Τα δύο ποιήματα του τίτλου ανήκουν στη συλλογή του Γουλιέλμου Μύλλερ Στιχάκια καραμέλας (Devisen zu Bonbons) που εκδόθηκε γύρω στο 1823, όταν ο ποιητής ήταν τριάντα ετών, ενώ δύο χρόνια πριν είχαν εκδοθεί τα περίφημα Τραγούδια των Ελλήνων (Griechenlieder). Τα ποιήματα προορίζονταν για περιτυλίγματα διάφορων ειδών καραμέλας. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν στον γερμανόφωνο κόσμο χαρτοβιομηχανίες που τύπωναν χαρτί περιτυλίγματος με σατιρικά αποφθέγματα. Αυτό έχει πιθανότατα στο νου του ο Μύλλερ γράφοντας τα «στιχάκια» και μοιάζει σαν να κάνει ένα ευχάριστο διάλειμμα στη «σοβαρή» του ποίηση. Με αυτά τα γλυκά, σαν καραμέλες, ποιήματα εξυμνεί τον έρωτα, την αγάπη και το πλήθος των ωραίων, ευγενικών συναισθημάτων που γεννιούνται από αυτά. Η συλλογή αποτελείται από δεκαέξι συνολικά ομόθεμα ποιήματα με ύφος ανάλαφρο, «δροσιστικό», παιχνιδιάρικο, που εξυμνούν τον έρωτα ως ζωοφόρο πηγή.
Τα ποιήματα δεν έχουν κοινό μέτρο ούτε είναι όλα ομοιοκατάληκτα Ακριβώς, όμως, αυτή η ποικιλία στη φόρμα και το ύφος τούς δίνει πιο ανάλαφρη διάθεση, μακριά από στενούς κανόνες, ενώ τούς χαρίζει μια ελευθερία που, βέβαια, προκύπτει από το αίσθημα του έρωτα.
Διακόσια χρόνια μετά την πρώτη τους παρουσίαση μεταφράστηκαν στο σύνολό τους από τις μεταπτυχιακές φοιτήτριες του ΕΚΠΑ Φιλαρέτη Καρκαλιά, Ειρήνη Κορώνη, Λίνα Φιλοπούλου και Αγγελική Λυσικάτου στο πλαίσιο μεταφραστικού σεμιναρίου που οργάνωσε το «Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος» σε συνεργασία με το Τμήμα της Γερμανικής Φιλολογίας. Οι μεταφράσεις που αφορούν αποκλειστικά έργα του Γουλιέλμου Μύλλερ, θα εκδοθούν το τρέχον έτος σε ενιαίο τόμο από το «Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος».
Παραθέτω πρώτα τα δύο σύντομα ποιήματα:
Ρόδινα μπουμπούκια και δροσοσταλίδες
Κάθε που βλέπω τη δροσιά
Να κρέμεται στο ρόδο,
Θυμάμαι την αγάπη μου.
Το μπουμπουκάκι είσαι συ,
Που αδιάφορο και παγερό
Κλείνει στον ήλιο την καρδιά.
Όμως εγώ είμαι δροσιά
Που απ’ την κλειστή σου την καρδιά
Λειώνει στου ήλιου τη φωτιά.
Ροδοπέταλο στα χείλη
Μικρό είναι το ρόδο,
σαν βγαίνει από μπουμπούκι,
Με χείλη σαν τη λάβρα
Να συγκριθεί τολμά.
Ο Ζέφυρος θα έρθει
Θα το φυσήξει πέρα.
Μα τώρα θα το φέρει
στο άλικό σου στόμα
Εκεί το πιάνει λύπη
Και μαραζώνει πάλι. (Μτφρ. Ειρ. Κορώνη)
Το πρώτο πράγμα που προσέχει ο αναγνώστης στην πρώτη του επαφή με τα δύο αυτά ευχάριστα και ανάλαφρα ποιήματα του Μύλλερ, είναι η επιλογή της λέξης «ρόδο» για τον τίτλο, η οποία είναι σαφώς εμφανής και στον πρωτότυπο τίτλο των ποιημάτων στα γερμανικά, «Rosenknospe und Tautropfen» και «Ein Rosenblättchen zwischen zwei Lippen» αντίστοιχα.
Η επιλογή του ρόδου, ενός άνθους γενικά συνυφασμένου με την έννοια της αγάπης και του έρωτα, μας προδιαθέτει από την αρχή για το ύφος του ποιήματος. Ο αναγνώστης γνωρίζει εξαρχής τι πρόκειται να συμβεί.
Στο ποίημα «Ρόδινα μπουμπούκια και δροσοσταλίδες» μια εικόνα ζωγραφίζεται σχεδόν άμεσα: Ένα ρόδο, ένα δροσερό άνθος, πιθανότατα σε μια εποχή όπου η δροσιά είναι εμφανής πάνω στα πέταλα του ευαίσθητου αυτού λουλουδιού. Αυτή η εικόνα, του λεπτού άνθους και της ευχάριστης δροσιάς (η λέξη δροσιά έχει αφ’ εαυτής κάτι ευχάριστο, χωρίς να κλίνει περισσότερο στο κρύο αλλά ούτε και στη ζέστη), αυτή η εικόνα λοιπόν είναι που φέρνει στο νου του προσώπου που μοιράζεται μαζί μας το ποίημα, την αγαπημένη του. Όμορφη σαν ένα τριαντάφυλλο, φρέσκια όπως οι σταγόνες δροσιάς.
Αμέσως μετά, εξίσου άμεσα, αυτή η σύγκριση μεταξύ του λουλουδιού και της αγαπημένης γίνεται ακόμη πιο απτή με τη φράση «Το μπουμπουκάκι είσαι εσύ», όπου πλέον γίνεται σαφές ότι ο ποιητής όχι μόνο αναθυμιέται την αγαπημένη του στη θέα της ευχάριστης εικόνας του δροσερού άνθους, αλλά την εξισώνει με ένα ολόφρεσκο μπουμπούκι. Όπως η αντίθεση από την αρχή του ποιήματος μεταξύ του άνθους και της δροσιάς πάνω στο άνθος, θα λέγαμε η αντίθεση μεταξύ της άνοιξης και του χειμώνα, έτσι και η αντίθεση που ακολουθεί, το αδιάφορο και παγερό μπουμπούκι που παραπέμπει στον χειμώνα, έρχεται να σταθεί απέναντι στην εικόνα του άνθους που «κλείνει στον ήλιο την καρδιά».
Η συνέχεια κρύβει και πάλι μια αντίθεση μεταξύ κρύου και ζέστης, μεταξύ άνοιξης και χειμώνα. Η αγαπημένη του παρομοιάζεται με το αδιάφορο και παγερό μπουμπούκι και ο ποιητής με την δροσιά που κρέμεται από το άνθος. Η δροσιά αυτή, όπως κρέμεται πάνω στο άνθος, λειώνει από τον ήλιο. Παρά την ψυχρότητα του άνθους, ο ποιητής που κρέμεται από το ρόδο, που ουσιαστικά είναι αφοσιωμένος στην αγαπημένη του ιδωμένη ως άνθος, λειώνει λίγο-λίγο στην καρδιά της και παρομοιάζεται με «δροσιά» παραδομένη στη φωτιά, αλληγορία της αγάπης. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι το αδιάφορο μπουμπούκι έχει κλείσει την καρδιά του στον ήλιο, έχει αποστασιοποιηθεί από τη ζέστη, τη φλόγα, το συναίσθημα της αγάπης, ο ποιητής, η δροσοσταλίδα, όντας αφοσιωμένος στην αγαπημένη του φλέγεται από επιθυμία για εκείνη. Ακόμη, λοιπόν, και στην περίπτωση που το συναίσθημα δεν βρίσκει ανταπόκριση, όπως συμπεραίνουμε από το ποίημα, ακόμη και τότε η αγάπη είναι αρκετά δυνατή για να τριβελίζει τον ερωτευμένο.
Στο δεύτερο ποίημα της συγκριτικής παράθεσης, «Ροδοπέταλο στα χείλη», το άνθος που επιλέγεται, είναι πάλι το ρόδο και δίνει πάλι, από τον τίτλο ήδη, τηρώντας το ίδιο ύφος, μια γεύση στον αναγνώστη για το τι πρόκειται να διαβάσει. Η εικόνα εδώ, εξίσου άμεση με το προηγούμενο ποίημα, μας μεταφέρει στη γέννηση του εντυπωσιακού άνθους, συνδεδεμένου στο μυαλό μας, με τη βοήθεια της λέξης «μπουμπούκι», με την ομορφιά και τη νιότη.
Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της ομορφιάς που χαρακτηρίζει το λουλούδι, γεννιέται μέσα του η επιθυμία να συγκριθεί με τα κόκκινα χείλη της αγαπημένης του ποιητή και πάλι. Η φράση «να συγκριθεί τολμά» δηλώνει πως το άνθος, όμορφο και αλαζονικό, τολμά να εξισωθεί με την ομορφιά της αγαπημένης. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης είναι προδικασμένο. Ακόμη και κάτι τόσο εντυπωσιακό δεν έχει καμία ελπίδα μπροστά στην ομορφιά της κοπέλας. Για τον λόγο αυτό το άνθος απομακρύνεται από κοντά της, απαλά παρ’ όλα αυτά, λόγω ίσως της ευαίσθητης φύσης του, με την παρέμβαση του Ζέφυρου, ο οποίος όμως αφού το απομακρύνει μία φορά, τιμωρώντας το σχεδόν που αποτόλμησε μια τέτοια σύγκριση σχεδόν με θράσος, θα το φέρει απαλά και πάλι στα χείλη της. Εκεί είναι που ακόμη και το ίδιο το άνθος, παρά τη νιότη του και την απερισκεψία που επέδειξε πρωτύτερα, αντιλαμβάνεται πλέον ότι η σύγκριση είναι άτοπη. Λυπάται που η ομορφιά του δεν μπορεί να συγκριθεί με την ομορφιά της κοπέλας και μαραζώνει γι’ αυτό.
Ενώ, λοιπόν, το πρώτο ποίημα αφήνει μια αίσθηση ανεκπλήρωτου έρωτα, μιας και ο ποιητής/δροσοσταλίδα κρέμεται από το ρόδι και λειώνει από μια επιθυμία που δεν μοιάζει να έχει ανταπόκριση, το δεύτερο ποίημα εστιάζει μόνο στην ομορφιά της κοπέλας, αφήνοντας στον αναγνώστη μια ιδέα της, να την φαντάζεται όπως εκείνος επιθυμεί, με μόνη ένδειξη το γεγονός ότι ακόμη και ένα μικρό και φρέσκο μπουμπούκι, δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της σε ομορφιά.
Ενώ το άνθος στο πρώτο ποίημα είναι η αγαπημένη του ποιητή, στο δεύτερο ποίημα χρησιμοποιείται ουσιαστικά η ομορφιά του λουλουδιού σε αντίθεση με την κοπέλα. Εκεί, λοιπόν, που λουλούδι και γυναίκα ήταν ένα, πλέον, σαν να οδηγείται ο ποιητής σε μια συνείδηση των πραγμάτων, αντιλαμβάνεται και ο αναγνώστης ότι η κοπέλα είναι σε υψηλότερη θέση στην καρδιά του ποιητή και ίσως, μετά από τα γλυκά ποιήματα, και στην καρδιά του αναγνώστη.
Έρωτος τέλος και αρχή.