Μικρή κλίμακα: Στέργια Κάββαλου, Ανδρέας Μήτσου, Στέλλα Σερέφογλου

¤¦ H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.
Έμπνευ­ση για τον αφη­γη­μα­τι­κό κύ­κλο του 2024 απο­τε­λούν οι στί­χοι «Η δρι­μύ­της της ανοί­ξε­ως εί­ναι φι­λί που 'χω στο στό­μα» (Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, Εν­δο­χώ­ρα, από την ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση Ο Πλό­κα­μος της Αλ­τα­μί­ρας) και «Εσύ που το μά­τι σου εί­ναι χεί­λι» (Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Ποι­ή­μα­τα 1944-1985, από το ποί­η­μα Εκεί-πέ­ρα εδώ). 

Στους τρεις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η λέ­ξη «bo», η οποία ση­μαί­νει φι­λί στα αϊ­τια­νά.


Μικρή κλίμακα: Στέργια Κάββαλου, Ανδρέας Μήτσου, Στέλλα Σερέφογλου

Φι­λά­κια στα χε­ρά­κια

Κά­θε πρωί, στις 8, μπρο­στά από τα κά­γκε­λα του σχο­λεί­ου βγά­ζου­με ου­ρές. Εγώ γί­νο­μαι η μα­μά ρα­κούν, εκεί­νη το ρα­κου­νά­κι. Της φο­ράω την τσά­ντα στην πλά­τη, πό­σο βα­ριά, χα­μη­λώ­νω να τη φτά­σω και ζη­τάω το χε­ρά­κι της. «Φι­λά­κι στο χε­ρά­κι;» ρω­τάω και αμέ­σως εκεί­νη κά­νει μπου­νί­τσα. Ξε­δι­πλώ­νω τα δα­χτυ­λά­κια της ένα ένα μέ­σα σε φω­νές δα­σκά­λων, αρ­γο­πο­ρη­μέ­νων μα­θη­τών, αγ­χω­μέ­νων μα­μά­δων. Προ­σπα­θώ να μην τις ακούω.
Εί­μα­στε δυο ρα­κούν στο δά­σος και εγώ η μα­μά ρα­κούν στέλ­νω το ρα­κου­νά­κι μου στο σχο­λείο. Μπο­ρεί το δι­κό μου να θέ­λει να πά­ει και να μην εί­ναι όπως το μι­κρό ρα­κούν του πα­ρα­μυ­θιού αλ­λά το θέ­λει το φι­λά­κι του. Κά­πο­τε μέ­νει η πα­λά­μη ανοι­χτή κι εγώ κλεί­νω μέ­σα της ένα φι­λά­κι. Όπο­τε θα θέ­λει να νιώ­σει τη μα­μά, θα βά­λει την πα­λά­μη στο μα­γου­λά­κι της και θα ψι­θυ­ρί­σει, «η μα­μά με αγα­πά, η μα­μά με αγα­πά». Το κου­δού­νι χτυ­πά­ει, πρέ­πει να προ­χω­ρή­σει.
Πριν κά­νου­με και οι δύο με­τα­βο­λή, ζη­τά­ει το δι­κό της φι­λά­κι. «Εγώ δεν έχω μπο;» ρω­τά­ει συ­νω­μο­τι­κά. Φυ­σι­κά και έχει. «Η Μά­ντη με αγα­πά, η Μά­ντη με αγα­πά» θα σκέ­φτο­μαι όλη την υπό­λοι­πη μέ­ρα, ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Μέ­χρι το επό­με­νο πρω­ι­νό.

Στέρ­για Κάβ­βα­λου

Εκ­δί­κη­ση

Bo! Σκα­λί­ζο­ντας ένα σι­δε­ρέ­νιο κου­τί με πέν­σες, σφυ­ριά και αμέ­τρη­τες βί­δες, ο Α.Μ., συ­ντα­ξιού­χος διοι­κη­τι­κός δι­κα­στής, βρή­κε κά­ποια πα­λιά φω­το­γρα­φία, της έρι­ξε μια γρή­γο­ρη μα­τιά, αλ­λά πριν την αφή­σει ξα­νά ανά­με­σα στα σι­δε­ρι­κά, πε­τά­χτη­κε ορ­θός, φό­ρε­σε, με χέ­ρια που έτρε­μαν, τα γυα­λιά του της πρε­σβυω­πί­ας και την κοί­τα­ζε επί­μο­να. Ύστε­ρα έφε­ρε δε­κα­τέσ­σε­ρις βια­στι­κές βόλ­τες πά­νω στη μι­κρή βε­ρά­ντα του σπι­τιού του, από τη μία άκρη της ως την άλ­λη. Όταν στα­μά­τη­σε, κλεί­δω­σε το σι­δε­ρέ­νιο κου­τί πο­λύ προ­σε­χτι­κά, ντύ­θη­κε, το ίδιο προ­σε­χτι­κά, και πή­γε στο μι­κρό οι­νο­μα­γει­ρείο της γει­το­νιάς του, όπως κά­θε με­ση­μέ­ρι. Πα­ρήγ­γει­λε το αγα­πη­μέ­νο του φα­γη­τό, αλ­λά δεν το έτρω­γε, πά­νω απ’ το πιά­το του κρα­τού­σε την πα­λιά φω­το­γρα­φία κι όλο αυ­τήν κοί­τα­ζε.
Αρ­κε­τή ώρα αρ­γό­τε­ρα πλή­ρω­σε κι έφυ­γε, αφή­νο­ντας ανέγ­γι­χτο το φα­γη­τό, περ­πά­τη­σε κρα­τώ­ντας στο χέ­ρι, κρε­μα­σμέ­νο πλάι στο γο­φό του, την πα­λιά φω­το­γρα­φία, στα­μά­τη­σε ένα τα­ξί, μπή­κε μέ­σα, «στην Τρί­πο­λη» φώ­να­ξε με υπερ­βο­λι­κά δυ­να­τή φω­νή. Ο οδη­γός ξαφ­νιά­στη­κε, «δεν πάω εκτός Αθη­νών, τό­σο μα­κριά», του εί­πε και τον κα­τέ­βα­σε.
Στε­κό­ταν ακί­νη­τος στη μέ­ση ενός έρη­μου δρό­μου και πε­ρί­με­νε. Πέ­ρα­σαν τρία τα­ξί, δεν τον πή­ραν, το τέ­ταρ­το τον πή­γε στην Τρί­πο­λη.
Πού βρή­κε το όπλο το κυ­νη­γε­τι­κό, η αστυ­νο­μία δεν μπό­ρε­σε να το ανα­κα­λύ­ψει. Μ’ αυ­τό το όπλο σκό­τω­σε τη Δή­μη­τρα Μπε­κιά­ρη, ομή­λι­κή του γυ­ναί­κα, ετών 73.
Οι αστυ­νο­μι­κοί ανα­κά­λυ­ψαν όμως στη μέ­σα τσέ­πη του παλ­τού του την κι­τρι­νι­σμέ­νη φω­το­γρα­φία μιας νέ­ας γυ­ναί­κας γύ­ρω στα 30.
«Τι πα­νέ­μορ­φη κο­πέ­λα», σχο­λί­α­σε κά­ποιος αστυ­φύ­λα­κας.
«Να δεις που εί­ναι η γριά, το θύ­μα», ανα­φώ­νη­σε ένας άλ­λος, κα­τά­πλη­κτος.

Αν­δρέ­ας Μή­τσου


Bo

«Γα­μώ το κέ­ρα­τό μου, ξί­γκι, τρω­κτι­κό των υπο­νό­μων, κα­τα­ρα­μέ­νο πα­ρά­σι­το, της μά­νας σου ο κώ­λος!» σύ­ρι­ζε μέ­σα από τα θυ­μω­μέ­να δό­ντια της.
Απ᾽ έξω ήταν γκρι, στε­γνή. Το πρό­σω­πό της έμοια­ζε με το εσω­τε­ρι­κό μιας πα­λά­μης, αυ­λά­κια που οδη­γού­σαν σε άλ­λα αυ­λά­κια, πο­τά­μια, δί­χως γάρ­γα­ρα νε­ρά, κα­τέ­λη­γαν σε δύο θο­λές, σκο­τει­νές λι­μνο­θά­λασ­σες.
Συ­νή­θης βόλ­τα: μέ­χρι τις 10:45 στο πα­γε­ρό υπνο­δω­μά­τιο, αφού χρό­νια τώ­ρα απέ­φευ­γε να ξυ­πνή­σει, τουα­λέ­τα χω­ρίς να κοι­τα­χτεί στον κα­θρέ­φτη και κα­τευ­θεί­αν στην κου­ζί­να, που ήταν βέ­βαιο πως θα την έβρι­σκε σε κα­κό χά­λι. Και την έβρι­σκε. Τό­τε άρ­χι­ζε την πρω­ι­νή ευ­λο­γία για τον ανε­πρό­κο­πο γιο της, 37 χρό­νια ζού­σε και τη βα­σά­νι­ζε.
«Τύ­ραν­νε», έλε­γε κι έπλε­νε τα πιά­τα και τα στή­θη της καί­γο­νταν. Να έπαιρ­νε ένα μα­χαί­ρι να τον κάρ­φω­νε πι­σώ­πλα­τα, το κτή­νος! Και με­τά θα βού­τα­γε από τον τρί­το κα­θώς οι δρό­μοι την τρά­βα­γαν πά­ντα.
Ψί­χου­λα, σάλ­τσες, λί­πη. Πα­ντού, σε κά­θε επι­φά­νεια κι ένα ση­μά­δι αυ­τού του άρ­ρω­στου, που τις νύ­χτες πει­νού­σε σαν θη­ρίο. Οι ου­σί­ες άνοι­γαν την όρε­ξη.
«Να, τώ­ρα θα τον ξε­σκί­σω, δεν θα τον απο­τε­λειώ­σω εύ­κο­λα, θα τον κά­νω να πο­νέ­σει, μπο­ρεί και να τον γδά­ρω λι­γά­κι», έλε­γε και πή­γαι­νε τρέ­μο­ντας στο σα­λό­νι.
Το σα­λό­νι της! Που το εί­χε κά­νει υπνο­δω­μά­τιο-απο­θή­κη, αυ­τό το τέ­ρας, που δεν ήτα­νε παι­δί της. Απο­κλεί­ε­ται. Και όπως πλη­σί­α­ζε με το μα­χαί­ρι, τον έβλε­πε να κοι­μά­ται. Βα­θιά. Ήσυ­χα. Σαν μω­ρό.
Σαν το ζε­στό, ολό­λευ­κο μω­ρό που εί­χε θη­λά­σει. Ακού­μπα­γε το χα­σα­πο­μά­χαι­ρο κά­τω, πλη­σί­α­ζε και, χω­ρίς να το κα­τα­λά­βει, τον φί­λα­γε απα­λά στο ισχνό μά­γου­λό του.

Στέλ­λα Σε­ρέ­φο­γλου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: