Το αστρικό σώμα του καταναλωτή

Paul Charles Chocarne Moreau (1855-1931): «Ο πονηρός κλέφτης»
Paul Charles Chocarne Moreau (1855-1931): «Ο πονηρός κλέφτης»



Πε­ρί δια­δρό­μων & αχλα­διών

Οι διά­δρο­μοι των κτη­ρί­ων εγκυ­μο­νούν κι αυ­τοί. Οι άν­θρω­ποι εντός τους πη­γαι­νο­έρ­χο­νται. Διά­δρο­μοι νο­σο­κο­μεί­ων, παι­δα­γω­γι­κών ιδρυ­μά­των και (κυ­ρί­ως) σου­περ­μάρ­κετ, διά­δρο­μοι δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών, ερ­γο­στα­σί­ων και τε­λι­κά διά­δρο­μοι νε­κρο­τα­φεί­ων. Τα σώ­μα­τα πε­ριο­δεύ­ουν διαρ­κώς, οι σάρ­κες και τα κό­κα­λα μας όλο κά­που θέ­λουν να πά­νε. Το δι­κό μου σώ­μα εί­ναι το σώ­μα ενός κλέ­φτη, αγ­γλι­στί shoplifter, ένα σώ­μα φι­λά­σθε­νο από πολ­λές από­ψεις. Ο Πλά­τω­νας στην Πο­λι­τεία του ανα­ρω­τή­θη­κε αν ένας κλέ­φτης γί­νε­ται ή γεν­νιέ­ται. Εγώ ξέ­ρω σί­γου­ρα πως ένας κλέ­φτης πε­ρι­φέ­ρε­ται, γυ­ρί­ζει σαν σβού­ρα αλ­λά πο­τέ δεν ικα­νο­ποιεί­ται, το ίδιο και ο υπο­χόν­δριος – και οι δύο ψά­χνουν απε­γνω­σμέ­να να βρουν την κα­τα­δί­κη τους. Το εί­δος του κλέ­φτη που το βρί­σκει κα­νείς εντός των δια­δρό­μων ενός ΑΒ ή ενός Σκλα­βε­νί­τη ή έστω ενός Coop ή ενός Monoprix* εί­ναι το πλέ­ον τα­πει­νό. Ο Άγιος Αυ­γου­στί­νος έγρα­ψε πως η κλο­πή εί­ναι το ίδιο δε­λε­α­στι­κή όσο εί­ναι και το σεξ. Στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο των Εξο­μο­λο­γή­σε­ών του ξε­κι­νά­ει λέ­γο­ντας πως η κλο­πή εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη από τον Θεό. Ανα­φέ­ρει το αμάρ­τη­μα της Εύ­ας και στη συ­νέ­χεια θυ­μά­ται τα δι­κά του αμαρ­τή­μα­τα: Όταν ήταν δε­κα­έ­ξι χρο­νών έκλε­ψε αχλά­δια από έναν οπω­ρώ­να μα­ζί με τους φί­λους του. Απαλ­λο­τρί­ω­σε, όχι για­τί πει­νού­σε, ού­τε για­τί ήταν φτω­χός, το έκα­νε λό­γω της εγ­γύ­τη­τας των κλο­πι­μαί­ων, λό­γω της ευ­κο­λί­ας τού αμαρ­τή­μα­τος. Ο Άγιος Αυ­γου­στί­νος από­λαυ­σε μία και μο­να­δι­κή φο­ρά την αμαρ­τία της κλο­πής. Δεν έβα­λαν ού­τε ένα αχλά­δι στο στό­μα τους, όπως ανα­φέ­ρει, τα πέ­τα­ξαν στους χοί­ρους. Ο κλέ­φτης εγκυ­μο­νεί την τι­μω­ρία του όπως ο υπο­χόν­δριος εγκυ­μο­νεί την ασθέ­νεια του.


____________
* Ελβετική και Γαλλική αλυσίδα σουπερμάρκετ αντίστοιχα.


Πε­ρί δω­μα­τί­ων

Είχα την αί­σθη­ση, κα­θώς πε­ρι­πλα­νιό­μουν εντός του μη­νός Φε­βρουα­ρί­ου, πως πε­ριό­δευα ανελ­λι­πώς εντός της οι­κί­ας, ανα­ζη­τώ­ντας ένα μέ­ρος για να πε­θά­νω. Η ήτ­τα που εί­χε δε­χθεί το σώ­μα από την κα­κο­ή­θεια που πα­ρου­σί­α­σε, με εί­χε κα­τα­βά­λει. Εκεί συ­νει­δη­το­ποί­η­σα όμως πως, λό­γω κά­ποιου εν­στί­κτου, δεν εί­χα συσ­σω­ρεύ­σει πολ­λά αντι­κεί­με­να ή έπι­πλα μέ­σα στο σπί­τι. Λες και ήμουν από πά­ντα έτοι­μος για ανα­χώ­ρη­ση, ανά πά­σα στιγ­μή. Ένα MacBook, ένα στρώ­μα, μία αξιο­πρε­πής σύν­δε­ση στο ίντερ­νετ. Άλ­λω­στε δεν εί­χα κα­μία όρε­ξη να ση­κω­θώ από το στρώ­μα, δεν χρεια­ζό­μουν κα­ρέ­κλες ή τρα­πέ­ζια, έτρω­γα όρ­θιος ή ξα­πλω­μέ­νος. Κοί­τα­ξα έξω από το πα­ρά­θυ­ρο και εί­δα την θο­λή συ­στοι­χία από κτί­ρια που τί­πο­τα δεν ανα­κοί­νω­νε τις ιδιό­τη­τες τους, το πε­ριε­χό­με­νο τους ή την ποιό­τη­τα της κα­τα­σκευ­ής τους. Βα­σι­κό στοι­χείο ήταν η αι­θα­λο­μί­χλη η οποία τα σκέ­πα­ζε, όπως επί­σης και την γραμ­μή του ορί­ζο­ντα. Εδώ δεν υπήρ­χε κα­μία ανά­γκη για κά­ποια ει­δυλ­λια­κή θέα, ένα ανα­κου­φι­στι­κό συ­ναί­σθη­μα άπλε­του χώ­ρου, έναν πε­ρι­βαλ­λο­ντο­λο­γι­κό ρο­μα­ντι­σμό έστω. Σε αυ­τή τη θέ­α­ση πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο εί­χε η υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα του πα­ρα­τη­ρη­τή, στοι­χείο όχι και τό­σο αξιό­πι­στο αν το κα­λο­σκε­φτό­σουν, κρί­νο­ντας από τις συ­νή­θειες του. Έβρι­σκα πα­ρη­γο­ριά μό­νο εντός του δια­δρό­μου ενός ΑΒ Shop & Go ή ενός OK Market στο κέ­ντρο ή έστω ενός Σκλα­βε­νί­τη κά­που στα προ­ά­στια, αν εί­χα όρε­ξη για τα­ξί­δι με το τρέ­νο. Πό­σο ορ­θή κρί­ση θα μπο­ρού­σε να έχει ένας τέ­τοιος άν­θρω­πος; Με τι βλέμ­μα θα αντί­κρι­ζε το μέλ­λον και με τι λέ­ξεις θα πε­ριέ­γρα­φε αυ­τά που εί­χε ζή­σει στους επό­με­νους; Κι όμως ήταν το πιο λο­γι­κό πράγ­μα να κά­νεις, τέ­λος πά­ντων, ιδιαί­τε­ρα αν δεν εί­χες κλι­μα­τι­σμό στο σπί­τι. Ο μό­νος ήχος που ακου­γό­ταν ήταν από τις πλα­στι­κές συ­σκευα­σί­ες που έπε­φταν στο κα­λά­θι του, κα­νέ­νας εν­δια­φέ­ρων ή έστω εξω­τι­κός χρω­μα­τι­σμός δεν πλαι­σί­ω­νε το στέρ­νο του, πα­ρά μό­νο εκεί­νος ο γνώ­ρι­μος, ισχνός παλ­μός της αδύ­να­μης καρ­διάς που ερ­γά­ζε­ται λι­γά­κι ανα­γκα­στι­κά αλ­λά και στω­ι­κά, χω­ρίς να έχει επι­λο­γή, δια­τά­ζο­ντας τα χέ­ρια να ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζουν κου­τιά και τους οφθαλ­μούς να στέλ­νουν σή­μα­τα στον εγκέ­φα­λο, έτσι ώστε εκεί­νος με τη σει­ρά του να συ­γκρί­νει τι­μές και προ­σφο­ρές, νέα προ­ϊ­ό­ντα και υλι­κά κα­τα­σκευ­ής.

Πε­ρί «λί­φτινγκ» & Rousseau

Είναι άρα­γε το shoplifting κά­τι πα­ρα­πά­νω από μία μο­νω­μέ­νη πε­ριο­δεία εντός των άγο­νων δια­δρό­μων ενός σου­περ­μάρ­κετ, μία πα­ρα­βο­λι­κή πο­ρεία προς την απο­τυ­χία και την τι­μω­ρία; Εί­ναι εμ­μο­νή ή μό­νο μία ανά­γκη για τρο­φή; Μή­πως εί­ναι απλά ένας τρό­πος να δι­υ­λί­σου­με την κα­τα­να­λω­τι­κή ανία μας; Μία άρ­ρη­τη ανά­γκη του εαυ­τού προς την συσ­σώ­ρευ­ση αγα­θών, όπως εί­χε ανα­φέ­ρει ο Σω­κρά­της για το κλέ­ψι­μο. Στη Γαλ­λία, ένας γνω­στός στο­χα­στής, ο Jean-Jacques Rousseau, ανή­γα­γε την μι­κρο­κλο­πή από αμαρ­τία σε μία πο­λι­τι­κή πρά­ξη των φτω­χών έτσι ώστε να ισορ­ρο­πή­σουν τα προ­νό­μια της αρι­στο­κρα­τί­ας και της μο­ναρ­χί­ας. Δη­μο­σιευ­μέ­νες το 1787, οι Εξο­μο­λο­γή­σεις του Rousseau, δύο χρό­νια πριν Γάλ­λοι χω­ρι­κοί και κτη­νο­τρό­φοι μπουν με τη βία στην Βα­στί­λη, πε­ρι­γρά­φουν τις συ­νή­θειες του φι­λό­σο­φου ο οποί­ος «δια­πρέ­πει» στον αυ­να­νι­σμό, στα ménage à trois, στον μα­ζο­χι­σμό, στην εγκα­τά­λει­ψη τέ­κνου και στις μι­κρο­κλο­πές. Όταν ο Rousseau πιά­νε­ται στα πρά­σα ενώ «λι­φτά­ρει» κα­τα­στή­μα­τα της Γε­νεύ­ης, πα­ρα­δέ­χε­ται πως τι­μω­ρία και ευ­χα­ρί­στη­ση ανα­μει­γνύ­ο­νται.


Πε­ρί συ­να­γερ­μών

Η κλε­πτο­μα­νία, δια­βά­ζω, ίσως να εί­ναι μία εγ­γε­νής ανά­γκη μου για εκ­δί­κη­ση προς τον πα­τέ­ρα ή μία λο­ξή έκ­φρα­ση κα­τα­πί­ε­σης της λί­μπι­ντο. Πε­ριο­δεύ­ο­ντας μέ­σα στους δια­δρό­μους ενός Σκλα­βε­νί­τη, αντι­λαμ­βά­νο­μαι μία ύπου­λη δια­σπο­ρά υπό­τα­σης η οποία πρέ­πει άμε­σα να με­του­σιω­θεί σε τα­χυ­καρ­δία, αν δεν θέ­λω να σω­ρια­στώ ανά­με­σα στους συ­μπυ­κνω­μέ­νους χυ­μούς και τα αξε­σουάρ κα­τοι­κί­διων. Ο πα­τέ­ρας μου έλε­γε «σφί­ξε τα δό­ντια και θα πε­ρά­σει», κι αυ­τό ακρι­βώς κά­νω ασυ­ναί­σθη­τα. «Γε­νι­κά στους δη­μό­σιους χώ­ρους δεν έχεις την αί­σθη­ση ότι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σου ανή­κει ή ότι της ανή­κεις. Μο­λο­νό­τι δεν έχεις πα­ραι­σθή­σεις, νιώ­θεις να πνέ­ει ένας ύπου­λος λί­βας πά­νω από το κε­φά­λι σου ή μέ­σα από την καρ­διά. Τα πράγ­μα­τα ένα γύ­ρο χά­νουν κά­ποια από την βα­ρύ­τη­τα τους και αφου­γκρά­ζε­σαι να σου ζη­τούν επι­τα­κτι­κά να υπο­κύ­ψεις»* Αι­σθά­νο­μαι σαν μία σύγ­χρο­νη Madame de Boves** η οποία δεν έχει άλ­λη διέ­ξο­δο να εκτο­νώ­σει το σε­ξουα­λι­κό της έν­στι­κτο ή τε­λι­κά τον εθι­σμό της προς το έγκλη­μα. Βά­ζο­ντας ένα πα­κέ­το μπα­τα­ρί­ες στην τσέ­πη μου, νιώ­θω ήδη κα­λύ­τε­ρα, λί­γο πιο δυ­να­τός – δεν τις χρειά­ζο­μαι καν, απλά έπρε­πε κά­τι να κλέ­ψω. Ο εθι­σμός εί­ναι σαν το νε­ρό, πά­ντα βρί­σκει διέ­ξο­δο και δια­πο­τί­ζει τα πά­ντα, το νε­ρό «θυ­μά­ται», χα­ράσ­σει αό­ρα­τα δε­δο­μέ­να που μπο­ρούν να «δια­βα­στούν» με­τά από αιώ­νες χω­ρίς να χά­νουν ού­τε στιγ­μή την συ­νε­κτι­κό­τη­τα τους. To 1977 o Arthur Minasy ανα­κα­λύ­πτει το αντι­κλε­πτι­κό σύ­στη­μα EAS και γί­νε­ται δι­σε­κα­τομ­μυ­ριού­χος. Από τό­τε πά­ντα βρί­σκου­με ένα τέ­τοιο μα­γνή­τη σε πολ­λά προ­ϊ­ό­ντα πο­λυ­κα­τα­στη­μά­των. Ο Stevie Wonder, μά­λι­στα, εί­χε ζη­τή­σει από τον Minasy να του φτιά­ξει ένα προ­σω­πι­κό σύ­στη­μα EAS έτσι ώστε να μην πέ­φτει από τη σκη­νή κα­θώς παί­ζει πιά­νο.*** Σε ένα σου­περ­μάρ­κετ έχει την αί­σθη­ση κα­νείς πως συ­ντε­λεί­ται διαρ­κώς μία αμ­φί­δρο­μη εγκλη­μα­τι­κή πρά­ξη: κλέ­βεις αλ­λά την ίδια στιγ­μή σε κλέ­βουν. Ανα­ρω­τιέ­μαι αν στο μέλ­λον θα χρεια­στεί να κου­βα­λά­με κά­ποιον μα­γνή­τη στην τσέ­πη έτσι ώστε να μην μας απο­λέ­σουν ακό­μη και το πε­ρι­βό­η­το «αστρι­κό σώ­μα του κα­τα­να­λω­τή».

____________
* Κ. Πα­πα­γιώρ­γης, Σύν­δρο­μο αγο­ρα­φο­βί­ας, εκδ. Κα­στα­νιώ­της, σ. 45.
**
Ηρω­ί­δα του Émile Zola από το μυ­θι­στό­ρη­μα Au bonheur des dames (βλ. Στον πα­ρά­δει­σο των κυ­ριών, μτφ. Ιφι­γέ­νεια Μπο­του­ρο­πού­λου, Στε­ρέ­ω­μα 2016) η οποία ήταν κλε­πτο­μα­νής, ανή­κε όμως στα ανώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα.
***
Rachel Shteir, The Steal: A Cultural History of Shoplifting, Penguin, σ. 74.



Πε­ρί Ελ­βε­τι­κών σού­περ μάρ­κετ

Περι­δια­βαί­νω τους δια­δρό­μους ενός γι­γα­ντιαί­ου Coop σε μία κε­ντρι­κή οδό της Γε­νεύ­ης. Η θλί­ψη στην ατμό­σφαι­ρα εί­ναι διά­χυ­τη, δεν έχω ιδέα αν εγώ εί­μαι η πη­γή της ή αν όλες εκεί­νες οι βιο­λο­γι­κές κρε­μα­σμέ­νες, vegan πί­τσες (μοιά­ζουν με που­κά­μι­σα ή πα­τά­κια αυ­το­κι­νή­των) δη­μιουρ­γούν ετού­το το από­ξε­νο φως που κά­νει τα δέρ­μα­τα μας χλω­μά και ικτε­ρι­κά σαν πο­λυ­και­ρι­σμέ­να σε­ντό­νια. Φα­ντά­σμα­τα. Εί­μαι ένα από αυ­τά. Ο κό­σμος έρ­χε­ται εδώ για να ανα­κου­φι­στεί από κά­ποιο πα­ρά­ξε­νο εί­δος φό­βου ή πό­νου. Γε­μί­ζω το κα­λά­θι μου με τρο­φή που δεν χρειά­ζο­μαι – άλ­λω­στε θα μεί­νω στην πό­λη μό­νο για μία μέ­ρα, με­τά θα συ­νε­χί­σω για Φράι­μπουργκ, για την επό­με­νη ζω­ντα­νή εμ­φά­νι­ση. Γε­μί­ζω το κα­λά­θι από κα­θα­ρή ανα­σφά­λεια, από κά­ποιο υπο­χθό­νιο κα­το­χι­κό σύν­δρο­μο. Τυ­ρί από φι­στί­κι κά­σιους, μπι­φτέ­κια από σό­για, γά­λα από αρα­κά. Οι συ­σκευα­σί­ες εί­ναι ταυ­τό­χρο­να κα­θη­συ­χα­στι­κές (πα­στέλ χρώ­μα­τα, λευ­κό, απα­λά, κα­θα­ρά γράμ­μα­τα, εκεί­νο το μι­κρό πρά­σι­νο ση­μά­δι της βιο­λο­γι­κής καλ­λιέρ­γειας) αλ­λά την ίδια στιγ­μή υπό­σχο­νται μία εγ­γε­νή αγευ­σία, αλ­λά όσο πιο κα­θη­συ­χα­στι­κές και άγευ­στες δεί­χνουν, τό­σο πιο πο­λύ επι­θυ­μώ να τις αγο­ρά­σω. Εί­ναι τό­σο επε­ξερ­γα­σμέ­να αυ­τά τα τρό­φι­μα που ου­σια­στι­κά υπάρ­χουν για να γε­μί­ζουν μό­νο το έντε­ρο σου και να απαλ­λάσ­σε­σαι από την αί­σθη­ση της πεί­νας ή τε­λι­κά από τις τύ­ψεις του ζω­ι­κού φό­νου. Πα­ρό­λο που ο θυ­ρε­οει­δής αδέ­νας έχει φύ­γει πλέ­ον από το λαι­μό μου, έχω την αί­σθη­σή του ακό­μη στα νεύ­ρα. Στο τη­λέ­φω­νό μου έχω την φω­το­γρα­φία που μου έστει­λε ο χει­ρούρ­γος στο Viber: μοιά­ζει με κά­τι που θα πέ­τα­γε ο Έλ­λη­νας πά­ραυ­τα στα κάρ­βου­να, ένα όμορ­φο τρι­ή­με­ρο, ας πού­με, του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.


Πε­ρί να­πο­λι­τά­νι­κων αγε­λά­δων

Στο γνω­στό κεί­με­νο του Walter Benjamin για τη Νά­πο­λη, βρί­σκου­με ένα εξαι­ρε­τι­κό από­σπα­σμα παρ­μέ­νο από κεί­με­νο του Alfred Zon-Retel: «Την απο­λύ­τως ιδιαί­τε­ρη με­τα­χεί­ρι­ση των ζώ­ων την εί­δα κο­ντά στην Πόρ­τα Κα­πουά­να, μία από τις πιο πα­λιές να­πο­λι­τά­νι­κες γει­το­νιές. Σε κά­ποια από εκεί­να τα σπί­τια, οι άν­θρω­ποι εί­χαν τις αγε­λά­δες τους στον τέ­ταρ­το και πέμ­πτο όρο­φο. Τα φτω­χά ζώα έμε­ναν εκεί πά­νω αφό­του ήταν ακό­μη μο­σχα­ρά­κια. Ξε­χνού­σαν γρή­γο­ρα τι σή­μαι­νε να στέ­κο­νται όρ­θια και οι οπλές τους με­τα­μορ­φώ­νο­νταν σε τε­ρά­στια νύ­χια».* Δια­βά­ζο­ντας το από­σπα­σμα σε ένα μπαλ­κό­νι της Χα­ρι­λα­όυ Τρι­κού­πη, αυ­το­μά­τως με­τα­φέ­ρο­μαι νοη­τι­κά σε ένα υπο­κα­τά­στη­μα του AB Shop & Go, εκεί­να τα μι­κρά, υπέ­ρο­χα σου­περ­μάρ­κετ, που όπως τα ΟΚ Market, τα βρί­σκει κα­νείς ανοι­χτά μέ­χρι αρ­γά, ακό­μη και τον δε­κα­πε­νταύ­γου­στο ή ανή­με­ρα της πρω­το­χρο­νιάς. Αι­σθά­νο­μαι κι εγώ όπως εκεί­νες οι να­πο­λι­τά­νι­κες αγε­λά­δες, παίρ­νω το σχή­μα μου και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μου ανά­λο­γα με το πε­ρι­βάλ­λον μου, κλει­σμέ­νος κα­θώς εί­μαι μέ­σα σε κά­ποιο διά­δρο­μο σου­περ­μάρ­κετ. Τα σου­περ­μάρ­κετ και τα πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα εί­ναι οι μό­νοι τό­ποι εντός των οποί­ων κο­σκι­νί­ζω την ου­σία μί­ας κά­ποιας πα­ρη­γο­ριάς, ταυ­τό­χρο­να εκεί συ­νει­δη­το­ποιώ την αστο­χία της αγά­πης μέ­σα στον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό και την προ­σω­ρι­νή ανα­κού­φι­ση του δι­κού μου πό­νου. Κοι­τά­ζω προς στιγ­μήν τα πέλ­μα­τα μου για να δω αν έχουν με­τα­μορ­φω­θεί σε νύ­χια.


____________
*
Walter Benjamin, Lacis Asja, Νά­πο­λη, μτ­φρ. Π. Κα­λα­μα­ράς, εκδ. Πα­ρέ­γκλι­σις, σ. 33.


Πε­ρί της κο­ρυ­φής του πο­λι­τι­σμού

Οι δια­θέ­σεις του σύγ­χρο­νου αστι­κού πλά­σμα­τος ανα­πα­ρί­στα­νται ως απο­χρώ­σεις μέ­σω μιας εξα­ντλη­τι­κής εναλ­λα­γής τους. Η αχνή από­δο­ση των μορ­φών στα ηχη­τι­κά μου το­πία υπο­δη­λώ­νει μια εγ­γε­νής χη­μι­κή θή­ρα για την θε­ρα­πεία του πό­νου ή έστω της ανα­κού­φι­σης του – ίσως η κο­ρυ­φή του πο­λι­τι­σμού. Ο πο­λι­τι­σμός εξα­φα­νί­ζε­ται στα­δια­κά μέ­σα στην αυ­το­δη­μιουρ­γη­μέ­νη του μο­να­ξιά ― ο ανε­πι­θύ­μη­τος επί­γο­νός του εί­ναι ανί­κα­νος να ξε­πε­ρά­σει τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Σει­ρές από νέα σου­περ­μάρ­κετ στέ­κουν πί­σω από την αι­θα­λο­μί­χλη. Τα πά­ντα, θε­ω­ρη­τι­κά, μπο­ρούν να ανα­πτυ­χθούν εντός τους ― από την εξά­πλω­ση νέ­ων βιο­λο­γι­κών προ­ϊ­ό­ντων έως αιφ­νί­διοι έρω­τες ή θά­να­τοι. Κι όμως τε­λι­κά αυ­τό που αν­θί­ζει ωσάν φρέ­σκια βλά­στη­ση από το τσι­μέ­ντο των κα­τα­σκευών αυ­τών εί­ναι μό­νο η ανυ­παρ­ξία. Ετού­τα τα κτί­σμα­τα δεν υπάρ­χουν, μό­νο το ηχη­τι­κό τους στίγ­μα απο­μέ­νει σαν αιω­ρού­με­νη πά­χνη στην ατμό­σφαι­ρα. Από εκεί γεν­νιέ­ται κά­τι σαν θό­ρυ­βος ή παλ­μός ο οποί­ος δη­μιουρ­γεί νέ­ες θε­ά­σεις, ακρο­ά­σεις ή προ­ο­πτι­κές. Κι εκεί­νες πρέ­πει όμως να με­ταλ­λα­χθούν αν δεν θέ­λουν να αφα­νι­στούν από το εσω­τε­ρι­κό τους ξε­θώ­ρια­σμα.


Πε­ρί απο­φθεγ­μά­των

Λί­γο κλέ­ψι­μο σε κά­ποιο Coop ή σε κά­ποιο Monoprix μου αρ­κεί, μα­ζί με την κα­θη­με­ρι­νή θε­ρα­πεία με Entact.


Πε­ρί του αστρι­κού σώ­μα­τος του κα­τα­να­λω­τή

Ο ορ­γα­νι­σμός αφο­μοιώ­νει ό,τι χρειά­ζε­ται για να επι­βιώ­σει και απορ­ρί­πτει το υπό­λοι­πο των τρο­φών. Μια κα­τα­να­λω­τι­κή κα­ται­γί­δα ξε­κι­νά­ει από το γυα­λί του τη­λε­φώ­νου και εμ­φο­ρεί­ται τον ρό­λο ενός «ρυθ­μι­στή» δια­θέ­σε­ων. Κα­θώς δια­σχί­ζω τον διά­δρο­μο ενός Σκλα­βε­νί­τη στην Αθή­να, η ψυ­χή μου αυ­ξο­μειώ­νει σε μέ­γε­θος ανά­λο­γα με τις συ­σκευα­σί­ες των νέ­ων βιο­λο­γι­κών προ­ϊ­ό­ντων που έχουν προ­στε­θεί στις προ­σφο­ρές. Στο σπί­τι, αρ­γό­τε­ρα, τε­λεί­ται η ανα­βί­ω­ση του σου­περ­μάρ­κετ τα­ξι­δί­ου μου μέ­σω του τη­λε­φώ­νου: εδώ κά­ποιος έχει την αί­σθη­ση πως όλα του τα όνει­ρα βγαί­νουν αλη­θι­νά προς στιγ­μήν ― μάλ­λον η μο­να­δι­κή συ­σκευή που σε «κα­τα­λα­βαί­νει» από­λυ­τα. Ο χρό­νος δι­πλώ­νει σαν έντε­ρο κι ο πό­νος εί­ναι το ει­σι­τή­ριο για δια­φο­ρε­τι­κά δω­μά­τια, venues, ευ­ρω­παϊ­κά αε­ρο­δρό­μια, σταθ­μούς τρέ­νων και αί­θου­σες ανα­μο­νής· σε αυ­τούς τους μη-χώ­ρους και­νο­τό­μα προ­ϊ­ό­ντα ξε­πε­τά­γο­νται διαρ­κώς, χτί­ζο­ντας τον κώ­δι­κα της πα­ρα­τε­τα­μέ­νης κι ανα­πό­φευ­κτης μο­να­ξιάς των κα­τα­να­λω­τών. Εξε­ρευ­νώ­ντας ένα Coop στην Ζυ­ρί­χη, ανα­κα­λύ­πτω συ­σκευα­σμέ­νες φέ­τες στρου­θο­κά­μη­λου. Με­τά την αφαί­ρε­ση του θυ­ρε­οει­δούς, η ικα­νό­τη­τα μου να εκ­πλήσ­σο­μαι από το γα­στρε­ντε­ρι­κό timeline μου δεν έχει επη­ρε­α­στεί ιδιαι­τέ­ρως. Μια κρί­ση υπο­θυ­ρε­οει­δι­σμού εί­ναι σε θέ­ση να με­τα­κι­νεί το κέ­ντρο ισορ­ρο­πί­ας όπως επί­σης και την ευαι­σθη­σία στον πό­νο και την κα­κου­χία. Τώ­ρα κά­θο­μαι σε μια μπλε πλα­στι­κή ξα­πλώ­στρα, κά­τω από τη σκιά μιας μπλε πλα­στι­κής ομπρέ­λας, στο νο­τιό­τε­ρο άκρο της Με­σο­γεί­ου, με­τρώ­ντας τα τάν­κερ (tankerspotting) και τα εμπο­ρι­κά πλοία που στα­μα­τά­νε στις κο­ντι­νές δε­ξα­με­νές καυ­σί­μου ― εκα­το­ντά­δες container που γυα­λί­ζουν στον ήλιο κι εντός τους ανα­παύ­ο­νται χι­λιά­δες προ­ϊ­ό­ντα. Στον αέ­ρα αυ­τής της σχε­δόν τρο­πι­κής, απο­σαρ­κω­μέ­νης ζώ­νης κυ­ριαρ­χεί η οσμή του πε­τρε­λαί­ου και τα ικτε­ρι­κά φώ­τα των πλω­τών Βα­βυ­λώ­νων που πε­ρι­μέ­νουν υπο­μο­νε­τι­κά, ωσάν κο­ρι­ζα­σμέ­να προϊ­στο­ρι­κά κή­τη, να ανε­φο­δια­στούν. Πά­νω στα βρά­χια τα θερ­μο­κή­πια βρά­ζουν ολη­με­ρίς εντός μιας φυ­το­φαρ­μα­κευ­τι­κής κα­τα­χνιάς μέ­σα από την οποία ξε­προ­βάλ­λουν αι­γο­πρό­βα­τα και ποι­μέ­νες-φα­ντά­σμα­τα. Ανοί­γω τη συ­σκευα­σία του βιο­λο­γι­κού στρου­θο­κά­μη­λου την οποία συ­νο­δεύω με ένα μέ­τριο ρο­ζέ Kylie Minogue Côtes de Provence του '22, αγο­ρα­σμέ­νο τυ­χαία από κά­ποιο φι­λή­δο­νο e-shop. Η λε­βο­θυ­ρο­ξί­νη των 150 μι­λι­γκράμ έχει κά­νει τη δου­λειά της από το πρωί, πα­ρό­λα αυ­τά αι­σθά­νο­μαι τα πό­δια μου μου­δια­σμέ­να ― μια ακα­τα­νό­η­τη θλί­ψη πε­τα­ρί­ζει στο στή­θος μου σαν πλα­στι­κή συ­σκευα­σία που την πα­ρέ­συ­ρε ο λί­βας. Η μό­νη μου συ­ντρο­φιά ένας εκ­σκα­φέ­ας παρ­κα­ρι­σμέ­νος πά­νω στην άμ­μο. Αρ­γό­τε­ρα, εντός του από­πα­του του ξε­νο­δο­χεί­ου, ανα­κα­λύ­πτω μι­κρο­σκο­πι­κά κομ­μά­τια νάι­λον ―τι πα­ρά­ξε­νο ιρι­δί­ζον μω­σαϊ­κό― ανα­μειγ­μέ­να πε­ρί­τε­χνα με τα κό­πρα­να μου από την ορ­μή της βα­ρύ­τη­τας και την πί­ε­ση του εντε­ρι­κού υμέ­να. Τα κα­λο­και­ρι­νά μου «ευ­ρή­μα­τα» μοιά­ζουν κοι­νό­το­πα και αμε­λη­τέα μπρο­στά στη σιω­πή αυ­τού εδώ του αρ­χαί­ου μη-τό­που. Ψυ­χή και σάρ­κα γί­νο­νται ένα, πλα­στι­κά και πε­τρέ­λαιο κυ­λά­νε στο αί­μα κα­θώς αιω­ρεί­ται στον κα­θρέ­πτη του με­ση­με­ριού ετού­το το πο­λυ­ε­στε­ρι­κό αστρι­κό σώ­μα, ωθού­με­νο από μιαν άγνω­στη καύ­ση που μαυ­ρί­ζει τους τοί­χους. Εύ­χο­μαι να ήμουν ικα­νός να δια­κρί­νω το ίδιο ανώ­δυ­να και κα­θα­ρά τη μνή­μη, την ιστο­ρία των αν­θρώ­πων, την ζή­τη­ση και την προ­σφο­ρά της αγά­πης, ακό­μη και τις ανα­δι­πλού­με­νες τά­σεις της αγο­ράς, εντός των ψυ­χι­κών μου πε­ριτ­τω­μά­των.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: