Φιλάκια στα χεράκια
Κάθε πρωί, στις 8, μπροστά από τα κάγκελα του σχολείου βγάζουμε ουρές. Εγώ γίνομαι η μαμά ρακούν, εκείνη το ρακουνάκι. Της φοράω την τσάντα στην πλάτη, πόσο βαριά, χαμηλώνω να τη φτάσω και ζητάω το χεράκι της. «Φιλάκι στο χεράκι;» ρωτάω και αμέσως εκείνη κάνει μπουνίτσα. Ξεδιπλώνω τα δαχτυλάκια της ένα ένα μέσα σε φωνές δασκάλων, αργοπορημένων μαθητών, αγχωμένων μαμάδων. Προσπαθώ να μην τις ακούω.
Είμαστε δυο ρακούν στο δάσος και εγώ η μαμά ρακούν στέλνω το ρακουνάκι μου στο σχολείο. Μπορεί το δικό μου να θέλει να πάει και να μην είναι όπως το μικρό ρακούν του παραμυθιού αλλά το θέλει το φιλάκι του. Κάποτε μένει η παλάμη ανοιχτή κι εγώ κλείνω μέσα της ένα φιλάκι. Όποτε θα θέλει να νιώσει τη μαμά, θα βάλει την παλάμη στο μαγουλάκι της και θα ψιθυρίσει, «η μαμά με αγαπά, η μαμά με αγαπά». Το κουδούνι χτυπάει, πρέπει να προχωρήσει.
Πριν κάνουμε και οι δύο μεταβολή, ζητάει το δικό της φιλάκι. «Εγώ δεν έχω μπο;» ρωτάει συνωμοτικά. Φυσικά και έχει. «Η Μάντη με αγαπά, η Μάντη με αγαπά» θα σκέφτομαι όλη την υπόλοιπη μέρα, ευτυχισμένη. Μέχρι το επόμενο πρωινό.
Στέργια Κάββαλου
Εκδίκηση
Bo! Σκαλίζοντας ένα σιδερένιο κουτί με πένσες, σφυριά και αμέτρητες βίδες, ο Α.Μ., συνταξιούχος διοικητικός δικαστής, βρήκε κάποια παλιά φωτογραφία, της έριξε μια γρήγορη ματιά, αλλά πριν την αφήσει ξανά ανάμεσα στα σιδερικά, πετάχτηκε ορθός, φόρεσε, με χέρια που έτρεμαν, τα γυαλιά του της πρεσβυωπίας και την κοίταζε επίμονα. Ύστερα έφερε δεκατέσσερις βιαστικές βόλτες πάνω στη μικρή βεράντα του σπιτιού του, από τη μία άκρη της ως την άλλη. Όταν σταμάτησε, κλείδωσε το σιδερένιο κουτί πολύ προσεχτικά, ντύθηκε, το ίδιο προσεχτικά, και πήγε στο μικρό οινομαγειρείο της γειτονιάς του, όπως κάθε μεσημέρι. Παρήγγειλε το αγαπημένο του φαγητό, αλλά δεν το έτρωγε, πάνω απ’ το πιάτο του κρατούσε την παλιά φωτογραφία κι όλο αυτήν κοίταζε.
Αρκετή ώρα αργότερα πλήρωσε κι έφυγε, αφήνοντας ανέγγιχτο το φαγητό, περπάτησε κρατώντας στο χέρι, κρεμασμένο πλάι στο γοφό του, την παλιά φωτογραφία, σταμάτησε ένα ταξί, μπήκε μέσα, «στην Τρίπολη» φώναξε με υπερβολικά δυνατή φωνή. Ο οδηγός ξαφνιάστηκε, «δεν πάω εκτός Αθηνών, τόσο μακριά», του είπε και τον κατέβασε.
Στεκόταν ακίνητος στη μέση ενός έρημου δρόμου και περίμενε. Πέρασαν τρία ταξί, δεν τον πήραν, το τέταρτο τον πήγε στην Τρίπολη.
Πού βρήκε το όπλο το κυνηγετικό, η αστυνομία δεν μπόρεσε να το ανακαλύψει. Μ’ αυτό το όπλο σκότωσε τη Δήμητρα Μπεκιάρη, ομήλική του γυναίκα, ετών 73.
Οι αστυνομικοί ανακάλυψαν όμως στη μέσα τσέπη του παλτού του την κιτρινισμένη φωτογραφία μιας νέας γυναίκας γύρω στα 30.
«Τι πανέμορφη κοπέλα», σχολίασε κάποιος αστυφύλακας.
«Να δεις που είναι η γριά, το θύμα», αναφώνησε ένας άλλος, κατάπληκτος.
Ανδρέας Μήτσου
Bo
«Γαμώ το κέρατό μου, ξίγκι, τρωκτικό των υπονόμων, καταραμένο παράσιτο, της μάνας σου ο κώλος!» σύριζε μέσα από τα θυμωμένα δόντια της.
Απ᾽ έξω ήταν γκρι, στεγνή. Το πρόσωπό της έμοιαζε με το εσωτερικό μιας παλάμης, αυλάκια που οδηγούσαν σε άλλα αυλάκια, ποτάμια, δίχως γάργαρα νερά, κατέληγαν σε δύο θολές, σκοτεινές λιμνοθάλασσες.
Συνήθης βόλτα: μέχρι τις 10:45 στο παγερό υπνοδωμάτιο, αφού χρόνια τώρα απέφευγε να ξυπνήσει, τουαλέτα χωρίς να κοιταχτεί στον καθρέφτη και κατευθείαν στην κουζίνα, που ήταν βέβαιο πως θα την έβρισκε σε κακό χάλι. Και την έβρισκε. Τότε άρχιζε την πρωινή ευλογία για τον ανεπρόκοπο γιο της, 37 χρόνια ζούσε και τη βασάνιζε.
«Τύραννε», έλεγε κι έπλενε τα πιάτα και τα στήθη της καίγονταν. Να έπαιρνε ένα μαχαίρι να τον κάρφωνε πισώπλατα, το κτήνος! Και μετά θα βούταγε από τον τρίτο καθώς οι δρόμοι την τράβαγαν πάντα.
Ψίχουλα, σάλτσες, λίπη. Παντού, σε κάθε επιφάνεια κι ένα σημάδι αυτού του άρρωστου, που τις νύχτες πεινούσε σαν θηρίο. Οι ουσίες άνοιγαν την όρεξη.
«Να, τώρα θα τον ξεσκίσω, δεν θα τον αποτελειώσω εύκολα, θα τον κάνω να πονέσει, μπορεί και να τον γδάρω λιγάκι», έλεγε και πήγαινε τρέμοντας στο σαλόνι.
Το σαλόνι της! Που το είχε κάνει υπνοδωμάτιο-αποθήκη, αυτό το τέρας, που δεν ήτανε παιδί της. Αποκλείεται. Και όπως πλησίαζε με το μαχαίρι, τον έβλεπε να κοιμάται. Βαθιά. Ήσυχα. Σαν μωρό.
Σαν το ζεστό, ολόλευκο μωρό που είχε θηλάσει. Ακούμπαγε το χασαπομάχαιρο κάτω, πλησίαζε και, χωρίς να το καταλάβει, τον φίλαγε απαλά στο ισχνό μάγουλό του.
Στέλλα Σερέφογλου