αναφορές στην καθημερινότητα: «Δες εκεί την πολύχρωμη πινακίδα πάνω απ’ το κατάστημα αλλαντικών».[4] Ιδιαιτέρως σε ανάλογα αποσπάσματα ο Μύλλερ δημιουργεί μια πεζή ζωντάνια, με την οποία εκφράζεται επαρκώς η γοητεία που τον είχε κυριεύσει. Με τέτοιο γοητευτικό τρόπο απομακρύνεται σταδιακά από την επιρροή της νεοπροτεσταντικής γερμανικής στενοκεφαλιάς. Όταν τελικά μπόρεσε να γράψει τις «Επιστολές», όλη η δυσαρέσκεια ήταν ήδη πίσω του ― και σίγουρα είχε σκεφτεί κάτι το επιδεικτικό, όταν ασχολήθηκε, στην τελευταία από τις «Επιστολές», ακριβώς με τη ρωμαϊκή «αγάπη για τους ξένους»:
Δεν ξέρω να υπάρχει καμία πόλη στον κόσμο που να προσφέρει
στους ξένους τόσες πολλές τιμές, προνόμια και χάρες όσο η Ρώμη.[5]
Π Η Γ Ε Σ
Wilhelm Müller: Werke. Tagebücher, Briefe, τόμοι 1, 3, 3.2. Επιμ. Maria-Verena Leistner. Gatza Verlag, Βερολίνο 1994.
Jäger, Hans-Wolf, „Müller, Wilhelm“. Στο: Neue Deutsche Biographie 18 (1997), 320-322. [Online-Version] Ανακτήθηκε από: https://www.deutsche-biographi... (25.1.2024)
“Unpublished Letters of Wilhelm Muller Author(s)”: James Taft Hatfield Source: The American Journal of Philology, τμ. 24, τχ. 2 (1903), 121-148 . Baltimore-Maryland: The Johns Hopkins University Press. Ανακτήθηκε από: https://www.jstor.org/stable/2... (25.1.2024), 123.
- James Taft Hatfield Source (1903).
- Leistner (1994), τόμ. 3.2., 163.
- Ό.π., 169.
- Sieh dort das bunte Schild über die Pizzikarolbude!“. Wilhelm Müller (1994), ό.π., τόμ. 3, 60.
- Es gibt wohl keine Stadt in der Welt, die dem Fremden so viele Ehren, Vorrechte und Gefälligkeiten zu bieten weiß als Rom“. Ό.π., τόμ. 3.2., 220.