Δεν υπάρχει χρόνος για μεταμέλειες
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΠΚΙΝΣ
Στην αίθουσα κοκτέιλ με τους μαύρους και χρυσούς τοίχους στο λόμπι μπαρ του πολυώροφου ξενοδοχείου δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις αν έξω είναι ημέρα ή νύχτα. Οι θαμώνες με ένα ποτήρι στο χέρι συζητούν, η γλώσσα τους λυσσομανά μέσα στο στόμα τους επισκιάζοντας τις διακριτικές νότες της περιρρέουσας κλασικής τζαζ.
Η μοναχική γυναίκα μόλις βλέπει τον κομψό αλλά και πιθανά ευφυή ή βαρετό νέο άνδρα τον καρφώνει με το βλέμμα της. Τον πλησιάζει, κάθεται στο διπλανό σκαμπό και τον φλερτάρει με καμουφλαρισμένη επιφυλακτικότητα. Δεν είναι νέα, είναι αρκετά πιο μεγάλη από αυτόν, ντύσιμο μοντέρνο, μάτια ξεθωριασμένα γαλάζια, ψεύτικη λαμπερή οδοντοστοιχία, σημάδια και ρυτίδες στο πρόσωπο που προδίδουν υποθετικά συμβάντα του παρελθόντος της. Η έλλειψη αγάπης έχει μολύνει την ψυχή της έχει ζωγραφιστεί σαν τατουάζ στο δέρμα της. Εκείνος μπαίνει αμέσως στο νόημα παίρνει τα προσωπείο της περίστασης, πιστεύει πως η κοινότοπη φαντασίωση τής ηδονής δε χρειάζεται προσχήματα και περιστροφές. Ρουφούν κοκτέιλς με θρυμματισμένο πάγο και αφήνονται στην ελαφρά ονειροπόληση. Συζητούν χαμηλόφωνα. Η γυναίκα με μια απελπισμένη προκλητικότητα προδίδει την αδυναμία των αισθήσεων της, υπάρχει μια πιθανή, ανείπωτη ακόμα ερωτική νύχτα στην οποία περιμένει να εγκύψει με ζήλο. Εκείνος με ύφος δήθεν ανέμελο έχει βάλει την φαντασία του να δουλέψει. Δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι με μια τόσο τυχαία γνωριμία θα μπορούσε να διαμειφθεί ένας διάλογος διασκεδαστικός και, για να μιλήσουμε σοβαρά, είναι απόλυτα σίγουρος για το πόσο πολύ άτσαλα θα μπορούσε να ταρακουνήσει το εκκρεμές της ύπαρξης του η διολισθαίνουσα γοητεία ενός εφήμερου ερωτικού ιντερμέτζο μαζί της. Αγγίζει ασυναίσθητα και επανειλημμένα με τα ακροδάχτυλα του τον χαρτοφύλακα, σήμα κατατεθέν της ταυτότητας του και, μολονότι ελαφρώς ενοχλημένος από την παρουσία της, και επειδή δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει αυτή τη στιγμή, αρχίζει αμήχανα να της μιλά με γενικότητες για να σπάσει τον πάγο. Δίνει την εντύπωση ότι είναι συνεχώς υπ' ατμόν να φύγει, όταν ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο του και απαντά.
Η γυναίκα τον παρακολουθεί προσεκτικά καίγεται από την επιθυμία να τον κάνει να της ανοίξει την καρδιά του, αλλά τής έρχεται ένα φλας και αυτομάτως η αναθεματισμένη σκέψη της είναι αλλού, έχει σκαλώσει στο παρελθόν. Πασχίζει μετά μανίας να θυμηθεί πότε και με ποιον ήταν η τελευταία φορά που έκανε σεξ ανεπιτυχώς και δεν βγάζει άκρη.
Πίνει το ποτό της σπασμωδικά, μονορούφι και παραγγέλνει άλλο ένα όταν ακούει την φωνή του να της λέει με εμβρίθεια:
«Είναι το παιχνίδι των συγκυριών που με καταδιώκει την ημέρα, αναρωτιέμαι ποιος άραγε διευθύνει το μεγάλο τιμόνι της ζωής μου και αγωνιώ υποσυνείδητα. Ο ίδιος εφιάλτης με αφήνει πολλές φορές άγρυπνο, ονειρεύομαι πως είμαι πρωταγωνιστής σε θεατρική παράσταση και έχω ξεχάσει τα λόγια..» συμπληρώνει γελώντας δυνατά, δείχνοντας τα αστραφτερά του δόντια· «μα δεν υπάρχει χρόνος για μεταμέλειες έτσι δεν είναι; ο χρόνος κυλά, δεν έχει σταματήματα, ξαφνικά κοιτάς και είναι γύρω αναπάντεχα σκοτάδι, στο τέλος γινόμαστε μέρος της νύχτας μεταμφιεζόμαστε σε σκιές.»
Τον κοιτάζει με αδημονία κάτω από τις ψεύτικες βλεφαρίδες της. «Δεν έχεις ιδέα πόσα λάθη έχω κάνει στη ζωή μου», του ψιθυρίζει βραχνά «τώρα πια προσέχω, προχωράω με δειλά βήματα ενώ πίσω από την πλάτη μου με καταδιώκει συνεχώς το φάντασμα της παραίτησης, ο κόσμος είναι ατσάλινος βλέπεις … Ακόμα και όταν επαγρυπνώ για κάτι, βγαίνω συχνά οικτρά λανθασμένη εκ των υστέρων, λες και το παιχνίδι είναι στημένο, σαν να υπάρχει κάτι εκεί μέσα στα πράγματα που εκδικείται, είναι κωμικό αλλά από την μια ψευδαίσθηση ξαναπέφτω στο έλεος της επόμενης· από αφέλεια, απερισκεψία, δεν ξέρω, είναι τόσες πολλές οι χίμαιρες και οι διαδρομές όσες και οι εικασίες…», συμπληρώνει ζεσταίνοντας το σκηνικό και συνεχίζει «πίνω, καπνίζω, μελαγχολώ γιατί τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα περιμένω. Δε θα ξεχάσω εκείνο το βράδυ που κατάλαβα ότι ο γάμος μου ήταν ένα φιάσκο και πήρα απόφαση να ακολουθήσω έναν αντισυμβατικό και μποέμικο τρόπο ζωής μόνη. Αναλωθήκαμε ανόητα και όταν χωρίσαμε δεν έμεινε τίποτα, μόνο μια αδιάφορη ιστορία χειροπιαστής πλήξης, έλλειψης συγχρονισμού τών πόθων και η πικρή ανάμνηση από τα φιλιά του. Φιλιά βαμπίρ εντός της αναπνευστικής μου ζώνης που συνέχιζαν να με πνίγουν για καιρό μετά, δεν ξέρω αν σου έχει τύχει…»
«Ναι, μα βέβαια· τελικά οι αφηρημένες συναναστροφές και οι αβλαβείς, μη δεσμευτικοί τρυφεροί δεσμοί προσωπικά εμένα μου ταιριάζουν καλύτερα, δεν ξέρω εσύ τι γνώμη έχεις, άλλωστε ο πόθος είναι τόσο ευμετάβλητος, αναβάλλεται και πηγαινοέρχεται ιλιγγιωδώς», της λέει ο άνδρας χαϊδεύοντας με ναρκισσισμό το ελαφρώς αξύριστο πηγούνι του. «Μου αρέσει πάντως η ευθύτητα σου, μου αρέσουν αυτοί που δεν κάνουν παζάρια με τα συναισθήματα τους, ο καθένας μας αντιμάχεται την πραγματικότητα αλλιώς, δεν ξέρω αν είναι σωστό η λάθος μα και εγώ αυτόν τον δρόμο ακολουθώ, δεν θέλω να περνώ μέσα από μισόκλειστες πόρτες».
Τυλίγει αμήχανα το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της αφήνοντας το ενδεχόμενο για ένα επόμενο ποτό.
Κοντεύουν χαράματα, βελούδινη σιωπή σχεδόν απ΄ τή έξω στην μεταλλική πόλη.
Στο λόμπι μπαρ ο χρόνος είναι άστατος.
Άλλοτε βραδυπορεί ασκόπως, άλλοτε τρέχει, δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις αν έξω είναι μέρα η νύχτα.