Στην είσοδο ενός μοναστηριού. Στη μια πλευρά φαίνεται η μονή και στην άλλη το παρεκκλήσι.
Σκηνή Ι
Ο Χουάν, μοναχός, νουθετεί κάποια αγοράκια και κοριτσάκια που κάθονται σε ένα παγκάκι.
ΧΟΥΑΝ: Τώρα, παιδάκια του Θεού, με τη χάρη του, πηγαίνετε να παίξετε όλα μαζί με αγάπη και συντροφικότητα, και μην μαλώνετε, ε; Ειρήνη! Ειρήνη! Παίξτε μαζί σπιτάκια, κουζινικά και επίσης αντρούληδες και γυναικούλες, γιατί όχι; Αλλά μην παίζετε μοναχούληδες και καλογριούλες… [Του έρχεται ένα πνίξιμο.] Αυτό θα το κάνουμε εμείς… Και τώρα, αντίο, αντίο, αντίο! Αναζητήστε την αργία, τη Βηθλεέμ, μικροί μου άγιοι, που όλες σας οι μέρες είναι Μεγάλο Σάββατο, ακόμα καλύτερα και από Κυριακή της Ανάστασης· απόλυτη ελπίδα, καθαρή από αναμνήσεις… Άντε να διασκεδάσετε! Στην ευχή του Θεού! [Τα παιδιά φεύγουν.] Τι αρχέγονα που είναι τα παιδιά! οι αρχαίοι αθάνατοι Θεοί! Αντίο, παιδική μου ηλικία, περασμένο μέλλον μου, θαύμα μου! τότε που με το προστατευτικό βλέμμα της μητέρας μου μεγάλωνα στο ανθόσπαρτο σύνορο εκεί που ξημερώνεται το όνειρο καθώς ονειρεύεται στο φως του κεριού· τότε που αγνοούσα ότι όλοι θα πρέπει να σβήσουμε μια μέρα –χωρίς καν να έχουμε ζήσει–· όταν ακόμα δεν είχα ανακαλύψει το πετρώδες μονοπάτι του θανάτου… Αντίο παιδική ηλικία, θαυμάσια αρχαιότητα της ψυχής, ο νόμος της: το θαύμα! Θα σε ξαναβρώ στην αιωνιότητα; θα ξαναγεννηθώ;… Τι καλά νέα μού φέρνετε, πάτερ Θεόφιλε; Χαρμόσυνα;
Σκηνή ΙΙ
Ο Χουάν και ο πατήρ Θεόφιλος.
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Εκεί, αδελφέ Χουάν, περιμένει μια βοσκοπούλα με σπασμένα τα φτερά και το ηθικό, που έρχεται για τη σωτηρία της…
ΧΟΥΑΝ: Για να τη βοηθήσω, πάτερ Θεόφιλε;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Για να τη βοηθήσετε, ναι! Έχετε αποκτήσει πια τέτοια φήμη, αδελφέ, στην περιοχή! Δεν υπάρχει κανένας σαν κι εσάς για να συμβιβάζει διαφωνίες, να σκαρώνει αρραβώνες και να επιλύει συζυγικούς καβγάδες· σε λίγο καιρό θα ανταγωνίζεστε τον ευλογημένο μας πατέρα τον Άγιο Αντώνιο.
ΧΟΥΑΝ: Κρίμα που αυτό θα διαρκέσει πολύ λίγο, μα πολύ λίγο, γιατί εγώ πάτερ Θεόφιλε, πάω πια,… νιώθω ότι πεθαίνω στ’ αλήθεια… Κάθε φορά σφίγγει περισσότερο ο κλοιός και κάποια στιγμή… θα σκάσω!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Δοξάζετε τον Κύριο, γιατί υπάρχουν κάποιοι που κυνηγούν τον θάνατο χωρίς να καταφέρνουν να τον γοητέψουν…
ΧΟΥΑΝ: Όταν αποχαιρέτησα αυτά τα παιδιά που ανέλαβα να διδάξω για να διδαχτώ εγώ ο ίδιος, –πόσο με βασανίζει!– δεν τόλμησα να τους πω ότι είναι η τελευταία,… ότι καταρρέω.
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Καθόλου σκηνές με τα παιδιά· να μην ανακαλύψουν κάποιον…
ΧΟΥΑΝ: Φοβήθηκα ότι θα τα στεναχωρήσω…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Έφευγαν τρεχοβολώντας με ποδοβολητά, χοροπηδώντας, χαρούμενα…
ΧΟΥΑΝ: Το παιχνίδι τους είναι σοβαρό, ουσιώδες… Ο μικρός Ιησούς παίζει με αυτόν τον κατεργάρη κόσμο και είναι… το χαμόγελο του Θεού. Είμαστε τα θεία του παιχνίδια,… οι κούκλοι του…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Θεία;
ΧΟΥΑΝ: Ναι, γιατί τίποτα λιγότερο από ένας ολόκληρος Θεός της Αγάπης ψυχαγωγείται, δηλαδή, ανα-δημιουργείται παίζοντας με εμάς… Και καμιά φορά μάς ξεκοιλιάζει –τι βασανιστικές ενοχές!– για να δει τι έχουμε μέσα μας…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Σαπίλα!
ΧΟΥΑΝ: Ή στουπί… ή πριονίδι, ποιος ξέρει; «Συγχώρα τους πατέρα, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν!» Δεν ήμουνα τίποτα περισσότερο από ένας τεράστιος βλάκας. Δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να στουμπώνομαι με αφρό μέχρι να σκάσω…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Μήπως είναι το χρέος μας, αδελφέ, να δεχόμαστε να είμαστε παιχνίδια;
ΧΟΥΑΝ: Κι ακόμη παραπάνω: να παίζουμε τον ρόλο μας, να κάνουμε τις μαριονέτες. Και να αφηνόμαστε να μας αγαπούν… Νιώθω να πεθαίνω… Νιώθω να πεθαίνω «σ’ αυτήν την απόμερη όχθη…».
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αφότου έχετε ζήσει… καλά είναι!
ΧΟΥΑΝ: Το πιστεύετε πάτερ; Ζωή σε εκείνον τον θαμνότοπο;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Θυμάστε όταν σας βρήκα στο πάρκο του Λορέδο με μία… από τις τόσες;
ΧΟΥΑΝ: Και βέβαια το θυμάμαι!...
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και που σας είπα ότι δεν μπορεί να παίζει κανείς με τη ζωή; Το πήρατε γι’ αστείο…
ΧΟΥΑΝ: Πήρα στα σοβαρά το αστείο,… και σαν ανταπόδοση γι’ αυτό ο Κύριος κατεύθυνε τα βήματά μου στον δρόμο της ειρήνης.
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ήσασταν πια, αδελφέ, διάσημος!...
ΧΟΥΑΝ: Κουτσομπολιά της γειτονιάς,… όνομα που βγάζουν σε κάποιον…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Σας έλεγαν ακαταμάχητο! Ανύπαντρες, παντρεμένες, χήρες…
ΧΟΥΑΝ: Χήρες; Μην μου λέτε τέτοια ψέματα… Οι χήρες κουβαλούν τη σκιά του μακαρίτη. «Ένα πάτερ ημών για την ψυχή του προκατόχου σου!...», όπως τον έβαζε να λέει εκείνη η χήρα τον δεύτερό της σύζυγο, όταν έκανε την προσευχή του… Και έχετε δίκιο, πάτερ: δεν πρέπει να παίζει κανείς με τη ζωή, δηλαδή, με τις ζωές…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Λιγότερο με τους θανάτους… Και φοβάμαι, αδελφέ, ότι θέλετε να παίξετε με τον θάνατο… να παίξετε τον θάνατο… Μήπως ετοιμάζεστε για την τελευταία σκηνή;
ΧΟΥΑΝ: Μα πείτε μου, εδώ στα κρυφά, μεταξύ μας, χωρίς να μας ακούνε οι άγιοι απ’ το παρεκκλήσι…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Είναι από ξύλο· κουφοί…
ΧΟΥΑΝ: Πείτε μου, στα κρυφά: έξω από το παιχνίδι, έξω από το θέατρο, τι υπάρχει;… Δεν απαντάτε; έξω από το θέατρο, τι υπάρχει;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: [Ο Χουάν κοιτάζει προς το ταβάνι που του το δείχνει ο Πατήρ Θεόφιλος.] Η επιχείρηση και ο επιχειρηματίας… της Θείας Κωμωδίας!
ΧΟΥΑΝ: Κωμωδία,… κωμωδία,… θεία κωμωδία! Εκείνος ο Δάντης είχε ταλέντο, έτσι;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αλλά μόνο σ’ έναν μουρλό περνάει από την κούτρα του να πάει τσάρκα στον Παράδεισο σαν τουρίστας, και… με τη Βεατρίκη!...
ΧΟΥΑΝ: Και εσείς, πάτερ, πώς και ήρθατε για τσάρκα εδώ πέρα;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Δεν ήρθα, με έφεραν…
ΧΟΥΑΝ: Ακριβώς όπως όλοι! Μα μου φαίνεται ότι δεν βρήκατε αυτό που ψάχνατε, αφού αποκαρδιωθήκατε σ’ αυτόν τον ήσυχο νερόλακκο…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Το βρήκατε εσείς, αδελφέ; Βρήκατε την ανάπαυση;
ΧΟΥΑΝ: Ανάπαυση; Πάθος, πάθος, πάθος!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αυτή είναι η ανάπαυσή μας: πάθος, πάθος, πάθος! Αυτήν πρέπει να απολαύσουμε. Και να προσεύχεστε, αδελφέ, να ψάχνετε την ανάπαυση στην προσευχή…
ΧΟΥΑΝ: Στην προσευχή; Η πιο δραματική πράξη, η πιο ενεργητική, με την περισσότερη δράση, από το πάθος του Χριστού, ο Λόγος, ο Λόγος που γίνεται σάρκα, ήταν η προσευχή στον ελαιώνα, χωρίς χειρονομίες… Αλλά ούτε τη λήθη βρίσκω… Όταν μπήκα σ’ ετούτο το μοναστήρι, έπαψα να είμαι ελαφρόμυαλος· τώρα πρέπει να μπω στη γη, στο μητρικό προαύλιο της μονής, η καρδιά αρσενικού περιστεριού…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αν από κάτι δεν παραιτείστε, αδελφέ, αυτό δεν είναι από το να ξεχάσετε, αλλά μάλλον από το να σας ξεχάσουν εκείνες,… το γυναικομάνι…
ΧΟΥΑΝ: Εκείνες! εκείνες!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αν και έχουμε αφήσει τον κόσμο, ο κόσμος δεν μας έχει αφήσει… Κάθε άσχημη επίγευση!... Είναι τόσο δύσκολο να απαρνηθείς…
ΧΟΥΑΝ: Όχι· τις φέραμε και αυτές μαζί μας, όλα τα στραπάτσα, φέραμε το πνεύμα αλλά και τη σάρκα επίσης. Ακόμα μυρίζουμε χώμα. Μεταφέρουμε εδώ πέρα τις αμαρτίες μας…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Μην βλασφημείτε έτσι, αδελφέ…
ΧΟΥΑΝ: Αφού είμαστε μόνοι· δεν βλέπετε;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ο Θεός μάς ακούει…
ΧΟΥΑΝ: Μπα! Ακούει καλύτερα τη σιωπή μας… Μια στο μέτωπο για να μας λυτρώσει από τις άσχημες σκέψεις… Και αυτές καταφέρονται εναντίον μας ενώ η κοινωνία σιωπά…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Εδώ έρχεται κάποιος, αδελφέ, για να προετοιμάσει έναν καλό θάνατο για τον εαυτό του…
ΧΟΥΑΝ: Εδώ; Για να τον αναπαραστήσει,… που κάνει το ίδιο!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Δύσκολο πράγμα!
ΧΟΥΑΝ: Πιο δύσκολο να αναπαριστάς, παρά να τον αναπαραστήσεις για τον εαυτό σου. Σ’ αυτό βοηθούν οι πνευματικές ασκήσεις…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Παραδοξολογίες έχουμε; Χωρίς αμφιβολία τις έχετε μάθει από τον Ουναμούνο…
ΧΟΥΑΝ: Παραδοξολογίες νομίζετε; Τώρα, πάτερ, μιλάτε με στόμα μπούφου! Και τόσο πολύ με στόμα μπούφου! και με στόμα τόσο μπούφου!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Έχετε ακούσει για εκείνον τον πατήρ Σοτέρο, που πέθανε σκορπίζοντας μία ευωδία αγιότητας, αφού πέρασε χρόνια εκεί πάνω σε ένα ερημητήριο μόνος του, με εγκράτεια, απαλλαγμένος από τα πάντα;
ΧΟΥΑΝ: Ναι, αυτός που αναπαρίστανε μαζί με μια φελλοφόρο δρυ τον ρόλο του αναχωρητή…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Να αναπαριστάς; Στην έρημο;
ΧΟΥΑΝ: Ο Άγιος Αντώνιος συγκέντρωνε στο χέρσο το κοινό του από ζωύφια, θηρία, ζούδια, πουλάκια, σκουλήκια και αγρίμια κάθε λογής… και ανάμεσά τους το γουρούνι. Αλλά ας αφήσουμε ήσυχο τον Άγιο Αντώνιο και τον πατήρ Σοτέρο χωρίς να ανασκαλεύουμε στην τέφρα τους…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αλλά πείτε μου, αδελφέ, είναι αλήθεια ότι πιστεύετε, όπως λένε, σε προηγούμενες ενσαρκώσεις; πως ήσασταν κάποιος άλλος σε άλλες εποχές; πως είχατε άλλες ζωές;
ΧΟΥΑΝ: Κοιτάξτε, αν δεν ζούμε στον παρελθοντικό τον πατρογονικό και εναρκτήριο για την ανθρωπότητα άγιο Αδάμ, δεν θα ζήσουμε στον μελλούμενο γιο και τέλος αυτής, τον Σωτήρα μας… Όλοι ζούμε άλλες ζωές… Ή μήπως νομίζετε, πάτερ, ότι αυτό το νερό που κατεβαίνει εκεί στον ποταμό από την οροσειρά δεν θα το ξαναφέρει από τη θάλασσα άλλο σύννεφο και θα ξανακατέβει το ίδιο που ήδη κατέβηκε και θα κυλήσει πάλι προς τα πίσω; «Οι ζωές μας είναι οι ποταμοί…» και το νερό είναι πάντα το ίδιο, και ίδιοι οι ποταμοί. Τους φτιάχνουν οι όχθες…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και είναι αλήθεια, αδελφέ, ότι νομίζετε πως είστε απόγονος κατά σάρκα, εγγονός, γιος του Δον Χουάν Τενόριο;
ΧΟΥΑΝ: Γιος; Ο Δον Χουάν δεν είχε παιδιά,… τουλάχιστον προσωρινά,… από σάρκα… και οστά και αίμα…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Το ξέρετε;
ΧΟΥΑΝ: Αν το ξέρω!... Από την καλύτερη πηγή!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Δεν έγινε πατέρας, λοιπόν;
ΧΟΥΑΝ: Πατέρας, ναι, αλλά όπως η πατρότητά του, όπως ο ευλογημένος πατέρας μας ο άγιος…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Πάψτε! Πάψτε! [Βάζει τα χέρια του στα αυτιά, πίσω από αυτά, κάνοντας σαν να τα καλύπτει, αλλά στην πραγματικότητα σχηματίζοντας μάλλον ένα χωνί. Ο Χουάν, αστειευόμενος, του τα βάζει μπροστά στα μάτια με τα δάχτυλα εντελώς ανοιχτά, για να βλέπει ανάμεσα απ’ αυτά.]
ΧΟΥΑΝ: Ας αφήσουμε την ιεροτελεστία! Αλλά… γιατί μόνο η σάρκα γεννά;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Όμως ο Δον Χουάν ήταν από σάρκα…
ΧΟΥΑΝ: Ίσως, όμως όχι σάρκινος, παρά αγνό πνεύμα… Γιατί υπάρχει το πνεύμα της σάρκας και υπάρχει η σάρκα του πνεύματος…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Άγγελος, λοιπόν;
ΧΟΥΑΝ: Ναι, εκπεσών, δαίμονας!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και ποιος θα τον ανυψώσει;
ΧΟΥΑΝ: Εκείνη! Η Σκιά του θανάτου!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και μετά; τι θα γίνει με τον Δον Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Καταδικασμένος να είναι πάντα ο ίδιος,… να μην μπορεί να είναι άλλος,… να μην επιδοθεί σε τίποτε άλλο… ο Δον Χουάν… ένας μοναχικός!... ένας εργένης! και με τη χειρότερη έννοια!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ερωτευμένος;
ΧΟΥΑΝ: Με τον ίδιο του τον εαυτό! Ήταν σάρκωμα μάλλον παρά σάρκα…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και εγώ; Πιστεύετε, αδελφέ, ότι έζησα;…
ΧΟΥΑΝ: Ίσως… Και μάλιστα διατηρώ μία εντελώς αμυδρή εντύπωση ότι σε μια άλλη από τις ζωές μας καταλάβαμε ο ένας τον άλλο…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Είναι περίεργο… Και για ποιον με παίρνετε;
ΧΟΥΑΝ: Πού να ξέρω… Θα πρέπει να συναντηθήκαμε, όταν ήμουν ο Φάουστ… Μην ήσασταν… ο Μεφιστοφελής;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Χριστέ και Παναγία μου, τι ευφυολόγημα!
ΧΟΥΑΝ: Μην σταυροκοπιέστε, γιατί πίσω από τον σταυρό βρίσκεται ο διάβολος… Και εδώ όλοι βρέχουμε τα πόδια μας…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Τελικά, αδελφέ, αποσυρθήκατε για να πεθάνετε καλά…
ΧΟΥΑΝ: Καλά; Όπως μου βγει!...
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Επειδή υπάρχουν θάνατοι και θάνατοι…
ΧΟΥΑΝ: Και ο πιο θλιβερός… να πεθάνεις από τα γέλια! Θα θελήσετε, πάτερ, να μου απαντήσετε σε μια ακόμη απορία τώρα που θα εξαφανιστώ;… Δεν είναι μόνο μάταιη περιέργεια…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Πείτε, αδελφέ,… πείτε μου…
ΧΟΥΑΝ: Είσαστε, πάτερ, χήρος;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: [Αφού διστάζει.] Ήμουν… εκ γενετής!
ΧΟΥΑΝ: Κατάλαβα· όπως κι εγώ!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Όμως… εκείνη η βοσκοπούλα;
ΧΟΥΑΝ: Α, ναι, αυτή η απόλαυση της μοναστηριακής κουβεντούλας, σχεδόν απόκρυφης… Αφήστε την να περάσει! [Βγαίνει ο πατήρ Θεόφιλος.] Να, έρχεται η καημενούλα ανυπεράσπιστη… Άλλη σκηνή.
Σκηνή ΙΙΙ
Ο Χουάν και η βοσκοπούλα.
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Κοιτάξτε, αδελφέ Χουάν, που να σας ευλογεί ο Θεός, που με την αρετή σας καταφέρνετε τα πάντα…
ΧΟΥΑΝ: Εγώ καταφέρνω;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Ναι, ναι, ξέρω ότι κάνετε ακόμη και θαύματα, και με συμβούλεψαν να έρθω να σας δω.
ΧΟΥΑΝ: Και περί τίνος πρόκειται;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Ο άντρας μου με εγκαταλείπει,… γιατί ένα παλιογύναικο τον έβαλε να καταπιεί ένα μαγικό φίλτρο,… που του ρούφηξε τα μυαλά με δεν ξέρω τι είδους γητειά,… που εγώ καταστολίζομαι, και μόνο γι’ αυτόν, και είναι σαν να μην υπάρχουν οι χάρες μου·… δεν έχει μάτια παρά μόνο για την άλλη,… για τη μάγισσα·… μου έκλεψε τα μάτια του…
ΧΟΥΑΝ: Και τα δικά σου;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Μαραμένα απ’ το κλάμα. Τι να κάνω;
ΧΟΥΑΝ: Προσευχήσου στον άγιο Αντώνιο τον ευλογημένο… προσευχήσου σ’ αυτόν…
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Τον έχω φλομώσει με τις προσευχές και τίποτα! Ούτε οι μέλισσες δεν δίνουν τόσο κερί για τα κεριά που του’ χω αναμμένα… Ο άγιος Αντώνιος δεν θέλει να με ακούσει, τι του’ χω κάμει;
ΧΟΥΑΝ: Και ετούτος ο αμαρτωλός; [Δείχνει τον εαυτό του.]
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Βρείτε μου άλλο μαγικό φίλτρο,… να του το δώσω του αντρός μου για να γυρίσει σε μένα,… για να έρθει στο πλευρό μου στο καλύβι,… δώστε μου άλλο μαγικό φίλτρο… ή ένα ξόρκι…
ΧΟΥΑΝ: Πίσω μου σ’ έχω Σατανά!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Μα, αδελφέ Χουάν!
ΧΟΥΑΝ: [Ενώ σταυροκοπιέται.] Και μην μας αφήνεις να πέφτουμε σε πειρασμό…
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Αφού δεν τον δελεάζω! Και κοιτάξτε, αδελφέ, μένω μόνη,… μοναχούλα,… και αγριεύω και τουρτουρίζω τις παγωμένες νύχτες, στο καλύβι που τις περνώ…
ΧΟΥΑΝ: Βλέποντας όνειρα;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Όχι· χωρίς να μπορώ να κλείσω μάτι…
ΧΟΥΑΝ: Βλέποντας όνειρα ξυπνητή…
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Όνειρα ξυπνητή; Δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά εμείς οι βοσκοπούλες… Τι θα απογίνω, αδελφέ, χωρίς άντρα;
ΧΟΥΑΝ: Χωρίς γυναίκα, κοιτάξτε με!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Κακομοιρούλη! Αν και, αδελφέ, εσείς το έχετε απαρνηθεί αυτό μου φαίνεται· αλλά εγώ, αδελφέ Χουάν, εγώ που δεν το ‘χω απαρνηθεί, που δεν μπορώ να απαρνηθώ… Κανείς δεν με λυπάται…
ΧΟΥΑΝ: Για πείτε, καλή μου γυναίκα, ο άντρας σας είναι το παλικάρι που έφυγε για να ζήσει με τη Νυφίτσα;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Αυτός ο ίδιος!
ΧΟΥΑΝ: Έχετε παιδιά;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Ναι, και μου τα παράτησε…
ΧΟΥΑΝ: Προσευχηθείτε, λοιπόν, στην αγία Ρίτα!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Αρωγός των αδυνάτων! Κακόμοιρε, αδελφέ Χουάν! [Κλαίει.]
Σκηνή IV
Οι παραπάνω και ο Πατήρ Θεόφιλος.
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αδελφέ…
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Βλέπω ότι τώρα ενοχλώ με τα βάσανά μου… Φεύγω! [Φεύγει κλαίγοντας.]
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Φεύγει κλαίγοντας σαν μια Μαγδαληνή…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, με ξαναζωντανεμένα δάκρυα…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Καλότυχοι όσοι κλαίνε, γιατί αυτοί θα γελάσουν, όπως είπε ο Κύριός μας, κατά τον άγιο Λουκά.
ΧΟΥΑΝ: Ευαγγελικός είστε! Τώρα;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Να, εκεί βρίσκεται η Δόνα Πέτρα… Κανείς δεν μπορεί να τη συγκρατήσει… Σήμερα είναι ημέρα επισκέψεων…
ΧΟΥΑΝ: Η Δόνα Πέτρα μου! Έστειλα να τη φωνάξουν… Είναι οι επισκέψεις του πένθιμου αποχαιρετισμού, γιατί αυτό πάει…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ας γίνει ό,τι επιθυμεί ο Θεός…
ΧΟΥΑΝ: Ο Θεός επιθυμεί το τέλος μου, και πρέπει να κλείσω ανοιχτούς λογαριασμούς…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Να της πω;…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, ας περάσει! [Φεύγει ο πατήρ Θεόφιλος.] Δώσ’ μου, Κύριε, δύναμη για αυτή τη δοκιμασία!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: [Στη Δόνα Πέτρα, την οποία συνοδεύει.] Εκεί βρίσκεται… Σας περιμένει…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ή ονειρεύεται;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ονειρεύεται ελπίδες και ελπίζει όνειρα. Ποιος μπορεί να τα ξεχωρίσει; [Κατ’ ιδίαν, φεύγοντας.] Ωραία έξοδος χέρι με χέρι!
Αποσύρεται.
Σκηνή V
Ο Χουάν και η Δόνα Πέτρα.
Δ. ΠΕΤΡΑ: Τι με θέλεις, Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Για να αποχαιρετιστούμε ολοκληρωτικά! Και σας βλέπω χωρίς το σκυλάκι σαλονιού…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Καημενούλη, Τουτού!
ΧΟΥΑΝ: Τι; Αυτοκτόνησε τελικά;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ήταν τόσο πιστό, τόσο χαδιάρικο, τόσο λεπτεπίλεπτο!...
ΧΟΥΑΝ: Ο Θεός ας το έχει δοξασμένο!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Με τέτοιο ιερό ράσο, σ’ αυτό το σπίτι, και με τέτοιο χιούμορ;
ΧΟΥΑΝ: Η αγιότητα, κυρία μου, μπορεί να είναι χιουμοριστική, γιατί είναι χαρούμενη. Αφού ο πατέρας μας ο άγιος Φραγκίσκος μιλούσε για τον αδελφό Λύκο, εγώ δεν μπορώ να μιλάω για τον αδελφό Σκύλο;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Όχι, αστεία! Γιατί τα αστεία αποδεικνύονται τώρα πολύ κακόγουστα…
ΧΟΥΑΝ: Αστείο έκανε ο Κύριος στον Αδάμ, όταν τον ρώτησε: «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός;» Καλό, ε;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μα… τι θέματα έχει ο Θεός!
ΧΟΥΑΝ: Θέματα; Εμείς… Όμως τώρα, κυρία μου, Δόνα Πέτρα, πρέπει να δούμε, αφήνοντας αστεία και σκυλάκια στην άκρη, τις ψυχές μας γυμνές και τσίτσιδες, χωρίς φύλλο συκής. Γι’ αυτό σας κάλεσα. Νιώθω να σβήνω, και με τον θάνατο δεν παίζει κανείς…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μαζί του έπαιξε η Ματίλδε μου –η Ματίλδε σου!– και έχασε και χάθηκε… Δεν γίνεται να παίζεις με τον θάνατο ούτε με την αγάπη, γιατί σημαίνει να παίζεις με τη φωτιά.
ΧΟΥΑΝ: Με πάγο, που καίει τα σωθικά περισσότερο και από την ίδια τη φωτιά… Η κόλαση είναι από πάγο…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Πώς το ξέρεις, Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Το ξέρετε κι εσείς, κυρία μου! καλύτερα απ’ ό,τι εγώ!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Και τώρα;
ΧΟΥΑΝ: Μα δεν με βλέπετε που ούτε καν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου; Τώρα η αλήθεια γυμνή και ντόμπρα! [Βγάζει το ματωμένο μαντήλι.] Το βλέπετε; Το έχω μαζί με το κιλίκιό μου… Με αυτό σφουγγίζω το αίμα της μετάνοιάς μου, όμως [Πηγαινοέρχεται και λέει με τραχιά φωνή.] δικαιοσύνη! Υπήρξε το σφάλμα μου, αλλά και το δικό σας! Εσείς, κυρία μου, εσείς είστε αυτή που οδήγησε την κόρη σας στον χαμό. Είμαστε μόνοι, και γι’ αυτό μας ακούει ο Θεός, ο Δαίμονας ή όποιος και αν είναι. Η κακόμοιρη η Ματίλδε κατάλαβε και τρομοκρατήθηκε. Εσείς θελήσατε να με παντρέψετε μαζί της, όμως γιατί; γιατί; γιατί;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Πάψε, πάψε, Χουάν, πάψε! Η καημένη με απέφευγε…
ΧΟΥΑΝ: Και βέβαια! τι άλλο να έκανε;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Είδε σε σένα έναν σωτήρα…
ΧΟΥΑΝ: Και εσείς, κυρία μου, τι είδατε σε μένα;
Δ. ΠΕΤΡΑ: [Σηκώνει τα μάτια και τα χέρια της στον ουρανό.] Ματίλδε, κόρη μου!
ΧΟΥΑΝ: Θεατρινισμούς… όχι εδώ! Τις παράξενες εκφράσεις κρατήστε τις για τον κινηματογράφο!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Πόση άβυσσο κρύβει η ανθρώπινη καρδιά!...
ΧΟΥΑΝ: Είναι τραγική η μητέρα που προσποιείται, η απαρηγόρητη χήρα, δηλαδή, η αχόρταγη στην παρηγοριά!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Χουάν, Χουάν… Πρόσεξε,… λάβε υπ’ όψη σου…
ΧΟΥΑΝ: Ούτε εξομολογητής είμαι ούτε πρέπει να φορτώσετε στον Δον Χουάν όλα σας τα σφάλματα. [Της πετάει το μαντήλι στο πρόσωπο.] Περάστε εκεί [Δείχνει το παρεκκλήσι.], στο σπίτι του Θεού… Ψάξτε στις εσώτερες πτυχές… του συκωτιού σας· εξομολογηθείτε και μετανοήστε!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μα Χουάν!...
ΧΟΥΑΝ: Πηγαίνετε είπα και φτάνουν τα αστεία, γιατί εγώ πεθαίνω στα σοβαρά! [Φεύγει η Δόνα Πέτρα.] Τι φρικτή μητέρα! Κι έπειτα… Δον Χουάν!... Μου φαίνεται, Χουάν, ότι ήσουν επιβλητικός, καθώς άρμοζε στην περίσταση. Τα σοβαρά στα σοβαρά. Δηλαδή… Αλλά αυτοί! πόσο αργούν! Φοβάμαι πως δεν θα φτάσουν έγκαιρα… Να, έρχονται! [Προσπαθεί να σηκωθεί από το κάθισμα όπου έπεσε, μόλις αποχαιρέτισε τη Δόνα Πέτρα, για να βγει να προϋπαντήσει τον Αντώνιο και την Ελβίρα που φτάνουν.]
Σκηνή VI
Ο Χουάν, ο Αντώνιο και η Ελβίρα.
ΑΝΤΩΝΙΟ: Όχι, μην κουνιέσαι, Χουάν, αδελφέ Χουάν! [Αγκαλιάζονται. Η Ελβίρα ανοίγει τα χέρια της προς τον Χουάν κοιτάζοντας τον Αντώνιο.] Τώρα, ναι.
Αγκαλιάζονται η Ελβίρα και ο Χουάν, και αυτός τη φιλά στο μέτωπο.
ΧΟΥΑΝ: Το ξέρω ότι είσαστε παντρεμένοι επιτέλους, ότι είσαστε σύζυγοι όπως ο Θεός ορίζει και όχι όπως ήμασταν εμείς, Ελβίρα, όταν ήμασταν παιδιά, ευκαιριακά και σαν για παιχνίδι…
ΕΛΒΙΡΑ: Η ζωή δεν είναι παιχνίδι…
ΧΟΥΑΝ: Αυτό που σίγουρα δεν είναι είναι ο θάνατος, που πάλι με γυροφέρνει και με απειλεί… Βρήκες τον εαυτό σου πια σ’ αυτόν, Ελβίρα;
ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, τον βρήκα!
ΧΟΥΑΝ: Θα τον αγαπάς λοιπόν, ακόμη και αν δεν θέλεις και ούτε έχεις όρεξη. Και εσύ, Αντώνιο, βλέπεις πια τι μου απομένει… [Ο Αντώνιο πάει να τον εξετάσει και του παίρνει τον σφυγμό.] Να σου δείξω τη γλώσσα;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Δεν χρειάζεται!
ΧΟΥΑΝ: Σαν τον Ιπποκράτη, ε; Τι λέει η κυρία επιστήμη;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ναι… ναι… Προχωράει καλπάζοντας… τι πυρετός! Ναι… ναι…
ΧΟΥΑΝ: Αυτό λέω και εγώ, αφότου πέρασα τη ζωή μου λέγοντας: όχι, όχι! Τώρα λέω σ’ Εκείνη: ναι, ναι! Και πρόκειται να της δώσω το χέρι μου, να δοθώ ολόκληρος σ’ Εκείνη. Ναι, ναι, αλλά…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αχ, το αλλά…
ΧΟΥΑΝ: Όπως πάντα! πριν: «όχι, αλλά»,… τώρα: «ναι, αλλά»… Αλλά καθίστε εκεί, σ’ αυτό το παγκάκι όπου πριν από λίγο κάθισαν κάποια άλλα παιδιά, άλλα πλάσματα, που έφυγαν για να παίξουν κάπου εκεί, κάπου στον κόσμο, όπως εσείς… Όποιος δεν γίνει παιδί δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, είναι γραμμένο… Αχ, μητέρα μου! Μάνα μου!
ΕΛΒΙΡΑ: Η μητέρα σου… μου φαίνεται πως τη βλέπω…
ΧΟΥΑΝ: Εγώ όχι, εγώ δεν μπορώ να τη δω, όπως δεν μπορώ να δω την καρδιά ή τα σωθικά μου. Συχνά κλείνω τα μάτια για να την αισθάνομαι πιο βαθιά, και όταν προσεύχομαι το Χαίρε Μαρία, μόλις φτάνω στο «τώρα και στην ώρα του θανάτου μας» βλασταίνει στα χείλη μου η παγωνιά του τελευταίου φιλιού που της έδωσα σαν αντάλλαγμα για το πρώτο δικό της στα μαύρα χωρίς ζωή πια μάτια της όπου πήρε χαραγμένο το πορτραίτο μου… Ζήτησα να σας καλέσουν, και εκείνους, τους άλλους. Συνεχίζουν;…
ΕΛΒΙΡΑ: Απορρίπτουν ο ένας τον άλλο!
ΧΟΥΑΝ: Αυτό είναι που μου μένει για να διευθετήσω… Νιώθω πάνω μου –πόσο με βαραίνουν!– τις αμαρτίες μου από όλες τις…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Όλων των γονιών και παππούδων σου;
ΧΟΥΑΝ: Όχι· από όλες τις προγενέστερες μετενσαρκώσεις μου… Και μην χαμογελάς, Αντώνιο…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μα αφού δεν χαμογελάω!...
ΧΟΥΑΝ: Ναι, από μέσα σου! Αλλά χαμογέλα, μα μην γελάς… Εγώ ήμουν ο Δον Χουάν Τενόριο, εγώ έχω υπάρξει μεταξύ άλλων ο Δον Χουάν Τενόριο, γιατί ο Κύριος μάς έβγαλε από το ίδιο καλούπι…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Κι άλλος ένας;
ΧΟΥΑΝ: Και τώρα, σ’ αυτή την τελευταία του, την τελευταία μου –μέχρι σήμερα– μετενσάρκωση, έφτασα στο μυστικό του…
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Στην Ελβίρα.] Μιλάει ασυνάρτητα,… παραληρεί πια…
ΧΟΥΑΝ: Παραληρώ πια; Είναι που τώρα που με πλησιάζει Εκείνη, η αιώνια μνηστή μου, βλέπω σε αντίστροφη μέτρηση όλο το παρελθόν μου προ-κούνιας και σε αυτό όλο το μέλλον μου μετά-τάφον… Αλλά… πόσο αργούν! Κι αυτή η ζωή μού ξεγλιστρά! Να τους, έφτασαν! Επιτέλους!
Σκηνή VII
Οι παραπάνω και ο Μπέντο. Ο Μπέντο φθάνει με αργά βήματα.
ΧΟΥΑΝ: Τι; Δεν θέλεις να με συγχωρέσεις για να μπορέσω να πεθάνω ειρηνικά;
ΜΠΕΝΤΟ: [Στον Αντώνιο.] Τι νέα παλιοκωμωδία είναι πάλι αυτή;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Όχι, Μπέντο, δεν είναι κωμωδία· έχει γαληνέψει πια. Και θα μας αφήσει! Αυτή η ζωή τελειώνει γι’ αυτόν…
ΜΠΕΝΤΟ: Είσαι σίγουρος; απόλυτα σίγουρος;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Σιγουρότατος! Πεθαίνει τόσο στ’ αλήθεια όσο μπορεί να πεθάνει.
ΜΠΕΝΤΟ: Έτσι τον φοβάμαι ακόμα περισσότερο, ετοιμοθάνατο…
ΧΟΥΑΝ: Επιτέλους, θα με συγχωρέσεις; θα συγχωρέσεις κάποιον που πεθαίνει; έναν καταδικασμένο σε θάνατο;
ΜΠΕΝΤΟ: Εγώ…
ΧΟΥΑΝ: Όχι, έτσι όχι! Σήκωσε αυτό το μέτωπο, χριστιανέ μου, κοίταξέ με στα μάτια, κοιτάξου σ’ αυτά! Μπέντο! [Ο Μπέντο πηγαίνει σ’ αυτόν και αγκαλιάζονται.] Περίμενε… [Κοιτάζει προς την πόρτα του παρεκκλησιού.] Κοίταξέ την…, να, βγαίνει… [Βγαίνει από το παρεκκλήσι η Ινές.] τόσο αγνή σαν ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου κάτω από τη δροσιά της αυγής… Ούτε νεογέννητη να ήταν…
Σκηνή VIII
Οι παραπάνω και η Ινές. Μόλις βλέπει την Ινές, ο Μπέντο κάνει στην άκρη.
ΧΟΥΑΝ: Τι είναι αυτά, Μπέντο; Μα τι κάνεις τώρα; Υπεκφυγές; Πλησίασε… το χέρι,… φέρε το χέρι το αδερφικό… Με συγχωρείς;
ΜΠΕΝΤΟ: [Του δίνει το χέρι.] Συγχωρεμένος!
ΧΟΥΑΝ: [Το κρατάει.] Και εσύ Ινές, εσύ; Φέρε το δικό σου!... Τι, μου το αρνείσαι; Το αρνείσαι σ’ αυτόν που πρόκειται να σαλπάρει για το ταξίδι χωρίς επιστροφή; Δεν θέλεις να με αφήσεις να πεθάνω ειρηνικά; Θέλεις να με καταδικάσεις σε αιώνιο μαρτύριο;
ΙΝΕΣ: Μήπως συνεχίζεται η κωμωδία, θεατρίνε;
ΧΟΥΑΝ: Όχι, είναι που ξεκινάει το τέλος της. Κωμωδία ένα τέτοιο μαρτύριο; Για όνομα του Θεού, κοπέλα μου!...
ΙΝΕΣ: Μην τον επικαλείσαι, επίορκε!
ΧΟΥΑΝ: Αλλά, για την αγάπη μου… Εάν κάποτε με αγάπησες, εάν, λοιπόν, ακόμη με αγαπάς… Μ’ αγαπάς; Μίλα, με αγαπάς ακόμη; [Σιωπή.] Ινές… Ινές… Ινές!...
ΙΝΕΣ: Χουάν!
ΧΟΥΑΝ: Τώρα με αναγνώρισες! Φέρε το χέρι! [Της το παίρνει και το δείχνει στον Μπέντο.] Θα ήξερες να το αναγνωρίσεις, αν το έβλεπες απομονωμένο, διαχωρισμένο από το κορμί στο οποίο ανήκει; Εάν η Ινές σου είχε έρθει καλυμμένη με βέλο, θα την είχες αναγνωρίσει από το χέρι μόνο; Γνωρίζεις το χέρι της; Απάντησε, άνθρωπέ μου!
ΜΠΕΝΤΟ: Ναι, το γνωρίζω!
ΧΟΥΑΝ: Έτσι, γυμνό και ακάλυπτο και άδειο, χωρίς κανένα φυλαχτό ή μαγικό χαϊμαλί, χωρίς κανένα δαχτυλίδι, χωρίς άλλο πειστήριο, το αναγνωρίζεις; Σαν να ήταν ένας άλλος καθρέπτης της ψυχής;
ΜΠΕΝΤΟ: Το αναγνωρίζω· δεν γίνεται να είναι κάποιας άλλης.
ΧΟΥΑΝ: Είναι, λοιπόν, δικό σου… Πάρ’ το πάλι και μαζί με αυτό ολόκληρη τη γυναίκα σου. [Τους κάνει να δώσουν τα χέρια και φιλάει πάνω σ’ αυτά.] Και τώρα, εδώ μπροστά σ’ εμάς τους τρεις, αγκαλιαστείτε! [Αγκαλιάζονται.] Μπορώ πια να πάω γαλήνιος στους γάμους μου.
ΜΠΕΝΤΟ: [Στον Αντώνιο.] Είσαι σίγουρος; Είναι ικανός να αναστηθεί για να μας πάρει το δικό μας χωρίς να το κάνει δικό του…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Από εμάς εξαρτάται…
ΙΝΕΣ: Ακόμα τον φοβάσαι, καημένε;
ΜΠΕΝΤΟ: Εσύ είσαι αυτή που φοβάμαι, ψυχή μου!
ΕΛΒΙΡΑ: Αυτοί οι άντρες,… αυτοί οι άντρες!...
ΧΟΥΑΝ: Αχ, Κύριε, τι πεπρωμένο! Και τώρα και οι τέσσερις, δυο ζευγάρια, ακούστε με για όσο ο ύψιστος Θεατρώνης μού παραχωρεί μια στάλα ακόμη από τη φωνή μου…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μην κουράζεσαι…
ΧΟΥΑΝ: Και γιατί όχι; Πρέπει να ζήσετε… Ξαναγεννηθείτε!
ΕΛΒΙΡΑ: Και εσύ;
ΧΟΥΑΝ: Εγώ; Εγώ επίσης πρέπει να ζήσω, αλλά νεκρός… Σας έδωσα κακό παράδειγμα. Έβαλα ανάμεσά σας τη διχόνοια, όμως για να φέρω τη συμφιλίωση… Να με θυμάστε! Μην μ’ αφήσετε στη λησμονιά, αλλά χαρίστε μου μια ανάμνηση συγγνώμης,… μια ελεημοσύνη συγγνώμης,… συμπόνιας…
ΙΝΕΣ: Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ, ποτέ…
ΜΠΕΝΤΟ: Δεν θα μπορούσαμε να σε ξεχάσουμε ακόμη και αν το θέλαμε… Όχι. Ακούσια λήθη; Λόγια ανόητων!
ΧΟΥΑΝ: Σας αφήνω καλά ταιριασμένους, και σε ημέρες μπονάτσας, στις πράξεις σας, όσο κινείστε στον θαμνότοπο του κόσμου, θυμηθείτε εμένα και συνυφάνετε την ανάμνησή μου με το νήμα των μόχθων σας… Και όταν αξιώνεστε καρπό…
ΙΝΕΣ: Τι πράγματα σου έρχονται τώρα στο μυαλό!...
ΧΟΥΑΝ: Γιατί λοιπόν σας ένωσα; Αυτός, για να κερδίζει το ψωμί σας με τον ιδρώτα του μετώπου του, δεν θα είναι ένας χασομέρης όπως ήμουν εγώ· εσύ, Ινές, για να κάνεις παιδιά με πόνο. Αλλά, όταν φέρεις ένα στο φως, δεν θα θυμάσαι πια την ταλαιπωρία του τοκετού σου από τη χαρά που θα έχει έρθει ένας άνθρωπος στον κόσμο… ένας άνδρας! αυτό που εγώ δεν ήμουν… Και εάν είναι αγόρι το πρώτο, ονομάστε το Χουάν, στη μνήμη μου, τον καημενούλη τον εξόριστο γιο της Εύας…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Έτσι θα είσαι ο νονός του…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, νονός είναι το πεπρωμένο μου… Αν και περισσότερο από νονός νιώθω… παραμάνα· καλύτερα, τροφός!
ΕΛΒΙΡΑ: Και αν είναι κορίτσι;
ΧΟΥΑΝ: Ε, τότε ονομάστε την παραδοσιακά! –πρέπει να είμαστε παραδοσιακοί!–: Ντολόρες, Ανγούστιας, Τράνσιτο, Περπέτουα, Σολεδάδ, Κρουθ, Ρεμέδιος, Κονσουέλο ή Σοκόρο… Δηλαδή, εάν η εποχή δεν απαιτεί να την ονομάσετε Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα, Δικαιοσύνη… ή Αναρχία. Ή βγάλτε την Πατροθίνιο, που είναι κοινό και για τα δύο, αγόρι ή κορίτσι. Κι όταν διηγείστε στα τέκνα σας στη θαλπωρή της εστίας, σαν προλετάριοι, την ιστορία μου μαζί με άλλες αφηγήσεις και λαϊκά παραμύθια, και σας ρωτάνε με τα μάτια ορθάνοιχτα: «Μα αυτό συνέβη στ’ αλήθεια;», τι θα τους λέτε; Γιατί εγώ δεν το ξέρω… Εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτό που συμβαίνει στ’ αλήθεια και τι αυτό που ονειρευόμαστε ότι συμβαίνει σε αυτό το θέατρο που είναι η ζωή… τι είναι αυτό που μας φανερώνεται με όνειρα και τι είναι αυτό που ονειρευόμαστε ότι μας φανερώνεται… Είχες δίκιο, Αντώνιο, πέρασα τη ζωή μου αναζητώντας τα ίχνη του άντρα μέσα μου, μα χωρίς να τον βρω· πάντα, Ελβίρα, Χουανίτο ανάμεσα σ’ εκείνες, θυμάσαι;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Κοίτα, Χουάν, είναι καλύτερα για σένα να ξεκουραστείς…
ΧΟΥΑΝ: Θα έχω καιρό γι’ αυτό, αν βέβαια χωράει ξεκούραση κάτω από τη γη. [Υποφέρει από ένα πνίξιμο.]
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Στις γυναίκες που τρέχουν κοντά του.] Αφήστε τον, γιατί πια δεν είναι δικός σας,… αφήστε τον με την άλλη… Είναι η θέαση…
ΕΛΒΙΡΑ: Μην την ονομάζεις,… μην την ονομάζεις, για…
ΙΝΕΣ: Φέρνει κακοτυχία…
ΧΟΥΑΝ: Δεν έχετε δει ψάρι να πνίγεται στον φρέσκο αέρα; Λένε πως όταν βγάζουν από την άβυσσο του ωκεανού ένα από αυτά τα ψάρια που ζουν εκεί, ψυχορραγεί στη στεριά, που είναι γι’ αυτά σαν μια πάρα πολύ υψηλή κορυφή όπου είναι αδύνατο να αναπνεύσουν… Νιώθω να πνίγομαι… Και η ψυχή μου ζητάει μια ευκαιρία για ξεκούραση!... Τι κακοτοπιά!
ΜΠΕΝΤΟ: Κανείς δεν θα πίστευε αυτό που εδώ διαδραματίζεται…
ΧΟΥΑΝ: Η υποχθόνια αλήθεια είναι ό,τι πιο αδιανόητο…
ΕΛΒΙΡΑ: Όμως εσύ, μα την αλήθεια, μα την αλήθεια, ποιος είσαι; Πες το!
ΧΟΥΑΝ: Μήπως το ξέρω κι εγώ, άραγε; Σας αγάπησα; Δεν σας αγάπησα; Δεν το ξέρω… δεν το ξέρω… [Στον Αντώνιο.] Μη… άνδρας! Μη… άνδρας! Λοιπόν, ακόμα με μελετά η επιστήμη; Τρομερή αγυρτεία! Πάντα στο κατόπι υποστηρικτικού υλικού!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μα άνθρωπέ μου!...
ΧΟΥΑΝ: Φώναζέ με αδελφό ή σκέτο Χουάν, καλύτερα! Μη… άνδρας! Ένας κακόμοιρος άνθρωπος!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μνησίκακε! Μυγιάγγιχτε!
ΧΟΥΑΝ: Μα δεν είμαστε τίποτα λιγότερο από ένα ολόκληρο θέατρο! Λογοτεχνία που απόκτησε σάρκα. Δεν είναι τόσο οι υπόλοιποι αυτοί που μας κριτικάρουν… Αδελφός των ανθρώπων και μη άνθρωπος. Αυτοί είναι, αδελφές μου, άνδρες για σας, όπως εσείς. Δεν αναρωτιούνται τίποτα· σας απαντούν: ναι! Δεν ρωτούν τη ζωή τίποτα, τίποτα τον θάνατο. Γεννήθηκαν για να ζήσουν, για να γίνουν γονείς, για να αναθρέψουν… Να ζεις είναι να αναθρέφεις…
ΕΛΒΙΡΑ: Να αναθρέφεις; Να αναθρέφεις λες;
ΧΟΥΑΝ: Μην σας τρομάζει η λέξη, προλετάριοι. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, πλάσματα, και πληρώσατε την γην», έχει μείνει γραμμένο.
ΙΝΕΣ: Και εσύ; Εσύ, Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Εγώ, αμαρτωλός; Εγώ πάω τώρα να αναπαραγάγω… με περιμένει η μνηστή μου, η κυρά μου·… πεθαίνοντας σας δίνω ζωή. Εάν ο σπόρος δεν πέσει στη γη, δεν θα δώσει καρπό. [Στον Αντώνιο, κατ’ ιδίαν.] Και άκου, εσύ, η επιστήμη: στον άλλο κόσμο θα το γιορτάσω με μια συνέντευξη με τον Ματθαίο, τον ευαγγελιστή… Οφείλω να πεθάνω, γιατί διαφορετικά δεν θα είχατε ενωθεί… Οφείλω να πεθάνω για να ζήσετε… Και τώρα, Αντώνιο, Μπέντο, αδέλφια, θα υπακούσετε στην τελευταία μου παράκληση;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Τώρα δεν μπορεί κανείς να σου αρνηθεί τίποτα. Πες!
ΜΠΕΝΤΟ: Όρισε!
ΧΟΥΑΝ: Λοιπόν αφήστε με για ένα λεπτό μόνο μαζί τους, με τις γυναίκες σας… Μπείτε εκεί, στο παρεκκλήσι… Έχει μία Ωραία Πύλη από φελλό, παραστολισμένη, και ένα μισοσβησμένο πίνακα που ο μάγειρας αδελφός τον απέδωσε στον Γκρέκο, αυτός τον συντήρησε, ο ίδιος είναι ένας άγνωστος μεγάλος καλλιτέχνης. Ζωγραφίζει αποκλειστικά και μόνο για το σπίτι, και τι πιάτα!
Φεύγουν ο Αντώνιο και ο Μπέντο.
Σκηνή ΙΧ
Ο Χουάν η Ελβίρα και η Ινές. Οι δυο γυναίκες γονατίζουν στα πόδια του Χουάν, που παραμένει καθισμένος και καταπονημένος. Τους χαϊδεύει τα κεφάλια. Πότε-πότε βάζει το χέρι του στα μακριά μαλλιά της Ινές και μετά το μυρίζει και το περνάει από το μέτωπό του.
ΧΟΥΑΝ: Ακούστε το μυστικό μου, που σίγουρα δεν θα είναι μυστικό για σας, αν και είναι για τους συζύγους σας. Και μην νομίζετε ότι έχω τρελαθεί. Αν και ένιωσα να περνάει από πάνω μου καμιά φορά η αρσενική τρέλα, ένας κακός ανδρισμός, αυτός του αίματος. Μια φορά, θυμάσαι, Ινές; ήμουν στα πρόθυρα να πνίξω τον άντρα σου· αλλά ένιωσα να με αγγίζει στον αριστερό ώμο πάνω από την καρδιά με το παγωμένο της χέρι Εκείνη, και αυτοσυγκρατήθηκα και του ζήτησα να με συγχωρέσει, θυμάσαι; Μια άλλη φορά, Ελβίρα μου, ήμουν στα πρόθυρα να επιτεθώ με μανία για να στραγγαλίσω τον δικό σου, και όταν αυτός με τη γαλήνη της επιστήμης μου είπε: «Και αν με πνίξεις χωρίς να το θέλεις σε ένα από τα ξεσπάσματά σου, ύστερα τι;» ήρθε πάλι Εκείνη και από τη φρίκη μού παράλυσε τα χέρια.
ΕΛΒΙΡΑ: Λέγε, Χουάν, τώρα θα εξομολογηθείς;
ΧΟΥΑΝ: Είναι αδύνατο να εξομολογηθώ· αλλά πες μου!
ΕΛΒΙΡΑ: Είναι αλήθεια ότι σκότωσες πάνω σε καβγά έναν κακόμοιρο νεαρό, και για μια γυναίκα;
ΙΝΕΣ: Και εγώ το έχω ακούσει κάπου…
ΧΟΥΑΝ: Ή ονειρευτεί!... Έτσι λένε, αλλά εγώ δεν το θυμάμαι… θα πρέπει να ήταν σε κάποιον από τους άλλους μου ρόλους και χωρίς να το θέλω και όχι εν γνώσει μου… Κακεντρεχή κουτσομπολιά,… διαδόσεις…
ΕΛΒΙΡΑ: Όχι, όχι, πες την αλήθεια!
ΧΟΥΑΝ: Όταν επιμένουν να κάνουν κάποιον θρύλο!... Και μάλιστα θρύλο ενός ανδρείου! Η ανδρεία είναι δειλία, και όταν πρόκειται για τέτοιο ανδραγάθημα,… αδικοπραξίες! Ή σαχλαμάρες… Σχόλια της γειτονιάς… Ο Θεός θα ξέρει. Αν δεν το ξέρει ήδη… Μια φορά, ναι, σε μια από τις μετενσαρκώσεις μου ονειρεύτηκα ότι σκότωνα ένα… φάντασμα! Ξύπνησα μισοπεθαμένος από τον τρόμο ότι το φάντασμα θα με σκότωνε! Το σπαθί μου ήταν πάντα σκουριασμένο και γεμάτο χαρακιές, αλλά προκαλούσε σάλο… Να ξέρετε μόνο ότι εγώ μόλις που είμαι άντρας, ούτε ήμουν… Ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι… Γυναίκες! Περίεργες! Έτοιμες να παραδοθείτε στον διάβολο μόνο για να δείτε την ουρά του. Και για να αποδειχτεί έπειτα ότι δεν έχει…
ΕΛΒΙΡΑ: Κόρες της Εύας τελικά!
ΧΟΥΑΝ: Εξόριστες κόρες της Εύας, που η περιέργεια την οδήγησε στον χαμό…
ΕΛΒΙΡΑ: Λένε όμως, πως είναι η μητέρα της επιστήμης…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, του συζύγου σου! Αξίζει περισσότερο να πράττεις χωρίς να γνωρίζεις τίποτα παρά να γνωρίζεις χωρίς να πράττεις ούτε ένα πράγμα… Να γνωρίζεις! να αρέσεις! καλύτερα να αγνοείς… και να αγνοείσαι!
Ο πατήρ Θεόφιλος περνάει από το βάθος προς το παρεκκλήσι και, πριν μπει μέσα, κοντοστέκεται για ένα λεπτό, ακούει, κοιτάζει την ομάδα, κουνάει το κεφάλι του και με τα χέρια σταυρωμένα αναφωνεί:
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Θέατρο! Θέατρο! Θέατρο! Ο κόσμος είναι θέατρο!
ΧΟΥΑΝ: Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, πολύ πριν από τότε που εσύ, Ελβίρα, και εγώ κοιμόμασταν μαζί στην κούνια, ήμουν ο Δον Χουάν Τενόριο, ο διάσημος γλεντοκόπος της Σεβίλλης,… ένας γλεντζές, ένας βλάκας και ένας… μαστροπός!
ΙΝΕΣ: Ένας μαστροπός;
ΧΟΥΑΝ: Γιατί όχι; Ο Δον Κιχώτης εκφώνησε τον πανηγυρικό των μαστροπών· επειδή ένιωσε σ’ αυτούς κάτι το δονκιχωτικό… κάτι δονκιχωτικό που υπήρχε σε μένα, τον Δον Χουάν Τενόριο…
ΙΝΕΣ: Μα αφού ο Δον Χουάν Τενόριο φαίνεται πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα θεατρικό πρόσωπο!
ΧΟΥΑΝ: Όπως εγώ, Ινές, όπως εγώ, όπως και εσύ… και όπως όλοι!
ΙΝΕΣ: Πιστεύω μάλιστα πως ούτε καν υπήρξε!
ΧΟΥΑΝ: Ούτε καν;… Υπάρχω εγώ; Υπάρχεις εσύ, Ινές; Υπάρχεις έξω από το θέατρο; Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γι’ αυτό; Υπάρχεις έξω από αυτό το θέατρο του κόσμου όπου υποδύεσαι τον ρόλο σου όπως εγώ τον δικό μου; Υπάρχετε, φτωχές περιστερίτσες; Υπάρχει ο Δον Μιγκέλ Ντε Ουναμούνο; Μην είναι όλα αυτά ένα ομιχλώδες όνειρο; Ναι, αδελφή, ναι, δεν πρέπει να ρωτάς εάν ένα θρυλικό πρόσωπο υπήρξε, παρά εάν υπάρχει, εάν ενεργεί. Και υπάρχει ο Δον Χουάν και ο Δον Κιχώτης και ο Δον Μιγκέλ και ο Σηγισμούνδος και ο Δον Άλβαρο, και εσείς υπάρχετε, και βέβαια υπάρχω εγώ,… δηλαδή, το ονειρεύομαι… και υπάρχουν όλοι αυτοί που μας βλέπουν εδώ και μας ακούνε, για όσο το κάνουν, για όσο μας ονειρεύονται…
ΕΛΒΙΡΑ: Η ζωή είναι όνειρο, λέει η παροιμία…
ΧΟΥΑΝ: Αρκεί να πει κανείς ότι είναι θέατρο… Ζωή,… όνειρο,… ποτάμι…
ΙΝΕΣ: Αυτά τα πρόσωπα τα είδα να ενεργούν στο θέατρο…
ΧΟΥΑΝ: Να γίνονται, μάλλον… Και με βλέπεις να γίνομαι… πρόσωπο… Πρέπει να γίνεσαι… και να γίνει κανείς στον κόσμο… στο θέατρο…
ΙΝΕΣ: Στο θέατρο του κόσμου…
ΧΟΥΑΝ: Και στον κόσμο του θεάτρου… Τον Δον Χουάν θα τον έβλεπες, Ινές, στην όπερα;
ΙΝΕΣ: Όχι· αυτό του Θορίλια…
ΧΟΥΑΝ: Όπερα, ναι· απαγγελλόμενη και χωρίς ορχήστρα. Δεν έχετε ακούσει ότι το θέατρο είναι ένας καθρέπτης; Όπως το ποτάμι…
ΙΝΕΣ: Μου το έλεγε η μητέρα μου, ας αναπαύεται εν ειρήνη!
ΕΛΒΙΡΑ: Μην μιλάτε άλλο έτσι, γιατί ζαλίζομαι…
ΧΟΥΑΝ: Κλείσε τα μάτια και συγκράτησε την αναπνοή… Η μοίρα μου δεν ήταν να κλέβω αγάπες, όχι, δεν ήταν, αλλά όμως ήταν να τις ανάβω και να τις ανασκαλεύω, για να ζεσταθούν άλλοι στην πυρά τους… Ενώ ονειρεύονταν εμένα σε φλογερά χέρια άλλων συνέλαβαν τέκνα όχι και λίγες αλλοπαρμένες από ανέφικτους έρωτες. Έτσι έμειναν έγκυοι… Οι αρχαίοι, που ήταν εντελώς παιδιά, με ονόμασαν Έρωτα, τοξότη…
ΕΛΒΙΡΑ: Μα ο Έρως ήταν επίσης παιδί…
ΧΟΥΑΝ: Ποτέ δεν ήταν άλλο πράγμα… Θυμάσαι, Ελβίρα; Θυμάσαι πέρα από τις αναμνήσεις;
ΕΛΒΙΡΑ: Χουάν, Χουάν, Χουάν!...
ΧΟΥΑΝ: Φώναζέ με Χουανίτο, όπως τότε που ήμουν αυτός…
ΙΝΕΣ: Κι εγώ;
ΕΛΒΙΡΑ: Χουάν, Χουάν, Χουάν!
ΧΟΥΑΝ: Κοιτάξου στο ρεύμα του καθρέπτη, και σώπα και άκου! Ο συνετός σύζυγος θα πάει τη γυναίκα του να δει τον Τενόριο. Και εγώ θα είμαι ανάμεσα σε σας και στους συζύγους σας, μεταξύ… Το όνειρο που θα σας αποξενώσει από αυτούς θα είναι αυτό που θα σας ενώσει μαζί τους. Και θα εκτελέσω το καθήκον μου από άλλον κόσμο. Ήμουν πατέρας γενεών ξένων παιδιών και ποτέ δεν μπόρεσα να τα έχω δικά μου… Εξαπατήστε τους τρυφερά… Σου κατέστρεψα μήπως την αγνότητα, Ινές, γλυκό μου περιστεράκι; Σε έκανα να ονειρεύεσαι κακά όνειρα;
ΙΝΕΣ: Δεν το έχω σκεφτεί·… δεν ξέρω, Χουάν.
ΧΟΥΑΝ: Το ξέρεις χωρίς να το έχεις σκεφτεί. Και εσύ, Ελβίρα, θυμάσαι πάντα εκείνο στην κούνια;
ΕΛΒΙΡΑ: Είναι η ανάμνηση από την οποία αναβλύζει η πιο προσωπική ζωή μου ως γυναίκα…
ΧΟΥΑΝ: Είναι το θεμέλιο –και το μνήμα– όλων των κατοπινών αναμνήσεών σου… Μα εγώ θα κοιμηθώ πια μόνος τον αιώνιο ύπνο στον κοινό τάφο αυτού του οίκου… Είναι η τύχη μου… Μόνος…
ΙΝΕΣ: Με τον Θεό…
ΧΟΥΑΝ: Θα κοιμηθώ με τον Θεό;… Θα κοιμηθώ εν Θεώ, το ύψιστο θεατρικό πρόσωπο, η γαλήνια θάλασσα; Ήρθα εδώ σε αναζήτησή του…
ΙΝΕΣ: Και Τον βρήκες;
ΧΟΥΑΝ: Αυτός μόνο το ξέρει… Αυτόν που σίγουρα ανακάλυψα είναι τον νονό μου τον Δαίμονα,… τον Σατανά,… άλλο θεατρικό πρόσωπο!
ΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΛΒΙΡΑ: [Μαζί.] Πάψε! Πάψε!
ΧΟΥΑΝ: Μου ψιθυρίζει κάτι διαβολιές!...
ΕΛΒΙΡΑ: Αποσιώπησέ τες, λοιπόν, για να μας συγχωρήσει ο Θεός…
ΧΟΥΑΝ: Να τις αποσιωπήσω; Να τις αποσιωπήσω στον Θεό; Και να με συγχωρήσει;… Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να τον συγχωρήσω…
ΙΝΕΣ: Χουάν, για τον Θεό!…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, εγώ είμαι αυτός που πρέπει να τον συγχωρήσω που με έφτιαξε έτσι όπως με φτιάχνει…
ΙΝΕΣ: Μην μιλάς έτσι… γιατί θα σε τιμωρήσει…
ΧΟΥΑΝ: Μην φοβάσαι. Τιμωρεί περισσότερο τους κόλακές του. Όχι, δεν πρέπει να σας εξαπατάω άλλο. Γεννήθηκα σημαδεμένος. Στα μάτια μου…
ΙΝΕΣ: Στις κόρες των ματιών σου…
ΕΛΒΙΡΑ: Η φωτιά του Καθαρτηρίου…
ΧΟΥΑΝ: Του αιώνιου Καθαρτηρίου!...
ΕΛΒΙΡΑ: Στο Καθαρτήριο, αν και δεν προσδοκάει κανείς, περιμένει. Όμως αυτή είναι η Κόλαση!...
ΧΟΥΑΝ: Όχι· το βεβαιώνει εκείνος που, χωρίς να την περιμένει, ελπίζει σε μια απελευθέρωση που ποτέ δεν πραγματοποιείται…
ΕΛΒΙΡΑ: Τότε είναι δόξα! Η απελευθέρωση θα ήταν σκέτη πλήξη…
ΧΟΥΑΝ: [Δείχνοντάς τους τα πόδια του, φοράει σανδάλια.] Μην νομίζετε ότι μέσα κρύβονται τραγίσιες οπλές… Ακούστε! Υπήρχε παλιά σ’ αυτόν τον άγιο οίκο ένας άγιος αδελφός αμαρτωλός, που, δραπετεύοντας από τον κόσμο, αποσύρθηκε εδώ στο μοναστήρι. Από τότε φρόντιζε πλάι στο μνήμα του, που έσκαψε μόνος του με πυρετώδη χέρια, έναν ροδώνα, έναν ροδώνα από τριαντάφυλλα με δροσερό ροδοκόκκινο χρώμα, τρυφερά, ροδαλά, παρθενικά, με σάρκα γαλακτερής κρέμας, άλλα κατακόκκινα, άλικα, βαθυκόκκινα σαν αίμα ταύρου… Μόλις ντυνόταν γύρω ο αγρός με τα προικιά της άνοιξης, παραμόνευε με λαχτάρα τα μπουμπούκια, τα έτριβε με τα κατάξερα από τις προσευχές και ωχρά χείλη του, και, όταν άνοιγαν τα λουλούδια για να ρουφήξουν ήλιο κάτω από το πυρετώδες του λαχάνιασμα, περνούσε το χλωμό του πρόσωπο από πάνω τους και καμιά φορά τα πότιζε με ζεματιστά δάκρυα, αναμειγμένα με τις δροσοσταλίδες της χαραυγής, δάκρυα της ανατολής. Μόλις έριχναν τα φύλλα τους το φθινόπωρο, έτριβε με τα πέταλα τα χείλη του και τα βλέφαρά του, τα έστυβε πάνω τους, τα κοσκίνιζε ανάμεσα στα τρεμάμενα δάχτυλά του αφήνοντάς τα να πέφτουν πάνω στο κεφάλι του, βροχή από νιφάδες, τα σκόρπιζε πάνω στη σκληρή του κλίνη, και λεία του Κακού, γυμνός, παρά τους σεβαστούς κανόνες του Τάγματος που όριζαν να ξαπλώνεις ντυμένος και έτοιμος για πορεία, στριφογύριζε πάνω στα μαδημένα τριαντάφυλλα αλωνίζοντάς τα με τη σάρκα του· με αυτά ως κατάπλασμα φρόντιζε τις πληγές από το τρίχινο αγκαθωτό κιλίκιο, αίμα κόκκινο χλιδής και λαγνείας, για να τιθασεύσει πάλι τα πάθη του με τα αγκάθια, και έπειτα να τα ξαναζωντανέψει με τα τριαντάφυλλα… Ύστερα, μαραμένα πια, μενεξεδένια, τα έριχνε στον πάτο του μνήματος, όπου έφτιαχναν απαλό μαυρόχωμα, αφράτο χώμα… Τον χειμώνα ονειρευόταν την ανθοφορία της άνοιξης… Όταν με τη δύση του ήλιου, κατά το δειλινό, στολίζονταν τα σύννεφα με πορφύρα, σαν απέραντος μαδημένος ροδώνας σε πρασινωπό μπλε φόντο, αυτός ένιωθε εκστατική δόξα. Έπινε το γάργαρο νερό της ορεινής πηγής σε ένα κοχύλι, που έμοιαζε τριαντάφυλλο φτιαγμένο από πέτρα. Μόλις χιόνιζε τριβόταν με τη γαλακτερή λευκότητα του χιονιού… Τις γαλήνιες βραδιές, κοιτάζοντας προς τα τρεμάμενα αστέρια, ονειρευόταν τα τριαντάφυλλά του… Στα τελευταία του, αδύναμος, κλινήρης πάνω στο χείλος του ύστατου επώδυνου μυστηρίου, άδειαζε το βλέμμα του στα απύθμενα σκοτάδια, ενώ ονειρευόταν απόκρυφα τριαντάφυλλα… Και στο χώμα που έγινε από τριαντάφυλλα λευκά και άλικα, τριαντάφυλλα του πάθους, ονειρεύεται σήμερα τη ζωή… Αυτά που ήταν χείλη διψασμένα για τη δροσιά της σάρκας, έγιναν ξερό χώμα πάνω σε εξαϋλωμένες γνάθους και μοιάζουν τώρα στο μαυρόχωμα που ήταν δροσερά τριαντάφυλλα… Κάτω από το μνήμα του ρέει κελαριστό το υπόγειο νερό που έπινε στο κοχύλι. Ήταν ένας άλλος από τους αδελφούς μου, της δονζουανικής μου ράτσας, ο πιο ουσιώδης, ο πιο αγνός, ο πιο γνήσιος… Ματίλδε, Ινές, Ελβίρα… Εκείνη! Εκείνη! [Μερικά παιδιά βγαίνουν από το παρεκκλήσι αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Από μέσα ακούγεται να τραγουδούν έναν χαιρετισμό: «θρηνώντας και κλαίγοντας σ’ αυτή την κοιλάδα δακρύων· ω, Δέσποινα, αρωγέ μας…».] Κοιλάδα; βαλτότοπος πικρίας! Όμως κλείστε αυτή την πόρτα που τραγουδά… Εν αρχή ην… το Άσμα… και εν τέλει! Ουράνια μουσική! Για το φυλακισμένο πουλί μες στο κλουβί, το τραγούδι είναι πέταγμα… Και τίποτα δεν προκαλεί περισσότερο κλάμα από το ναυτικό ακορντεόν… [Η Ινές πάει και κλείνει την πόρτα. Μόλις επιστρέφει και γονατίζει ξανά στα πόδια του Χουάν, αυτός τις αγκαλιάζει και τις δύο ενώνοντάς τους τα κεφάλια και τις φιλά κλαίγοντας με αναφιλητά.] Ματίλδε!, φτωχή Ματίλδε! Το χώμα κατατρώει αυτό που κάποτε ήταν το γαλήνιο σου μέτωπο που συννέφιαζε στη θωριά μου,… Ματίλδε! Εύα,… Ελένα,… Διδώ,… Δυσδαιμόνα,… Μελιμπέα,… Ισεώ,… Έμμα,… Μαριάννα,… Ιουλιέτα,… Ισαμπέλ,… Κάρμεν,… Μαργαρίτα,… Μανόν,… Ελοΐσα,… φτωχές!, φτωχές!, φτωχές! Και εγώ μη… άνδρας!, ένας φτωχός άνθρωπος! Σας εξαπάτησε ένας φτωχοδιάβολος που έμοιαζε το φίδι,… θύμα σας… Γιατί τώρα, πρέπει να τελειώσει το ροζάριο –ρόδα μου!– φωνάξτε τους άνδρες σας.
Βγαίνει κόσμος από το παρεκκλήσι και ανάμεσά τους ο Αντώνιο, ο Μπέντο και ο πατήρ Θεόφιλος.
Σκηνή Χ
Οι παραπάνω και ο Αντώνιο, ο Μπέντο και ο πατήρ Θεόφιλος· έπειτα η Δόνα Πέτρα.
ΧΟΥΑΝ: Ελάτε ‘δώ πέρα! Εδώ έχετε τις συντρόφισσές σας… Συνηθίστε ο ένας τον άλλο, που είναι κάτι παραπάνω από το να αγαπιέσαι· αποδεχτείτε την αφοσίωση που είναι αγάπη, όπως κι εγώ θέμα των βιβλίων, και να το κάνετε στη μνήμη μου… να χρησιμεύετε σαν πρότυπο για τους συνανθρώπους σας. Όχι, αγάπη· συνήθεια…
ΜΠΕΝΤΟ: Και ποιος κίνδυνος;…
ΧΟΥΑΝ: Κίνδυνος; Η Αγάπη είμαι εγώ. Τρέξτε μακριά μου! Μην τις κάνετε να ονειρεύονται υπερβολικά… Εξοικειωθείτε με την αδυναμία τους… Κρατήστε τις ξυπνητές και με το φως αναμμένο, ξυπνητές, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει Εκείνη… Και εσείς, πιτσούνες, τους συζύγους σας να μην τους φορτώνετε με περισσότερες υποχρεώσεις από αυτές που αρμόζουν,… μην τους σπαταλάτε… Με φωνάζει πια Εκείνη στην καρδιά… Και πρέπει οι δυο μας να αγκαλιαστούμε κατ’ ιδίαν, να αποσυρθούμε… Αντίο, λοιπόν! [Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά κάθεται πάλι.] Πρώτα… νερό!
ΙΝΕΣ: [Στον πατήρ Θεόφιλο.] Νερό!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Πάω! [Πάει στη μονή για νερό.]
ΑΝΤΩΝΙΟ: Είναι ο πυρετός…
ΕΛΒΙΡΑ: Είναι η δίψα… Νερό του προσκυνητή…
ΧΟΥΑΝ: Νερό που μας έρχεται από την κορφή,… από τον ουρανό…
Επιστρέφει ο πατήρ Θεόφιλος φέρνοντας νερό μέσα σε ένα μεγάλο κοχύλι, το δίνει στην Ινές και αυτή το πλησιάζει στα χείλη του Χουάν, που για ένα λεπτό κοιτάζει το νερό.
ΙΝΕΣ: Τι κοιτάζεις, Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Τα μάτια της! [Πίνει και προσπαθεί ξανά να σηκωθεί.] Ούτε όρθιος δεν καταφέρνω να σταθώ! [Τον πλησιάζουν ο Αντώνιο και ο Μπέντο, προσφέροντάς του τα μπράτσα τους.] Τα δικά σας,… όχι! Τα δικά τους!
Σηκώνεται όρθιος, στηριγμένος στους ώμους των δυο γυναικών που τον συγκρατούν με τα μπράτσα τους. Αυτή τη στιγμή βγαίνει από το παρεκκλήσι η Δόνα Πέτρα συντετριμμένη, τυλιγμένη με τον μανδύα της, την ώρα που η Ελβίρα φτιάχνει τις πτυχώσεις του ράσου του Χουάν για να πέφτουν όμορφα. Αφού βγει η Δόνα Πέτρα, η πόρτα του παρεκκλησιού μένει ανοιχτή από όπου βγαίνει φως που μακραίνει τις σκιές των ηθοποιών –είναι νύχτα πια. Η Δόνα Πέτρα έρχεται για να προσφέρει το μπράτσο της στον Χουάν.
ΜΠΕΝΤΟ: [Μόλις βλέπει τη Δόνα Πέτρα.] Για δες, τι φάντασμα;…
ΧΟΥΑΝ: Φαντάσματα; Όλ’ αυτά [Δείχνοντας τη σκηνή.] ένα τέμπλο φαντασμάτων. Μην τρομάζεις. Και εσείς, κυρία φάντασμα, για τους νεκρούς σας… κάντε στην άκρη…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Επιστρέφω μετανοημένη…
ΧΟΥΑΝ: Μετανοημένη; Κόλπα! Αλλά, τέλος πάντων, κάντε μετάνοια και… νηστέψτε!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μα κοίτα, Χουάν, τώρα…
ΧΟΥΑΝ: Τώρα; Τίποτα, τίποτα, τίποτα,… τίποτα! Και τώρα στο σπίτι μου,… ψεύδομαι, στον γάμο μου, η πρώτη νύχτα του γάμου μου… όχι!, η τελευταία, αυτή που, πριν ακόμη γεννηθώ, ήταν γραμμένη για μένα σε αυτόν τον οίκο… Στη σβηστή μου εστία…
ΙΝΕΣ: Σιγά! Σιγά! Να μην σκοντάψεις με τη σκιά σου.
ΧΟΥΑΝ: Σκιά από καπνό! Με προσμένει η μητέρα μου,… η σκοτεινιά η μητέρα μου…
ΕΛΒΙΡΑ: Μητέρα ή σύζυγος;
ΧΟΥΑΝ: Μου κάνει το ίδιο. Με περιμένει η σκοτεινή της αγκαλιά που εγώ ο ίδιος με τα χέρια μου έσκαψα… Καίγομαι από τη δίψα… Πάω στο σπίτι… να σπιτωθώ… [Μόλις φτάνουν στην πόρτα της μονής, οι γυναίκες τον αφήνουν στα χέρια του πατήρ Θεόφιλου. Ηχούν καμπάνες από μακριά.] Σημαίνουν για ανάπαυση!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Απαγορεύεται να μπουν εδώ μέσα οι γυναίκες… Κλείσιμο! [Στον Χουάν.] Έπεσε τελικά, ο Δον Χουάν!
ΧΟΥΑΝ: Με τραβούν τα σωθικά της μάνας γης… και ακούω το νερό…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Μεγάλος ηθοποιός ο αδελφός!
ΧΟΥΑΝ: Τι να σας κάνω; Πρέπει να φτάσει ο ρόλος ως τον θάνατο και ακόμα παραπέρα αν γίνεται, με την ποινή της λησμονιάς…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Κουράγιο, λοιπόν!
ΧΟΥΑΝ: Ας μπούμε στο σπίτι…
Μπαίνουν οι δυο τους.
Σκηνή ΧΙ
Ο Αντώνιο, ο Μπέντο, η Ελβίρα, η Ινές, η Δόνα Πέτρα· έπειτα η Βοσκοπούλα, και τέλος ο πατήρ Θεόφιλος.
ΑΝΤΩΝΙΟ: Τι μεγάλη φουρτούνα σε αυτή τη φτωχή περιπλανώμενη ψυχή, που αναζητά τη ζωή στη μηχανή για τη δημιουργία εφέ!…
ΕΛΒΙΡΑ: Και τι ωραία που του πάει η λινάτσα!
ΙΝΕΣ: Καλύτερα του πάει το ψυχορράγημα!… τι ενδιαφέρον!
ΜΠΕΝΤΟ: Δεν καταφέρνω να τον καταλάβω…
ΙΝΕΣ: Εγώ, όμως, ναι· το βλέπω τόσο καθαρά,… τόσο καθαρά…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Εντελώς ξεκάθαρα! Δεν είναι τίποτε άλλο από ό,τι φαίνεται… ένα σώμα που έχει σκιά…
ΕΛΒΙΡΑ: Έχει άραγε σκελετό μέσα του;
ΜΠΕΝΤΟ: [Κατ’ ιδίαν.] Μήπως είναι ολόγραμμα;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Αν είχατε φτάσει στον βυθό της φτωχής του ψυχής δεν θα μιλούσατε τώρα έτσι… [Στην Ινές.] Και ακούστε, Δόνα Ινές…
ΙΝΕΣ: Δόνα; Ακόμα είμαι δεσποινίς, κυρία φάντασμα…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Τότε… κλείσε το το στόμα σου!
ΙΝΕΣ: Είναι χρέος των φαντασμάτων να το έχουν κλειστό!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αυτός είναι ο γάμος του –ο καημένος… ο άνθρωπος!– η πρώτη και η τελευταία νύχτα του γάμου του, όπως έλεγε: ο γάμος με την ύστατη αλήθεια, με την αληθινή… αυτή που δεν αλλάζει…
Οι γυναίκες αγκαλιάζουν τους συζύγους τους κλαίγοντας.
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Στην Ελβίρα.] Ηρέμησε,… ησύχασε…
ΕΛΒΙΡΑ: Αχ, Αντώνιό μου, προστάτεψέ με, υπερασπίσου με, προφύλαξέ με. [Αγγίζοντάς τον.] Γιατί εσύ υπάρχεις στ’ αλήθεια, έτσι δεν είναι; και όχι στο θέατρο·… εσύ έχεις κόκαλα… με μυελό…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Το θέατρο είναι η πρώτη ανάμεσα στις αλήθειες,… η πιο αληθινή,… όχι αυτή που φαίνεται, αλλά αυτή που γίνεται…
ΕΛΒΙΡΑ: Αχ! Όμως όταν θα πάμε στο σπίτι… να γίνουμε…
ΙΝΕΣ: [Στον Μπέντο.] Θα με θέλεις για πάντα τώρα,… για πάντα;…
ΜΠΕΝΤΟ: Τώρα είναι το πάντα, Ινές!
ΙΝΕΣ: Μου συγχωρείς εκείνη την τρέλα;… Ήταν ένα όνειρο, για να ξυπνήσω τελικά μέσα στα χέρια σου…
ΜΠΕΝΤΟ: Κοιμήσου λοιπόν μέσα τους και ξαναονειρέψου, τρελοκόριτσο,… ονειρέψου με…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Και η δύσμοιρη ονειρεύεται, ναι, κάτω από τη γη… χωρίς αέρα μήτε φως…
ΕΛΒΙΡΑ: [Στον Αντώνιο.] Τι τρελή που ήμουν!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μείνε σταθερά, λοιπόν!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: [Μπαίνοντας.] Ο αδελφός Χουάν… έφυγε;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Πάει!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Αλλά θα επιστρέψει;…
ΕΛΒΙΡΑ: Όλα επιστρέφουν! Μέχρι και το νερό που περνάει απ’ τον νερόμυλο!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ποιος ξέρει!...
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Έφυγε… Και το μαγικό φίλτρο; Πείτε μου, γιατί δεν μπορώ να ζήσω έτσι… Και από πάνω φεύγει και ο αδελφός Χουάν…
ΧΟΥΑΝ: [Μέσα από τη μονή φωνάζοντας δυνατά.] Στην ευχή του Θεού! Αντίο!
ΕΛΒΙΡΑ: Η φωνή του! Αυτός!
ΙΝΕΣ: Αυτός ή… ο άλλος;
ΜΠΕΝΤΟ: [Κατ’ ιδίαν.] Λες να είναι ηχογράφηση;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: …τώρα που περισσότερο τον χρειαζόμουν!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Περισσότερο χρειάζεται στο άλλο… θέατρο!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Πεθαίνει χωρίς να έχω προλάβει… Πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να του δώσω ένα μήνυμα για τον άγιο Αντώνιο τον ευλογημένο… [Πάει μέχρι την πόρτα της μονής.]
ΑΝΤΩΝΙΟ: Εκεί δεν μπορούν να μπουν γυναίκες…
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Εγώ όμως ναι,… ναι!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: Εδώ έρχεται κανείς, για να ξεχάσει ό,τι άφησε στο σπίτι.
ΕΛΒΙΡΑ: Ή για να το ονειρευτεί, να θυμηθεί τη λησμονιά, ποιος ξέρει;
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: [Βγαίνει από τη μονή και απευθύνεται στη Βοσκοπούλα που πάει να μπει μέσα.] Τι σε φέρνει τώρα εδώ, γλυκό μου αρνάκι;
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Να τον δω,… να του δώσω ένα μήνυμα, πριν χαθεί από αυτόν τον κόσμο…
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ο αδελφός Χουάν… [Απευθύνεται στο κοινό.] Ολοκλήρωσε το μυστήριο!
ΜΠΕΝΤΟ: [Κατ’ ιδίαν στον Αντώνιο.] Μυρίζομαι άλλο ένα κόλπο… Γιατί αυτό, να πεθάνει αυτός έτσι, όπως πέθανε!... Είναι ικανός να…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Να μετενσαρκωθεί; Ποιος ξέρει!... Εμείς είμαστε…
ΙΝΕΣ: Ο Δον Χουάν δεν πεθαίνει!...
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και τώρα, καλοπροαίρετοι εκπρόσωποι του σεβαστού κοινού που πλέκει και ξεπλέκει θρύλους και πρόσωπα και σχόλια, τελείωσε η νέα παλιά κωμωδία του Δον Μιγκέλ!
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ: Θα ξαναέρθει;
ΕΛΒΙΡΑ: Όλα επιστρέφουν!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ας κινούμαστε! [Η Βοσκοπούλα αρχίζει να χορεύει.]
ΙΝΕΣ: Ο Δον Χουάν είναι αθάνατος!
Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Όπως το θέατρο!
Τ έ λ ο ς
_________________
(Η μετάφραση του έργου El hermano Juan o el mundo es teatro, του Miguel de Unamuno, ακολούθησε την έκδοση που περιλαμβάνεται στη σειρά: Obras Completas, III, Εισαγωγή Ricardo Senabre. Biblioteca Castro, Mαδρίτη 1996, όπου χρησιμοποιείται η πρώτη έκδοση του θεατρικό έργου, του 1934, και γίνεται σύγκριση με το πρωτότυπο χειρόγραφο.)