Περπατούσε αργά αργά σε όλο το χτήμα και χαιρετούσε ξεχωριστά κάθε δέντρο του σπιτιού τους αγκαλιάζοντας με το χέρι του τον κορμό τους. Σε κάθε δέντρο μονολογούσε λόγια αγάπης και ευχαριστίας. Για τον καρπό τους. Για τη σκιά τους. Για το άρωμά τους. Για τη χρησιμότητά τους. Για τη συντροφιά τους. Διάλεγε έξι καλοσχηματισμένα φύλλα από το καθένα και τα τοποθετούσε προσεχτικά μέσα σε μια πάνινη τσάντα. Στην τεράστια χαρουπιά μπροστά από το όμορφο σπίτι με τον ηλιακό, τον φούρνο και τις πέντε του καμάρες τραγουδούσαν δεκάδες σπουργίτια αλλά και στον γέρο ευκάλυπτο δίπλα γινόταν το ίδιο πανηγύρι. Τραγουδάνε ή κλαίνε; συλλογίστηκε, κουνώντας το κεφάλι του. Προχώρησε προς την ελιά, τις βαθύσκιες συκαμινιές, τις πλατύφυλλες συκιές, έριξε τη ματιά του στα εκατόχρονα κυπαρίσσια τριγύρω, ύστερα πήγε στη ζαμπουκιά και τέλος στη μαυρομάτα του, την πανύψηλη αγριοπασχαλιά και το δεντρολίβανο. Πιο κάτω, ένα σμάρι κιτρινόμαυρα σγαρτίλια πέταξαν χαμηλά και το μελωδικό κελάδημά τους ακουγότανε ακόμα, και μετά που χάθηκαν πίσω από τον φράκτη. Τα πιο πολλά από τα αιωνόβια αυτά δέντρα τα είχε φυτέψει ο παππούς του, μερικά ο πατέρας του, αλλά και ο ίδιος. Έξι φύλλα από κάθε δέντρο, ένα για κάθε παιδί του, που βρίσκονταν πια, εδώ και λίγους μήνες μακριά τους. Ύστερα πλησίασε στη λατρεμένη σύντροφο της ζωής του, που είχε αγκαλιάσει μια κολόνα του σπιτιού κι έκλαιγε βουβά, με το κεφάλι γερμένο στο δεξί της χέρι. Την απέσπασε από εκεί και μαζί αγκαλιασμένοι έριξαν την τελευταία ματιά στο άδειο πια σπίτι, στην αυλή, στο χτήμα δίπλα, Ήθελαν να κλείσουν μέσα στη ψυχή τους κάθε γωνιά κάθε λεπτομέρεια του τόπου που έζησαν αγαπημένοι τόσα χρόνια. Κοίταξε ύστερα το ρολόϊ του, έχωσε βιαστικά ένα κομπολόι από κουκούτσια ελιάς στην τσέπη του και με βήμα γοργό προχώρησαν ως το βένετο ξωπόρτι. Εκεί γονάτισαν και με δάκρυα στα μάτια προσκύνησαν τη γη τους. Τα σπουργίτια μέσα στις φυλλωσιές τού ευκάλυπτου σώπασαν. Σίγησαν και τα σπουργίτια της χαρουπιάς λες και κατάλαβαν ότι κάτι παράξενο διαδραματιζόταν μπροστά στο βένετο ξωπόρτι, και πέταξαν μακριά. Ένας μαύρος γάτος στο κατώφλι του σπιτιού καθισμένος στα πίσω πόδια του κοιτούσε απορημένος τη σκηνή, μα ξαφνικά έβγαλε ένα απελπισμένο ουρλιαχτό και με δυο τρεις σάλτους ο αίλουρος χάθηκε μέσα στον καλαμιώνα.
Το φορτηγό αυτοκίνητο, με όσα πράγματα του σπιτιού μπορούσαν να φορτωθούν, περίμενε έξω στον δρόμο. Το κόκκινο τρακτέρ δεν μπορούσαν να το πάρουν μαζί τους. Ούτε τις κυψέλες. Γιασάκ, είχαν πει οι Τούρκοι, που διαφέντευαν πια τον τόπο, και τους πήραν κι όλα τα ζωντανά. Όλη η περιουσία του, το σπίτι του, η γης του, που με τόσον κόπο, τόσον ιδρώτα είχε αποκτήσει ανήκε πια σε άλλους. Ήταν ακόμα ζωντανός αλλά δεν την όριζε πια. Μέσα του ένα κενό. Αμέτρητα ερωτήματα τον βασάνιζαν. Ο οδηγός του φορτηγού, περίμενε εκεί καπνίζοντας, τους έριχνε κλεφτές ματιές με το κεφάλι σκυφτό, αμίλητος, περιμένοντας την εντολή για αναχώρηση. Αυτοί θα ακολουθούσαν με το δικό τους αμάξι. Ήξερε τι θα κάνει, ήξερε πού θα πάει. Το είχε κάνει και με άλλες οικογένειες. Θα τους οδηγούσε ώς το σημείο ελέγχου από τους άνδρες των Ηνωμένων Εθνών και απ' εκεί θα συνέχιζαν στις ελεύθερες περιοχές με άλλο φορτηγό. Αυτή ήταν η διαδρομή που επιβλήθηκε. “Στην εξορία πηγαίνουμε”, σκέφτηκε, “όχι στην ελευθερία”.
Σήκωσε το χέρι, δείχνοντας στον οδηγό τον δρόμο, σημάδι πως έφτασε η ώρα για αναχώρηση. Αυτό το χέρι που έτρεμε, που έτρεμε από συγκίνηση, αλλά και από τα αμέτρητα ανελέητα χτυπήματα ενός απάνθρωπου βασανιστή εισβολέα όταν τον είχαν αιχμαλωτίσει, το είχε ακόμα απλωμένο όταν μια μέλισσα κάθισε στον καρπό του. Το τράβηξε σιγανά προς το μέρος του. “Ήρθες να μ' αποχαιρετήσεις;” της είπε βουρκωμένος. “Σ' ευχαριστώ πολύ, αλλά πρέπει να γυρίσεις στις αδελφές σου. Δεν επιτρέπεται να έρθεις μαζί μας. Γιασάκ. Δεν άκουσες χθες όλους εκείνους τους βάρβαρους, που ήρθαν χθες στο σπίτι μας; Γύρνα στην κυψέλη σου”. Η μέλισσα όμως ήταν ανυποχώρητη. Έτσι, με τη μέλισσα στο χέρι, κινήθηκε πίσω προς το σπίτι, στις κυψέλες. Προσεχτικά την απόθεσε στο σανίδι πτήσης, την ξύλινη προεξοχή στην είσοδο της κυψέλης και γύρισε στο αυτοκίνητο.
Το φορτηγό μόλις είχε ξεκινήσει, και το ακολούθησε. Η αγαπημένη του γυναίκα γύρισε το κεφάλι να δει για τελευταία φορά το σπίτι τους. Εκείνη τη στιγμή ένα τσούρμο κουβαλητοί, που ήταν κρυμμένοι απέναντι, έτρεχαν ποιος να προλάβει να μπει πρώτος μέσα στο σπίτι, κι αυτή έκλαιγε γοερά. Τους είδε κι αυτός από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Δεν είπε τίποτε. Αναστέναξε μόνο τόσο βαθιά, που του κόπηκε, σχεδόν, η αναπνοή. Κοιτούσε μακριά μπροστά του αμίλητος, ακολουθούσε το φορτηγό, που τους οδηγούσε προς την εξορία.
Ένα φτερούγισμα, ζουζούνισμα καλύτερα, του απέσπασε την προσοχή. Η μέλισσα γύρισε πάλι κοντά του και κάθισε στο δεξί του μάγουλό. Δεν έκανε καμιά κίνηση να τη διώξει. Αγαπούσε τις μέλισσες, τις μελετούσε μέσα από πολλά βιβλία που αγόραζε, και δεν τις φοβόταν. Έφτιαχνε ο ίδιος τις πολυόροφες κυψέλες του και είχε προμηθευτεί όλον τον αναγκαίο εξοπλισμό, που πρέπει να έχει ένας μελισσουργός. Δεν ενδιαφερόταν για εμπόριο, λίγες κυψέλες μοναχά για τις ανάγκες της οικογένειάς του και απέραντη αγάπη για την κοινωνία των μελισσών. Αγαπημένο του βιβλίο μια δερματόδετη έκδοση των απογόνων του Root, που είχε εκδοθεί για πρώτη φορά τη χρονιά που ήρθαν οι Εγγλέζοι στο νησί. Δεν είχε πρόβλημα με τη γλώσσα, γιατί μόνος του την έμαθε καλά από μικρός.
Πολύ συχνά καθόταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι δίπλα στις κυψέλες και με τη σφηκοσκοτώστρα χτυπούσε τις σφήκες, που καραδοκούσαν ν΄ αρπάξουν καμιά μέλισσα. Χαιρόταν που πολλές φορές άρπαζαν κι αυτές μια σφήκα και την εξουδετέρωναν. Ήταν πολύ τολμηρές, έπεφταν όλες μαζί επάνω της με αυτοθυσία και μέσα σε δευτερόλεπτα η σφήκα υπέκυπτε από ασφυξία. Παρακολουθούσε τις μέλισσες που μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους βιαστικές, φορτωμένες με την πολύχρωμη, πολύτιμη γύρη γύρω από τα πόδια τους, παρακολουθούσε τον παράξενο χορό τους και προσπαθούσε να τον ερμηνεύσει. Τρυγούσε το γνήσιο θυμαρίσιο μέλι τους χωρίς μάσκα, γιατί είχε μάθει τόσα μυστικά που πραγματικά δεν τη χρειαζόταν. Μιλούσε τη γλώσσα των μελισσών, δεν τον πείραζαν. Έγινε αχώριστος φίλος τους. Τώρα όμως, έκλεινε τον κύκλο της η εποχή των μελισσών. Έκλεινε τον κύκλο της η εποχή των ευτυχισμένων στιγμών σ΄αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Σκεφτόταν τη ζωή που πέρασε σ΄ετούτο το πανέμορφο σπίτι με τον ηλιακό και τις πέντε του καμάρες για μισόν αιώνα. Ο τόπος του ένα απέραντο πάρκο ανάμεσα σε δυο πυκνά δάση από πεύκο και αόρατο, με μια απίστευτης ομορφιάς κοιλάδα, που την πότιζε ένα μικρό ρυάκι με πηγή το κεφαλόβρυσο του χωριού. Στην οθόνη του μυαλού του περνούσε όλη η ζωή του, όλες οι χαρές και όλες οι δύσκολες στιγμές, σαν μια κινηματογραφική ταινία. Και τώρα, στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, τη στιγμή που κατάφερε να σπουδάσει και τα έξι του παιδιά και είχαν όλοι την υγεία τους, η μοίρα τού επιφύλαξε ό,τι χειρότερο μπορούσε να φανταστεί.
Η μέλισσα εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια θέση. Άρχισε να της μιλά σιγανά στη γλώσσα της. “Γύρισες πάλι για να μ' αποχαιρετήσεις;” της είπε βουρκωμένος. “Σ' ευχαριστώ πολύ, αλλά πρέπει να γυρίσεις στις αδελφές σου. Δεν επιτρέπεται να έρθεις μαζί μας. Γιασάκ. Δεν άκουσες χθες όλους εκείνους τους βάρβαρους, που ήρθαν στο σπίτι μας; Γύρνα στην κυψέλη σου”. Και καθώς της μιλούσε ένα δάκρυ κύλισε και έφτασε κοντά της. Το φορτηγό είχε χαθεί στο βάθος σε μια στροφή, μακριά από το χωριό, μα καθώς πλησίαζαν κι αυτοί εκεί, η μέλισσα πέταξε ξαφνικά από το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε.
Η μέλισσα γύρισε στο σπίτι της. Έφτασε στην ξύλινη προεξοχή της κυψέλης της κι άρχισε τον τρελό παράξενο χορό της με τα βρεγμένα μέσα στο δάκρυ του πόδια της και δέκα χιλιάδες μέλισσες πήραν το μήνυμά της μέσα στην κυψέλη: “εκεί που δύει ο ήλιος, πολύ μακριά, εκεί που εμείς δεν μπορούμε να φτάσουμε, εκεί σε άγνωστο του μέρος πηγαίνει ο μελισσουργός μας. Και δεν γνωρίζει πού θα πάει. Δεν γνωρίζει τι τον περιμένει. Δεν γνωρίζει αν θα ξαναγυρίσει εδώ στο σπίτι του. Και είναι δακρυσμένος. Μαζί κι η αγαπημένη του γυναίκα. Το νεκαλιόν της ακούγεται ώς εδώ στο σπίτι της”.
Σε λίγο, ένα σμάρι μέλισσες βγήκαν από την κυψέλη τους και πέταξαν προς το δάσος της Μαζερής. Ύστερα κι άλλο σμάρι, που τράβηξε κατά το δάσος των Ακράδων, κι ύστερα άλλο σμάρι... κι άλλο σμάρι...