Ο Έρικ Όντεγκεν ζούσε κοντά στο Μάντρενταλ της Νορβηγίας. Ήταν ψαράς ο Έρικ και όταν ο καιρός το επέτρεπε περνούσε ώρες ολόκληρες μόνος στη θάλασσα και γυρνώντας στο μικρό λιμάνι του χωριού του, η ψαριά του γινόταν ανάρπαστη. Σε αντίθεση με τους κατοίκους της περιοχής, εκείνος ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και πολλές φορές προσκαλούσε φίλους στο σπίτι του, αλλά και γυναίκες από τις κοντινές μεγάλες πόλεις, το Μπέργκεν ή την περιοχή του Μάτρε, και διασκέδαζαν ολονυκτίς. Όταν δεν έβρεχε, ο Έρικ άναβε φωτιές στον κήπο κι έψηναν ολόκληρους σολομούς και φιλέτα από ταράνδο και άλκη, κατέβαζαν βαρέλια βότκα, το έριχναν στο τραγούδι και τον χορό και κάποιοι τολμηροί, κυλιόντουσαν γυμνοί στο χιόνι.
Η ζωή του Έρικ ήταν μια πρόκληση για τους χωριανούς του και πολλές φορές είχε γίνει θέμα συζήτησης και τα αρνητικά σχόλια έδιναν και έπαιρναν. Φρόντιζαν γι' αυτό, βέβαια, ο αιδεσιμότατος της περιοχής, ο Ραλφ Σίνκτεσεν και η γυναίκα του η Χίλντα. Και οι δυο φανάτιζαν τους λιγοστούς κατοίκους της ερημικής και απομονωμένης περιοχής, εκμεταλλευόμενοι την πίστη και τους φόβους τους. Από τότε δε, που μαθεύτηκε ότι οι πρόγονοι του Έρικ ασπάζονταν τον γερμανικό παγανισμό τα κουτσομπολιά για μαγείες και σκοτεινές τελετές δεν σταματούσαν και ο αιδεσιμότατος Ραλφ κατακεραύνωνε με στόμφο, από άμβωνος, παρόμοιες δοξασίες και αντιλήψεις κι έπαιζε συστηματικά με το θυμικό των ανθρώπων. Του «διαβόλου πράγματα» τα χαρακτήριζε και, εμμέσως πλην σαφώς, στοχοποιούσε τον Έρικ, που η παρουσία του χαλούσε τον ύπνο του αποκοιμισμένου ποιμνίου του.
Ο Έρικ αδιαφορούσε επιδεικτικά για όλα αυτά και συνέχιζε να κάνει τη ζωή που του άρεσε και συνέχιζε με τη συμπεριφορά του να προκαλεί τον αιδεσιμότατο Ραλφ, γυρνώντας παρέα με γυναίκες, πίνοντας και χορεύοντας πάνω στην αυτοσχέδια καρότσα του αυτοκινήτου του στους δρόμους του Μάτρε.
Ο Έρικ Οντεγκεν κάθε καλοκαίρι καλλιεργούσε στον κήπο του πατάτες. Μια μέρα, μην έχοντας τι να κάνει τις τόσες σαρδέλες που του περίσσεψαν μετά από μία μεγάλη ψαριά, τις έθαψε στον κήπο. Διαπίστωσε με χαρά ότι οι πατάτες που βγήκαν γύρω από το μέρος που είχε θάψει τις σαρδέλες ήταν πολύ γευστικές, πολύ μεγαλύτερες και πολύ περισσότερες από αυτές που έβγαζε από το υπόλοιπο χωράφι. Αμέσως κατάλαβε ότι οι σαρδέλες εμπλούτιζαν το έδαφος με πολλά θρεπτικά συστατικά που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πατάτας. Έτσι, την επόμενη χρονιά, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, λειτούργησε πιο μεθοδικά και μαζί με τους σπόρους της πατάτας έθαψε στη γη και σαρδέλες, σίγουρος ότι η παραγωγή του θα ήταν η καλύτερη από κάθε άλλη φορά. Δυστυχώς, οι προβλέψεις του διαψεύστηκαν, γιατί μια μεγάλη νεροποντή το ίδιο βράδυ που έβαλε τον σπόρο της πατάτας και τις σαρδέλες, παρέσυρε το χώμα και εκατοντάδες σαρδέλες εμφανίστηκαν στην επιφάνεια του πλημμυρισμένου χωραφιού. Το γεγονός αυτό αναστάτωσε τους γείτονες και αμέσως ειδοποίησαν τον αιδεσιμότατο Ραλφ. Από το χωράφι του Έρικ έρχεται μια παράξενη λάμψη, του είπαν, χιλιάδες ψάρια βγήκαν από τη γη και πλέουν στην επιφάνειά του. Αυτός, πετάχτηκε από το κρεβάτι του, έτρεξε στην εκκλησία και άρχισε να χτυπά νυχτιάτικα την καμπάνα, ξεσηκώνοντας τον κόσμο και στη συνέχεια, αφού κατηγόρησε ανοιχτά τον Έρικ για μαγεία και παγανιστικές τελετές, οδήγησε τους χωριανούς ―που ήταν επιρρεπείς στον φόβο για τέτοια πράγματα, όπως όλοι σχεδόν οι άνθρωποι του βορά― στο σπίτι του Έρικ. Αυτός μπροστά, με τον σταυρό στο χέρι και όλοι οι άλλοι τον ακολουθούσαν ψάλλοντας μέσα στη νύχτα.
Ο Έρικ αιφνιδιάστηκε όταν τους είδε και, με όση ψυχραιμία διάθετε, προσπάθησε να εξηγήσει στους αγριεμένους κατοίκους με τις απειλητικές διαθέσεις τι είχε συμβεί. Κανείς δεν τον άκουγε, όλοι κοιτούσαν, σαν αποχαυνωμένοι, τις σαρδέλες να πλέουν νεκρές στην επιφάνεια του χωραφιού. Ο αιδεσιμότατος Ραλφ ούρλιαζε: «Θα καταστρέψει τη γη μας, άνοιξε τις πύλες του διαβόλου», οι γυναίκες σταυροκοπιόνταν και καταριόνταν τον Έρικ μέσα σε φανερό παραλήρημα, ενώ οι άντρες, αρματωμένοι με όπλα και αξίνες, ήταν έτοιμοι να ορμήσουν καταπάνω του. Ο αιδεσιμότατος Ραλφ τους συγκράτησε, ο θεός θα τον τιμωρήσει, είπε με σιγουριά και τους κάλεσε να αποσυρθούν.
Το ίδιο βράδυ αργότερα, μέσα στην παγωνιά και τον κρύο αγέρα, μια μικρή φανατισμένη ομάδα με οδηγό τον αιδεσιμότατο Ραλφ, σίγουροι ότι ο Έρικ θα κοιμόταν του καλού καιρού και κανείς δεν θα τους έπαιρνε χαμπάρι, έβαλαν φωτιά στο σπίτι του.
Ο Έρικ κοιτούσε δακρυσμένος το ξύλινο σπίτι του να γίνεται παρανάλωμα από την μικρή αποθήκη στην άκρη του αγροκτήματος, όπου είχε κρυφτεί, γιατί ήταν βέβαιος ότι κάτι εκδικητικό θα σχεδίαζε άμεσα ο Ραλφ εναντίον του. Σήκωσε το όπλο του, έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη και, αν και τους είχε όλους στο σημάδι του, το μετάνιωσε. Ήταν βέβαιο ότι αν άρχιζε να πυροβολεί θα ακολουθούσε μεγάλο μακελειό.
«Οι κεραυνοί του θεού έκαψαν τον παγανιστή, του διαβόλου γιό, τον Έρικ Όντεγκεν, αυτόν που τόλμησε να ανοίξει τις πύλες της κολάσεως για να μας πνίξει η δολιότητα της μαγείας», είπε ο αιδεσιμότατος την επόμενη μέρα στο ποίμνιο που ήταν συγκεντρωμένο στο ναό και κάλεσε όλους τους πιστούς να προσευχηθούν σιωπηλά για τη σωτηρία τους από τα δαιμόνια που σκόρπισε ο Έρικ.
Τότε, άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας κι εμφανίστηκε ο Έρικ, ντυμένος με δέρματα, σαν πολεμιστής Βίκινγκ, μεγαλοπρεπής σαν άλλος Ράγκναρ Λόθμπροκ, με το όπλο του περασμένο στον ώμο και όλοι μαρμάρωσαν, ζάρωσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς να αρθρώνουν κουβέντα. «Σώθηκα» ακούστηκε ο Έρικ «μέσα από τις φλόγες ξεπήδησα ακέριος, ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά μου δεν κάηκε, τίποτε δεν άγγιξε το κορμί μου, το σπίτι κάηκε αλλά εγώ βγήκα ανέγγιχτος από τις φλόγες, εσύ Ραλφ έβαλες φωτιά στο σπίτι και όχι οι κεραυνοί του θεού, εσύ έκαψες το σπίτι μου, εσύ είσαι διάβολος μεταμορφωμένος, εγκληματία, εσύ και αυτοί οι τρεις που βρίσκονται από πίσω σου. Θα καείτε όλοι στην πυρά των πράξεων σας». Λέγοντας αυτά, πλησίασε απειλητικά τον Ραλφ, κοιτώντας τον άγρια κατάματα. Σιωπή απόλυτη επικράτησε, ούτε ψίθυρος δεν ακουγόταν, ο αιδεσιμότατος Ραλφ άρχισε να καταρρέει, σίγουρος ότι η ματιά του διαβόλου του τρυπάει την καρδιά. Σωριάστηκε στο πάτωμα και δεν σηκώθηκε ποτέ κι ούτε κάποιος άλλος τον πλησίασε, ούτε καν η γυναίκα του η Χίλντα, που, φοβισμένη κι εκείνη, καθόταν τρέμοντας στη γωνιά της.
«Και τώρα», τους είπε ο Έρικ, «εμπρός, να φτιάξετε το σπίτι μου ξανά, εμπρός να δείξετε τη χριστιανική ηθική και την αλληλεγγύη σας κι εγώ θα σας βοηθήσω, αν και είστε τελείως ανόητοι και δεν σας αξίζει, θα σας πω πώς να παράγετε πολλές και νόστιμες πατάτες». Έτσι κι έγινε κι έτρεξαν όλοι να φτιάξουν ξανά το σπίτι του, υπακούοντας στη εντολή του, όπως υπάκουαν σαν μαριονέτες και στις εντολές του αιδεσιμότατου Ραλφ. Όλοι ήταν σίγουροι ότι ο Έρικ έφερνε μέσα του κάτι θεϊκό και κάτι διαβολικό, μαζί και τα δυο.
Για χρόνια πολλά, μέχρι να μαθευτεί το μυστικό, η περιοχή αυτή της Νορβηγίας έβγαζε την καλύτερη πατάτα, οι κάτοικοι κέρδισαν πολλά χρήματα, επιδιόρθωσαν τα σπίτια τους, σπούδασαν τα παιδιά τους, ταξίδεψαν και βελτίωσαν τη ζωή τους. Όταν πέθανε ο Έρικ του έστησαν ένα μικρό μνημείο, το οποίο σύντομα το απέσυραν για να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες για το πάρκο του Μάτρε. Αυτή τουλάχιστον ήταν η επίσημη δικαιολογία…