Στην Αγγέλα Καστρινάκη
Την έχω συναντήσει πολλές φορές
στην καθημερινότητα της πόλης
με διαφορετικά πρόσωπα.
Φιλομαθής, εργαζόμενη, διανοούμενη
δια βίου ανήσυχη
υπηρετεί τους οικείους με προθυμία
ονειρεύεται ως δέσποινα ομηρική
των τεχνών τα δρώμενα παρακολουθεί
ράβει, ξηλώνει το νόστο όχι του πολεμιστή ταξιδιώτη
αλλά του αναποφάσιστου υπηκόου της Αθηνάς κι άλλων θεαινών
χωρίς αντίπαλο δέος
οι μνηστήρες χρόνια τώρα αδιαφορούν για εκείνη.
Εσχάτως έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στον γιο του Τηλέμαχου
στόχος της να τον μυήσει στα μυστικά του πολυμήχανου νόστου.
Μια άλλη συνονόματη μηχανορραφεί ανηλεώς
την παραμονή του συμβίου πάση θυσία στην εστία
μια παραλλαγή της οραματίζεται τη μη επιστροφή του
αυτή έπαιξε το παιχνίδι με τους μνηστήρες για καιρό
αλλά κι αυτό πλέον κατάντησε αδιάφορο.
Λατρεύει τη μοναξιά της, τις βόλτες με το δικό της Άργο
τις μεταμεσονύχτιες προβολές.
Υπάρχει κι εκείνη που αναμένει την αναμονή
νόστος δεν υφίσταται, δε γνώρισε ποτέ έναν Οδυσσέα
αταξίδευτη κεντά λέξεις στο χαρτί, εσχάτως και στην οθόνη
κάθε μέρα άλλο σχέδιο, άλλο όνειρο
το υλικό λαίμαργα καταπίνει τις γραμμές
το υφαντό έχει δυνάμει πλούσια θεματική
αλλά κανένα θέμα.
Παραμένει εκεί και περιμένει
έχοντας διώξει ενίοτε με σκληρότητα
όλους τους μνηστήρες.
Βαρέθηκαν να παρακαλούν, να ταπεινώνονται
μεγάλωσαν πια, το τόξο βαραίνει στα χέρια τους
λησμόνησαν εδώ και χρόνια ακόμη και την προσομοίωση
της ερωτικής μάχης.
Πηνελόπη τη λένε, αιώνες τώρα το όνομά της
ως πεπρωμένο καλεί έναν Οδυσσέα
κάποια αόρατη στιγμή χωρίς αμφιβολία
για χάρη της θα γυρίσει και θα της επιβάλει το μεγάλο ταξίδι.