Τα εξής φεγγάρια

Τα εξής φεγγάρια


Ένα:

Κατοικεί στον τοίχο μου, στην μικρή σκάλα που οδηγεί στα υπνοδωμάτια,
Μέσα του μπαινοβγαίνει μία γυναίκα με ακάνθινο στέφανο και γωνιώδες
πρόσωπο, ένας ανδρόγυνος Χριστός φιλοτεχνημένος από Σκανδιναβό
καλλιτέχνη πολλές δεκαετίες πριν. Χρόνια πριν με απασχόλησε αν μπαίνει ή αν
βγαίνει από τον κύκλο του φωτός. Διέτριψα στην σημειολογία των κινήσεων,
έγραψα τότε ένα ολόκληρο κείμενο.
Βεβαίως και ξέρω πλέον την απάντηση.



                        Δύο:

Εμφανίστηκε αίφνης στο τέλος, στην απόλυτη άκρη της όρασής μας,
μοβ και πελώριο, ακουμπισμένο στην άσφαλτο εκεί που μίλια μακριά ανηφόριζε
ο αυτοκινητόδρομος στην νύχτα της Βόρειας Καρολίνας, στηρίζοντας το γλυκό
σκοτάδι του Αμερικάνικου Νότου και όπως το πλησιάζαμε πλαισιώθηκε από
γυμνά κλαριά, ξεκόλλησε από την άσφαλτο και άρχισε να αναλαμβάνεται
στον ουρανό χαμογελαστό και Εσταυρωμένο, ευλογώντας μας με ένα άλλο
Θάμβος.


                        Τρία:

Πάνω από μια σχετικά επίπεδη κορυφογραμμή αφορίζει την αριστερή πλευρά
της φωτογραφίας, ενώ την δεξιά πλευρά καταλαμβάνει ένα τηλεγραφόξυλο με
μερικά σύρματα που χάνονται προς την άκρη των ανθρώπων που μίλησαν,
άκουσαν, έγραψαν, έκλαψαν και τώρα σεργιανίζουν στη σκέψη μας
όταν ακουμπάμε το άυπνο βλέμμα μας πάνω στον τοίχο, χαμογελώντας
με την ενδότερη και ύστερη γνώση για το υλικό που στηρίζει τη φωτογραφία..
αφρολέξ δηλαδή, μην ταράξετε την επιφάνεια μπορεί να θρυμματισθεί.



                        Τέσσερα:

Εμφανιζόταν τις ελάχιστες διαυγείς νύχτες του χειμώνα σ’ αυτό το μέρος που
έμεινα χρόνια πριν, στην κομητεία του Κέμπριτζ της Αγγλίας, με ένα σκληρό
ανάρμοστο φως, το οποίο κατηύθυνε σε γοτθικά καμπαναριά, έρημους μικρούς
δρόμους, μοναχικούς ανθρώπους που ποδηλατούσαν με ένταση να ξεφύγουν το
κρύο της υπερβολικής γνώσης και του ανηλεούς χειμώνα. Τους συνόδευε
μέχρι το σπίτι τους και τους παίνευε, τους χλεύαζε, ή τους νουθετούσε, ανάλογα
πάντα με την περίσταση..



                        Πέντε:

Πέρασε από τη σελίδα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, «σκουριασμένο»,
όπως έγραφε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, φωτίζοντας τον ήρωά του, που παραμόνευε
πίσω από έναν τοίχο, για να ακούσει αυτά που ήθελε, ενώ η βροχή έπεφτε ανάμεσα
στον τοίχο και τις φωνές. Δεν ξέρω πώς το συντήρησε η μνήμη μου μετά τόσα
χρόνια, αλλά κάθε φορά που βλέπω ένα αμφίθυμο φεγγάρι χαμογελάω ελάχιστα
και εξακοντίζομαι στην ηλικία που το «σκουριασμένο φεγγάρι», προκάλεσε μια
συγκίνηση που φωτίζει το νου μου μέχρι σήμερα.



                        Εξη:

Το βρήκα στις σελίδες ενός εφηβικού ημερολογίου φαγωμένου απ’ την υγρασία
τη μούχλα και το φόβο, ενός δεκαεφτάχρονου, στο βάθος ενός ξύλινου κιβωτίου, στο υπόγειο του προπατορικού σπιτιού. Ο μικρός
Περικλής, θαμμένος κανείς δεν ξέρει πόσα χρόνια πριν σε ποιο παγωμένο έδαφος της Ρωσίας, ευχόταν να πάρει μαζί του στην
Σοβιετική Ένωση το μοιρογνωμόνιό του, τη φωτογραφία των γονιών του και το φεγγάρι που του έκανε, λέει, παρέα τα βράδια όταν
αποκωδικοποιούσε στην κορφή του χωριού
τις πορείες των αστεριών και των ονείρων του για τον καινούργιο κόσμο που
ερχόταν.



                        Επτά:

Αυτό ήταν ένα γλυπτό φεγγάρι ούτε καν ολόκληρο, μια ημισέληνος ας πούμε,
τοποθετημένη περίτεχνα στην άκρη μιας κρυμμένης εξέδρας, στον Θερμαϊκό.
Φωτιζόταν από ένα πραγματικό φεγγαρίσιο φως, ήταν σημαντικά μεγαλύτερο
από το κανονικό ή μάλλον απ’ το προσδοκώμενο, παρά ταύτα ήταν ένα αυθεντικό
φεγγάρι που σε έπειθε, και με γέμισε σεβασμό για τον καλλιτέχνη..
Θυμήθηκα από μια ταινία του Αλμοδόβαρ ότι «..αυθεντικό είναι αυτό που έχεις κάνει
ό,τι μπορείς για να μοιάζει μ’ αυτό που θα ήθελες να είναι…»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: