Μάρω και Λάχεσης

Μάρω και Λάχεσης



Εκείνο το βράδυ, όπως και τα προηγούμενα της μεταξύ τους αρμονικής συμβίωσης, ο Λάχεσης βρήκε τη Μάρω να γαζώνει φύλλα ημερολογίων. Ίδιων ακριβώς διαστάσεων. Με κλωστή των 10 γραμμαρίων, ιδανική για γαζί, σε χρώμα ιριδίζον εκρού και, οπωσδήποτε, γνωστής κλωστοϋφαντουργίας και μεταφοράς, όπως πχ της ονόματι ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ. Εν ολίγοις, ό,τι ακριβώς προέβλεπε το μεταξύ τους σύμφωνο στο κεφάλαιο «Σκοτώνω τις ώρες μου συστηματικά, ανώδυνα και ειρηνικά». «Γύρισες;» τον ρώτησε εκείνο το βράδυ. Άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας και τον ρώτησε. Χρειάζονται λάδωμα, σκέφτηκε προς στιγμή να σχολιάσει, μα σύντομα επανήλθε στην τάξη, οποιαδήποτε σκέψη ή φράση θα καθυστερούσε την τέλεση των προγραμματισμένων για την ημέρα φονικών και αυτό α σήμαινε γάζωμα περισσότερων ακόμα φύλλων την επομένη. Εκείνο το βράδυ, όπως και τα προηγούμενα, η Μάρω φορούσε κοντή νυχτικιά με φουσκωτό μανικάκι και δαντέλα στη λαιμόκοψη και γάζωνε τα φύλλα με ζηλευτή προσοχή και συνέπεια ― τη δεξιά κατακόρυφη πλευρά του ενός με την αριστερή κατακόρυφη του επόμενου άλλου, ώστε τα στοιχεία σε διάταξη portrait του ενός (ανατολή και δύση ηλίου, ηλικία φεγγαριού σε ημέρες, εορτολόγιο, κλπ), καθώς και εκείνα στην οπίσθια όψη του, αυτά σε διάταξη landscape (τετράστιχα, μαντινάδες και αυτοσχέδιες ρίμες), να είναι απολύτως αντίκρυ με εκείνα του άλλου. Αυτό ακριβώς ήταν που δυσκόλευε κάπως τη Μάρω – το απολύτως αντίκρυ. Ίσως το “δυσκόλευε” να ήταν υπερβολικό και επικίνδυνο, ο Λάχεσης το απέφευγε, το σίγουρο είναι πως την άγχωνε και το άγχος, παρότι εν προκειμένω δημιουργικό, έκανε τη κοντή νυχτικιά της να μαζεύει και τη δαντέλα στη λαιμόκοψη να της δημιουργεί φαγούρα, κάτι που ουδόλως είχε προβλεφθεί στο συμφωνητικό ως παράπλευρη απώλεια ή, έστω, ως σπάνια παρενέργεια. Η Μάρω, εντούτοις, συνέχιζε το έργο της με αυτοθυσία και κανείς δεν θα μπορούσε να της προσάψει αμέλεια ή βραδύτητα. Το πετάλι της βιντάζ ραπτομηχανής, δώρο του Λάχεση από την πλατεία Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι, πήγαινε πάνω-κάτω ασταμάτητα, το ίδιο και το πέλμα της, και ούτε που σταματούσε καθόλου για ξεκούραση και περισυλλογή, δεν σκοτώνεις τον χρόνο σταματώντας και το πετάλι όλο και διαγραφόταν στο πέλμα της και το πέλμα της ήταν γυμνό. Είχε ήδη φτάσει στο χθες, όταν άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας και τον ρώτησε. Χρειάζονται λάδωμα, σκέφτηκε να σκεφτεί μα δεν τό ’κανε – τίποτε δεν πρέπει να σε αποσπά, της τόνιζε επισταμένως ο Λάχεσης, ούτε καν οι μεντεσέδες της πόρτας, ειδικά, μάλιστα, όταν πλησιάζεις στο χθες. Όπως σήμερα. «Γύρισες;» τον ξαναρώτησε για επιβεβαίωση.

Λεπτά πριν, η Μάρω δεν θα μπορούσε ποτέ να υπολογίσει με ακρίβεια πόσα, καθότι η πόρτα ήταν ασφαλείας και με παχιά ηχομόνωση, ο Λάχεσης σκότωνε τις δικές του ώρες μπροστά στο κουδούνι της εισόδου, με το δικό του ανώδυνο και ειρηνικό τρόπο – για καλή τους τύχη, στο σημείο αυτό το σύμφωνο συμβίωσης επέτρεπε σχετική ελευθερία. Όσο και να τον γοήτευε η εικόνα του γυμνού πέλματος της Μάρως στο πετάλι, όσο και να ήταν, ως έπρεπε, υπέρ της ισότητας των φύλων ακόμα και στην τέλεση φόνων, ο Λάχεσης δεν θα μπορούσε ποτέ να σκοτώνει γαζώνοντας. Επέλεξε το μέτρημα, τους συνεχείς υπολογισμούς και τη συνεχή εντρύφηση σε ερωτήσεις και υποθέσεις που επέστρεφαν ανεξαρτήτως μήνα, μεσημβρινού, εορτολογίου, ηλικίας φεγγαριού, κλπ., όπως πχ, θα είχε προλάβει η Μάρω να σκοτώσει τις ώρες που τις αναλογούσαν τη συγκεκριμένη ημέρα ή όχι και, εάν όχι, πώς οι πλεονάζουσες ώρες της θα επηρέαζαν τη συμβίωσή τους. Το γυμνό της πέλμα ήταν, όντως, πειρασμός. Θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος του; Κι αν του ζητούσε να προβούν σε πράξεις για τις οποίες το συμφωνητικό όριζε ρήτρα; Μετά το πέρας των εν λόγω υποθέσεων, του πήραν ακριβώς 3 λεπτά και 4 δευτερόλεπτα, είχε μετρήσει από μέσα του τρεις φορές από το 1 ως το 60 με 2 ενδιάμεσες παύσεις των 2 κάθε φορά δευτερολέπτων, ο Λάχεσης αποφάσισε να μην χτυπήσει το κουδούνι ούτε να ξεκλειδώσει ο ίδιος. Όχι ακόμα. Ούτως ή άλλως, το πέλμα της Μάρως θα εξακολουθούσε να ήταν γυμνό και η Μάρω ή θα τύλιγε και θα ξετύλιγε νωχελικά καρούλια ή θα γάζωνε. Ευελπιστούσε το δεύτερο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό σημειωματάριο με σπιράλ και σημείωσε τη φράση εξώπορτα-πράξη (1), ώρα 2:19 μμ. Στον αμέσως επόμενο τόνο, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του παντελονιού του, γκρι τουίντ με ρεβέρ, και το έβαλε στην κλειδαριά ασφαλείας. Μετά από ένα λεπτό και 30 δευτερόλεπτα ακριβώς, αυτή το φορά μέτρησε από το 1 ως το 90 χωρίς ενδιάμεση παύση, αποφάσισε να μην το γυρίσει. Έβγαλε τα γυαλιά του από την τσέπη του πουκαμίσου του και τα φόρεσε. Τρία βλεφαρίσματα μετά, γύρω στα 6 δευτερόλεπτα, τα έβγαλε, τα έφερε κοντά στο στόμα του, τα θάμπωσε, τα σκούπισε με την άκρη του πουκαμίσου του, τα ξαναφόρεσε και ξαναστήθηκε μπροστά στο κουδούνι. Κοίταξε την ώρα και σημείωσε στο σημειωματάριο τη φράση εξώπορτα-πράξη (2), ώρα 2:21 μμ. Επανέλαβε τη διαδικασία τρεις ακόμα φορές και στο τέλος της τρίτης έκανε πως διάβαζε το όνομα στο κουδούνι. Ήταν το σημείο που, ομολογουμένως, τον δυσκόλευε, άλλο το να φονεύει δημιουργικά και άλλο το να φονεύει υποκρινόμενος πως ελέγχει κάτι που ήδη γνωρίζει ότι είναι σωστό. Το κουδούνι έγραφε όντως Μάρω και Λάχεσης και η ώρα ήταν 10:22 μμ. Ο Λάχεσης σημείωσε στο σημειωματάριο τη φράση εξώπορτα-πράξη (3) και γύρισε το κλειδί. Η Μάρω άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας και είπε «Α, γύρισες;» Έπειτα έστριψε το κεφάλι της πάνω από το δεξί της ώμο και τον είδε και το γυμνό της πέλμα έφυγε προς στιγμή από το πετάλι της ραπτομηχανής και οι κλωστές ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, ένα καρούλι 10 γραμμαρίων, νούμερο 40 για το γαζί και ένα νούμερο 10 για το χέρι έπεσαν κάτω και κύλησαν. Ο Λάχεσης κοίταξε ικανοποιημένος την ώρα, είχαν περάσει άλλα 47 δευτερόλεπτα από τα 86.400 της 17ης Φεβρ. 2023. Σημείωσε στο σημειωματάριο του τη φράση εσώπορτα-πράξη (1), ώρα 2:23 μ.μ. και άρχισε να ετοιμάζει το τζάκι. Η Μάρω είπε «κρίμα, είναι να κάψουμε τόσο χαρτί, μήπως να τα πας στην ανακύκλωση;» και το γυμνό της πέλμα ανασηκώθηκε με νάζι. Εκ προμελέτης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: