Τις οδούς γιατί αποφεύγω / μ’ όλους τους ταξιδευτές, / κι ατραπούς κρυφές γυρεύω, / σ’ ολοχιόνιστες κορφές;
Μια ταμπέλα βλέπω όμως, / μια, στα μάτια μου καρφί· / ένας ο δικός μου δρόμος / και δεν έχει επιστροφή.[1]
Περπατώντας στην οδό Μυλλέρου σε χρόνο παρελθόντα ανέκυψε πηγαία το ερώτημα: Ποιος να ήταν ο άνθρωπος αυτός με το εξελληνισμένο όνομα «Μύλλερος» (κατά το «Σχίλλερος») σε αυτόν τον δρόμο του Μεταξουργείου; Γιατί του αποδόθηκε η τιμή να ονομαστεί μια οδός με το όνομά του; Θα μπορούσε να είναι ένας Βαυαρός στρατηγός από εκείνους που κάποτε είχαν ακολουθήσει τον Όθωνα στην Ελλάδα ή καλύτερα ένας Γερμανός αρχαιολόγος. Θα ταίριαζε άλλωστε στην περιοχή με τόσα αρχαία ονόματα τριγύρω. Η απάντηση στο ερώτημα δόθηκε χρόνια μετά, όταν το 2017 διάβασα στον ημερήσιο τύπο ότι πρόκειται για τον Γερμανό φιλέλληνα ποιητή Γουλιέλμο Μύλλερ, βάρδο της επανάστασης του 1821, γνωστόν ως «Μύλλερ των Ελλήνων», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο φιλόλογος και μεταφραστής Συμεών Σταμπουλού, με τον οποίο χρόνια αργότερα έμελλε να συναντηθούμε λογοτεχνικά, αφού κλήθηκε να επιβλέψει και να συντονίσει τη μετάφραση στο έργο του Μύλλερ, μια πρωτοβουλία του «Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος».
Πρόκειται για ένα πρόσωπο πολυδιάστατο, που μέσα στον σύντομο βίο του ωρίμασε γρήγορα ως προσωπικότητα και έδωσε πλούσιο και πολλαπλό έργο. Δραστήριος και παθιασμένος, βίωσε τα συναισθήματα, ως γνήσιο τέκνο του ρομαντισμού, το καθένα στο έπακρο, από την άβυσσο ώς τον ουρανό. Χάραξε πορείες αληθινές και ονειρικές λαχταρώντας τον έρωτα και την ελευθερία. Η ζωή του ένα ταξίδι ανάδυσης και καταβύθισης.
Ήδη στις επιστολές του από το ταξίδι του στην Ιταλία (δημοσιεύτηκαν το 1820 με τίτλο Ρώμη, Ρωμαίοι και Ρωμαίες), ανακαλύπτουμε τον νεαρό ποιητή με την εξημμένη φαντασία και περιέργεια για ζωή. Οι επιστολές αυτές που απευθύνονται σε έναν υποθετικό και ανώνυμο φίλο, μας επιτρέπουν να ταυτιστούμε με τον παραλήπτη και να περιηγηθούμε στον κόσμο του νεαρού ηδυπαθούς Μύλλερ, που με πάθος και οξυδέρκεια συνάμα παρατηρεί τον τόπο που ταξιδεύει, με τρόπο σχεδόν χειρουργικό. Στην αφήγησή του συνδυάζονται το πλούσιο παρελθόν των ιταλικών πόλεων με το παρόν και τη ζωή των ανθρώπων κάθε κοινωνικής βαθμίδας, προπάντων όμως αναδύεται ο τρόπος που βιώνει ο ίδιος το ταξίδι και τις εμπειρίες του, που τον αφήνουν συνεπαρμένο και μαγεμένο.
Ο Μύλλερ αποτελεί συνεκδοχή του γερμανικού ρομαντισμού και της εποχής του. Γεννημένος στο Ντέσσαου της Γερμανίας, είναι το μόνο από τα επτά παιδιά της οικογένειάς του που επέζησε, ενώ έχασε νωρίς και τη μητέρα του. Η απώλεια και ο θάνατος συνυφασμένα με τη ζωή καθιστούν την ευθραυστότητά της πρόδηλη και τον υπερφυσικό έρωτα απαραίτητο συστατικό επιβίωσης. Ο Μύλλερ κατόρθωσε να μεταβάλει τη δυστυχία σε δίψα για ζωή. Ήταν καμωμένος από έντονο και αυθεντικό συναίσθημα. Ακολουθώντας το ρεύμα του Ρομαντισμού επανασηματοδότησε τις έννοιες του δέους και του θαυμασμού και εξελίχθηκε σε γνήσια ρομαντική και πολιτικά σκεπτόμενη προσωπικότητα. Συνεπαρμένος από το δίκαιο του αγώνα για ελευθερία, γράφει δεκάδες φλογερά ποιήματα σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους ανθρώπους μιας χώρας που δεν κατόρθωσε να επισκεφτεί, ωστόσο αγάπησε σαν δική του. Όπως οι περισσότεροι εκφραστές του Ρομαντισμού, αρνείται να αποδεχτεί συγκαταβατικά ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει. Ποθεί όσα τον ξεπερνούν, λαχταρά το ανέφικτο και το απεριόριστο και αναρωτιέται: «Σε αυτό το χωρίς όνειρα μέλλον / μ’ όσους κοιμούνται εγώ τι θέλω;».[2]
Πόλεμοι, φτώχεια, επιδημίες, εκβιομηχάνιση και μετανάστευση, η ζωή και οι άνθρωποι μετατρέπονται την εποχή αυτή σε αναλώσιμα αγαθά. Οι νέοι άνθρωποι αποκόπτονται για πάντα από τη μικρή τους κοινότητα και κυνηγώντας την επιβίωση μετατρέπονται σε απάτριδες (Fremde), άκληρους (Erbenlose) και περιπλανώμενους (Wandernde). Ο λυρισμός του Μύλλερ, καθρεφτίζοντας το πνεύμα της εποχής, αναδεικνύει φιγούρες ανήσυχες και μελαγχολικές στα όρια της απελπισίας, οι οποίες στην πορεία τους προς το μοιραίο και το ανολοκλήρωτο συχνά καταλήγουν στη συντριβή. Στα ποιήματά του ξεπροβάλλουν ευάλωτα και εύθραυστα ανδρικά πρόσωπα. Οι πρωταγωνιστές του με εξαίρεση τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της ελληνικής Επανάστασης στα Τραγούδια των Ελλήνων δεν απαιτείται να είναι ήρωες. Είναι ελεύθεροι, όπως και ο ίδιος, να συναρπάζονται από τη ζωή, να μεθούν από παράφορο και ατελέσφορο έρωτα, να αποτυγχάνουν και να συντρίβονται. Με τον τρόπο αυτό επομένως απαγκιστρώνει τον ίδιο και τους πρωταγωνιστές του από συμβάσεις και στερεότυπα και κατορθώνει να επανασυστήσει τον έρωτα και την ουσία της ζωής. Μέσα από την καταβύθιση επανέρχεται αισιόδοξος και θαρραλέος: «Πάμε, μ’ όποιους ουρανούς, / στη χαρά και στη ζωή! / Κι αν δεν έχει η γη θεούς, / εμείς είμαστε θεοί».[3]
Στην Ωραία μυλωνού του συμπάσχουμε με τον απελπισμένο νεαρό μαθητευόμενο του μύλου. Ακούμε το σπαραγμό αυτού του αδύναμου, ευαίσθητου και άτολμου ερωτικά νέου, που σε αντίθεση με το par excellence πρότυπο άνδρα, τον κυνηγό, δεν κατορθώνει να εκπληρώσει τον έρωτά του. Συνεσταλμένος και εσωστρεφής απομένει μόνος στη χαρά και στον πόνο. Μοιάζει να ζει για χάρη των ίδιων των συναισθημάτων του. Όταν πια περιπλανηθεί μέσα από προσωπικά αδιέξοδα, πλάνες, ματαιώσεις, καταλήγει στον πυρήνα της υπαρξιακής του συνθήκης και τέλος πνίγεται βουτώντας στο ρυάκι. Το ρυάκι (der Bach), ουσιαστικό αρσενικού γένους στα γερμανικά, είναι ο φίλος και συνοδοιπόρος του νεαρού, ένας Wandergeselle, νεαρός και το ίδιο νεαρό ρυάκι, αφού δεν έχει γίνει ακόμη ποταμός. Έτσι, στο τέλος ο περιπλανώμενος νέος δεν είναι μόνος, καταλήγει στην αγκαλιά του πιστού του συντρόφου και η παντοτινή φιλία νικά το αναπόφευκτο του θανάτου.
Στο Χειμωνιάτικο ταξίδι ο νεαρός πρωταγωνιστής, μετά από ανάλογη με τον μυλωνά ερωτική εμπειρία, αρχίζει να περιπλανιέται μες στη χειμωνιάτικη νύχτα δίχως στόχο ή κάποια ελπίδα. «Σαν ξένος [Fremd] ήρθα ώς εδώ, σαν ξένος φεύγω πάλι», μας γνωστοποιεί ήδη από τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος του κύκλου και μας συνδέει με τον πιο βαθύ ανθρώπινο υπαρξιακό πόνο. Στη συνέχεια του έργου συνοδοιπορούμε όλο και περισσότερο με τον νεαρό πεζοπόρο, ώσπου πια δεν μπορούμε να αποταυτιστούμε από όσα νοιώθει. Το έργο αυτό του Μύλλερ έχει ερμηνευτεί και ως πολιτικό, ως αλληγορία, όπου το λυρικό Εγώ εκφράζει τον πόθο και την ελπίδα για επανάσταση στη χώρα του, την οποία η πολιτική εξουσία εκμεταλλεύεται και προδίδει. Στους είκοσι τέσσερις συνολικά σταθμούς της διαδρομής του ο νεαρός περνάει από την πληθωρική χαρά ώς την απελπισμένη απόγνωση. Στο τέλος του κύκλου, ο περιπλανώμενος συναντά έναν λυράρη (Leiermann) που μέσα στο χιονιά παίζει τη λύρα του, αλλά κανείς δεν τον ακούει. Το Χειμωνιάτικο ταξίδι και μαζί η περιπλάνηση του νεαρού τελειώνουν με την ερώτηση: «Καλέ μου γέροντα! / Μπορώ να ΄ρθω μαζί σου; / Θέλεις να παίξεις τα τραγούδια μου στη λύρα σου;».[4] Όπως και αν ερμηνευτεί ο λυράρης, είτε ως προσωποποίηση του θανάτου είτε ως εκπρόσωπος της τέχνης, καταφύγιο και σωτηρία του ανθρώπου, σίγουρα είναι μια φιγούρα που θα συντροφέψει τον νεαρό σε αυτό που έπεται, σε ένα ποιητικό τοπίο, όπου ο ποιητής μάς αφήνει να φανταστούμε.
Αντιθέτως, στα Στιχάκια καραμέλας (Devisen zu Bonbons)[5] το ύφος του Μύλλερ είναι ανάλαφρο, «δροσιστικό» και παιχνιδιάρικο. Ο ποιητής εξυμνεί τον έρωτα ως ζωοφόρο πηγή. Οι εικόνες που απλόχερα μας προσφέρει, είναι γεμάτες από μυθικά πλάσματα του δάσους, ανέμελες στιγμές στη φύση, η οποία ανθίζει και ευωδιάζει, καθώς και από μικρά ζωηρά παιδιά. Μια μονάχα στιγμή στο σύνολο των δεκαέξι ποιημάτων «καραμέλας», στο λιτό και μικρό σε έκταση ποίημα «Μαρτιάτικο χιόνι» («Märzschnee»), διαφαίνεται μια διάθεση μελαγχολική. Ακόμη κι εκεί, όμως, υπάρχει η κρυφή ελπίδα ότι ο πόνος θα λυώσει, όπως το χιόνι στις αρχές της άνοιξης. Ο Έρωτας είναι συχνά παρών με τη μορφή άλλοτε ενός έμπιστου συνοδοιπόρου, αφού το λυρικό Εγώ στο ποίημα «Αγριοκόριτσο» ζητά τη συμπαράστασή του, και άλλοτε ως δάσκαλος μιας ξεχωριστής γλώσσας («Έρωτας, γλωσσοδιδάσκαλος»), ράφτης που υφαίνει μεσοφόρια («Έρωτας ράφτης») ή και ζητιάνος που χτυπά τις καρδιές των ανθρώπων και παρακαλεί για μια γωνιά να ξαποστάσει («Έρωτας ζητιάνος»). Σε άλλα ποιήματα ο Έρωτας παρουσιάζεται με παιχνιδιάρικη διάθεση, αφού σκαρώνει ζαβολιές σαν χαριτωμένο κατεργάρικο παιδί, όπως στο «Έρωτας στο αμπέλι», ή παίζει με τις Νύμφες στο «Παιχνίδι του Έρωτα» και κυνηγάει πεταλούδες μέσα στο δάσος («Έρωτας, ένας κυνηγός πεταλούδων»).
Στα φανταστικά ταξίδια του ο Μύλλερ συναντιέται με τον νεαρό μυλωνά που πονά για τον έρωτα της Ωραίας μυλωνούς, με τον ερωτευμένο περιπατητή του Χειμωνιάτικου ταξιδιού. Το λυρικό Εγώ ως alter ego του ποιητή ερωτεύεται, ριψοκινδυνεύει και βιώνει τη συντριβή του στην απόλυτη μοναξιά ώς το θάνατο. Ωστόσο, η χαρά του έρωτα, ο πόθος για συναίσθημα και ζωή είναι δυνάμεις ανίκητες, έτσι ο ποιητής συνομιλεί και πάλι στα Στιχάκια καραμέλας με τον Έρωτα και δίχως φόβο τον ρωτά: «Τι καρτεράμε, έρωτα, / Άπραγοι εδώ και μοναχοί; / Το αγριοκόριτσο ψηλά, / Ποιος πρώτος θα το παραβγεί;».[6]
Ποτέ ξανά από τότε που γνώρισα τον Μύλλερ δεν περπάτησα την οδό Μυλλέρου, χωρίς να φέρω στο νου μου τη μορφή του νεαρού ποιητή που τίμησε με τη ζωή και το έργο του την πίστη στον έρωτα και τον αγώνα.
ΠΗΓΕΣ
Müller, Wilhelm: Werke Tagebücher Briefe. Επιμ. Maria-Verena Leistner. Εισαγωγή Bernd Leistner. 1ος τόμος, Ποιήματα. 2ος τόμος, Ταξιδιωτικές περιγραφές, νουβέλες. Gatza Verlag, Βερολίνο 1994.
Müller, Wilhelm: Το χειμωνιάτικο ταξίδι Die Winterreise. Εισαγωγή-Απόδοση Διονύσης Καψάλης. Με έργα [πίνακες] του Caspar David Friedrich. Επίμετρο Dietrich Fischer-Dieskau. Εκδόσεις Άγρα 2016.
Cotrell, Alan P.: «Wilhelm Müller’s Poetic Imagination». Στο: Wilhelm Müller's Lyrical Song-Cycles. Interpretations and Texts. University of North Carolina Press, 1970, 95-113.
Hatfield, James Taft: «Newly-Discovered Political Poems of Wilhelm Müller». Στο: The Modern Language Review (τόμ. 1, τχ. 3), 1906, 212-221.
«Wilhelm Müller, Ένας μεγάλος Γερμανός ποιητής, ψυχή του Φιλελληνικού κινήματος στην Γερμανία». https://www.eefshp.org/wilhelm-muller-enas-megalos-germanos-poiitis-psychi-toy-filellinikoy-kinimatos-stin-germania/ Ανακτήθηκε στις 24.2.24.