Δεκαεφτά ακόμη «Ποιήματα του Καιρού»
Τα «Ποιήματα του Καιρού» είναι πάντα καίρια, ακόμη και όταν δείχνουν άκαιρα· άλλοτε είναι επίκαιρα και άλλοτε ανεπίκαιρα, κάποτε είναι πρόσκαιρα ή παράκαιρα, ίσως και παράταιρα
Αρμονία
Μεγάλη ταραχή στο μικρό καφέ:
αντιλήφθηκαν όλοι ταυτόχρονα πως,
ξαφνικά, αδυνατούσαν όλοι τους
να εκφέρουν κάποιους φθόγγους.
Διαφορετικούς ο καθένας.
Τον λόγο είχαν πλέον τα νοήματα
και, συχνά, η γλώσσα του σώματος.
(Και οι παραγγελίες έτσι γίνονταν).
Τα ψέμματα ήταν πολυτέλεια,
πλήθυναν οι παρανοήσεις,
χάθηκαν οι παρεξηγήσεις.
Aδημονίες και δισταγμοί
Υπάρχουν στη ζωή κάτι στιγμές…
στιγμές αδημονίας και δισταγμού.
Όπως όταν δεν λέει να τελειώσει
τούτη εδώ η παλιά οδοντόπαστα,
και εσύ διστάζεις ακόμα
να ανοίξεις τα άλλο σωληνάριο,
με εκείνην που δεν καίει.
Όπως όταν, όσο και αν το λαχταράς,
οι κάλτσες σου δεν μυρίζουν αρκετά,
κι εσύ δεν διστάζεις να τις αλλάξεις,
και να φορέσεις εκείνες τις άλλες,
στο χρώμα που σου αρέσει πολύ.
Όπως όταν δε λέει να αρχίσει
η πολυθρύλητη αυτή βροχή,
ενώ έχεις πάρει μεγάλη ομπρέλα,
και κυκλοφορείς σαν νούμερο,
με μια άσφαιρη καραμπίνα
― φτηνή είναι, να την άφηνες κάπου;
Και δε σου ‘ρχεται να πεις,
σε κάτι τέτοιες στιγμές,
στιγμές αδημονίας, απλώς ένα
«λοιπόν»,
το σωστήριο εκείνο λοιπόν,
και να πας παρακάτω.
Δεν πρόκειται για τις συνήθεις,
λογικές ή συναισθηματικές, αποφάσεις
σε μείζονα θέματα ζωής και θανάτου.
Τούτα εδώ είναι χειροπιαστά, ρε γαμώτο.
Ανόμοια και τραγικά
Είναι κάτι στιγμές, τραγωδίες μικρές,
όπως όταν, στα ξεκούδουνα, κάποια πράγματα
που νόμιζες πως μοιάζουν πολύ,
δείχνουν πλέον να αποκλίνουν πολύ,
σα να ‘ναι ξένα θαρρείς μεταξύ τους.
Είναι κάτι στιγμές, τραγωδίες μικρές,
όπως όταν διαπιστώνεις, πανικόβλητος,
πως την εν λόγω χρονική στιγμή,
το ρήμα ζουλάω
δεν είναι πάντα συνώνυμο
του ρήματος ζουπάω.
Επίκαιρα (2)
1
Θέμα γούστου
Σε κάποιους αρέσει να παίρνουν βραβεία, σε κάποιους αρέσει να δίνουν.
2
Τελικά, η οικογένεια, άμα είναι αχώριστη, χωράει παντού
στους 176, και στους υπόλοιπους
Ο χώρος, η χώρα, το χωριό.
Λύση
Δεν είχε φύλλο δάφνης στο σπίτι.
Δεν είχαν δάφνη οι γύρω κήποι.
Δεν είχε κανένα μαγαζί το χωριό.
Λύση ανάγκης το ηρώο και πάλι.
Κι η φασολάδα μοσχοβολά
στο τσουκάλι.
Θέμα ηλικίας
Νέο, θα τον έλεγες μάλλον παράτολμο,
θα τη θυσίαζε τη ζωή του,
για κάποιες αλλαγές,
ακόμη κι αν ήταν χίμαιρες, φούμαρα
—η ζωή είναι ιερή, έλεγε, αξίζει θυσίες—,
Μεγάλος, απεχθανόταν πια τις αλλαγές,
είχε βαρύνει και τον βαραίναν,
ειδικά δε τη μεγαλύτερη, τον θάνατο
—η ζωή είναι ιερή, έλεγε, δε σηκώνει αστεία.
Φάση
Σκούρκοι, μύγες, σκνίπες, σφήκες·
σκουλήκια, σκαθάρια, μυρμήγκια.
Ζουζουνίζουν τα ζουζούνια,
γυροφέρνουν τα μαμούνια.
—το γλεντάνε τα ζωύφια—.
Τα μαζέψανε και φύγαν,
εγκαίρως.
Άκυρη θα’ταν η φάση
στο μαγιάτικο χορτάρι.
Tοπικά, απόκοτα και αλλόκοτα
1
Δεν υπάρχει αδιέξοδο
Αλλόφιλος, σχεδόν αλτρουιστής.
Καθόλου δεν του άρεσαν, ποτέ,
ομφαλοσκόποι και ραβδοσκόποι,
οι μεν ψάχνουνται μέσα τους
οι δε ψάχνουν για χρήμα.
Ούτε και οιωνοσκόποι,
είναι πάντα καιροσκόποι.
*
Του αρέσανε οι κατάσκοποι,
νοιάζονται για τους άλλους.
2
Aν όμως τον φωνάζαν Δημητρό; αδιέξοδο…
Ξύπνησε πρωι-πρωί, άντε πάλι!
Στον καθρέφτη πια μπροστά,
άλλη μια φορά, ξανά,
ο Δημήτρης,
—έτσι τον φωνάζουν όλοι—
πλαντάζει εντός του, άντε πάλι!
Είναι μόνο ο εαυτός του!
Και τι θέλει;
να αλλιωτέψει;
να αυγατέψει;
Aρνητικός στα ψευδώνυμα,
δύσπιστος στα ετερώνυμα,
ακούει τον εαυτό του να λέει:
δημήτρω
δημήτρεις
δημήτρη
δημήτρουμε
δημήτρετε
δημήτρουν
Ήρεμος πίνει πια καφέ,
έχει δικό του μάντρα.
Από τις σκέψεις του κ. Ελιέζερ
47
Εις το διηνεκές:
Κάποιοι που βρίσκονται στη γη λόγω απροσεξίας, νιώθουν ωραία όταν είναι και οι ίδιοι απρόσεκτοι.
Εν ευθέτω χρόνω:
Μικρό παιδί, μεγάλη γκρίνια. Θα μεγαλώσει.
Προς το παρόν:
Θα ήταν αφύσικο, ίσως και παράλογο, να επικρατεί το δίκιο του ασθενεστέρου.
48
Κανένα ποίημα δεν έχει γραφεί αναίτια, μονολόγησε κάποτε κάποιος ποιητής. Αναίτια.
49
Η γλώσσα είναι πλανερή. Ακούσατε ποτέ Τραππιστή να τραγουδάει τραπ;
50
Προσέχτε. Όταν σας καλούν να πάρετε θέση, συνήθως οι καλύτερες θέσεις είναι κατειλημμμένες.
51
Πολλών ανθρώπων η τρυφή, τροφή δίνει στη σκέψη. (λαϊκή παροιμία από την Ψέριμο)
52
Περάσανε χιλιάδες χρόνια μέχρι να το χωνέψουν οι άνθρωποι: ουσία χωρίς περιουσία, οδηγεί σε απουσία.
53
Είναι πολλοί, κάπως,
σαν τον Πασκάλ: Σκέφονται πως, λογικά, o Προμηθέας δεν ήταν ήταν παρά ένας μωρφιλόδοξος ευεργέτης, ο Καπανέας κόπανος και φωνακλάς, και ο Οδυσσέας σιγανό ποτάμι και παρτάκιας. Και πάνε να ανάψουν ένα κερί, καλού-κακού.
Δυτικά της Σεούλ πλέον,
Τελικά, την άνοιξα ―τι ωραία―
σιγοτραγουδώντας με χαρά,
την κορεάτική οδοντόπαστα
από το μεγάλο νησί Jeju,
το νησί των μανταρινιών.
Η οσμή της είχε κάτι το τεχνητό,
κάτι κάπως αχνά φαρμακευτικό,
δεν θύμιζε και πολύ μανταρίνι,
θύμιζε όμως και μανταρίνι,
ένα πολύ παλιό μανταρίνι,
η Κορέα ήταν παλιά αγροτική χώρα.
Η οδοντόκρεμα μύριζε κορεάτικα.