Άσπρες σημαίες



Οι καρέκλες στο καφενείο πέφτουν με κρότο
τα αρμυρίκια χορεύουν ξέφρενα,
γιορτή στο νησί του ανέμου

Μια γιορτή σύντομη

Τα άσπρα μαλλιά του πατέρα μου ανεμίζουν,
σημαίες μιας γεμάτης ζωής

Τόσος δρόμος,
μόνο τα πόδια του τον κατάλαβαν

Αγαπά τούτο το νησί,
σε κάθε γωνιά συναντά τον εαυτό του
διαφορετικό μα ίδιο

Αγναντεύει τη θάλασσα ενώ προχωρά,
εγώ εκείνον λίγα βήματα πίσω του

Χάδια στη πλάτη του η ματιά μου

Τ΄αγαπημένο μελτέμι του αγριεύει,
ξαφνικά μοιάζει με εχθρό.
Τα πόδια του ταλαντεύονται
προσπαθεί να σταθεί
Να διατηρήσει την ισορροπία του
Τα πόδια του δεν υπακούν
είναι αργά, βαριά

Δεν δίνει σημασία
Κλείνει τα μάτια και αφήνεται στον άνεμο σαν παιδί
μα κείνος συνεχίζει να τον απειλεί

Μια δυνατή ριπή τον ταρακουνάει
Τον ρίχνει κάτω
Του πληγώνει το σώμα
Του ματώνει πρόσωπο και αξιοπρέπεια

Τρέχω
ξέπνοη σκύβω πάνω του,
τα μάτια του σαν του ελαφιού, τα σημαδεύει τ΄όπλο του κυνηγού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: