Τρία διηγήματα

Μετάφραση: Βαλίνα Τσικαλά





______________





Ο Χεσούς Γκαρντέα (Jesús Gardea, 1939-2000) έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην συνοριακή πόλη Ciudad Juárez, της πολιτείας Chihuahua του Μεξικού. Σπούδασε οδοντιατρική και δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Los viernes de Lautaro στα 40 του χρόνια. Το δεύτερο βιβλίο του, Septiembre y otros días (Σεπτέμβρης και άλλες μέρες) τιμήθηκε με το βραβείο Xavier Villaurrutia, που με το οποίο έχουν τιμηθεί οι σημαντικότεροι συγγραφείς του Μεξικού.
Αν και ο ίδιος αρνήθηκε πεισματικά το χαρακτηρισμό «Λογοτεχνία της ερήμου» για το έργο του, θεωρώντας –δικαίως– πως εκείνοι που τον επινόησαν πολύ λίγα γνώριζαν για την έρημο και τους ανθρώπους της, η έρημος είναι συνεχώς παρούσα στην αφήγησή του, ακόμα και στην καρδιά της μεγαλούπολης όπου ζει.

Κοινό στοιχείο των τριών διηγημάτων που ακολουθούν είναι η μοναξιά, βιωμένη με εντελώς διαφορετικούς τρόπους όμως: η μοναξιά ως αδυναμία επικοινωνίας στον «Πικραμένο», η μοναξιά του περιθωριακού τρελού στον «Άνδρα μόνο» και η μοναξιά του ερημίτη «Λαουτάρο». Και φυσικά η έρημος, με το κλίμα της, τη μορφολογία της, την απομόνωσή της.
Η μετάφραση των διηγημάτων έγινε με πρόθεση να αποδοθεί το ιδιαίτερο ύφος του Gardea, για το λόγο αυτό κρατήθηκε η ιδιότυπη στίξη του συγγραφέα που παραπέμπει σε αποτύπωση προφορικής αφήγησης ή εσωτερικού μονολόγου και υπονοεί πως η ανάγνωσή θα πρέπει να είναι γίνεται φωναχτά.


Χεσούς Γκαρντέα (1939-2000)
Χεσούς Γκαρντέα (1939-2000)
Άνδρας μόνος


Στο δρόμο, μικροί στρόβιλοι σκόνης κυνηγιούνται. Είναι δώδεκα το μεσημέρι κι ο άνεμος φυσάει, άτονα. Οι σκιές στέκονται όρθιες δίπλα στους τοίχους, ξεθωριασμένες και φαγωμένες από την αντηλιά. Τα τρία δέντρα που υπάρχουν στον δρόμο αντέχουν με δυσκολία την κάψα του Αυγούστου. Η ζέστη σχεδόν τα κάνει να φλέγονται. Τα κλαδιά τους τρίζουν σαν παλιές πόρτες. Ο Χουάν Σαμούδιο, από όταν ήρθε στον κόσμο, βλέπει και ακούει όλα αυτά. Ξέρει πια από μνήμης το καλοκαίρι. Εξήντα χρόνια που το γνωρίζει δεν είναι και λίγα. Το μόνο που δε μπορεί να συνηθίσει ο Σαμούδιο, είναι η αυθάδεια που έχουν οι μύγες. Και κάτι άλλο, μέσα του, που δεν ξέρει καλά καλά τι είναι. Ο Σαμούδιο αμύνεται από τις μύγες σκοτώνοντάς τες με μια εφημερίδα που έχει κάνει ρολό. Αλλά από το άλλο δεν καταφέρνει να αμυνθεί. Το μόνο που καταφέρνει είναι να το υποφέρει.
Ο Χουάν Σαμούδιο άφησε ανοιχτή την πίσω πόρτα του σπιτιού του, όπως και την μπροστινή, και στάθηκε στο ρεύμα του αέρα με την ελπίδα να δροσιστεί. Το ότι αυτό είναι απλά ψευδαίσθηση δική του, το μαρτυρούν τα αυλάκια από ιδρώτα που φαίνονται στα πόδια του. Ο Σαμούδιο είναι ένας άντρας κοκαλιάρης, ερωτευμένος με το σκελετό του. Λένε πως αυτουνού ιδρώνουν τα κόκαλά του όταν δεν ιδρώνει, στην πραγματικότητα, η ψυχή του. Το λένε γιατί ο ιδρώτας του είναι λευκός, σαν ασβεστόνερο, και γιατί κάποιες φορές μυρίζει κλεισούρα.
Όταν κάνει διάλειμμα από το να σκοτώνει μύγες, ο Σαμούδιο περνάει το ελεύθερο χέρι από τα πλευρά του, σαν να χαϊδεύει τις χορδές ενός οργάνου.
Τότε αναπνέει βαθιά. Και σηκώνεται.
Ο Σαμούδιο είναι επίσης ψηλός άντρας και περπατώντας παλαντζάρει. Στο τελευταίο δωμάτιο, στο βάθος, έχει ένα ντεπόζιτο με νερό και ροδέλες από λεμόνι. Και προς τα εκεί κατευθύνεται, ενώ σκέφτεται τα δέντρα που τα βασανίζει ο ήλιος.
Ο Χουάν Σαμούδιο χρησιμοποιεί μια τσίγκινη κουτάλα για να πιεί. Πίνει χωρίς να ανησυχεί για τις ροδέλες, που τις φτύνει αφού τις γλείψει, σαν να ήταν ψαροκόκαλα.
Δε φύτεψε αυτός τα δέντρα, όμως τα δέντρα ζουν χάρη σ’ αυτόν. Από την άλλη, βρίσκει μεγάλη παρηγοριά σ’ αυτά, ειδικά τις μέρες που υποφέρει από εκείνο που δεν καταλαβαίνει.
Ο Σαμούδιο περνάει ξανά το χέρι του από τα πλευρά του. Κρεμάει την κουτάλα από το χείλος του ντεπόζιτου. Έπειτα πλησιάζει στο ημερολόγιο του τοίχου και σκίζει μια σελίδα. Αυτό μοιάζει να του προκαλεί ευτυχία, γιατί χαμογελά και ξαφνικά έχει στα μάτια του περισσότερο φως κι απ’ τον Αύγουστο. Τα μάτια του είναι γκρίζα και θλιμμένα. Λίγοι μπορούν να τα κοιτάξουν χωρίς να νιώσουν την ερημιά του κόσμου. Φτιάχνει μια μπάλα με τη σελίδα και την πετάει στην αυλή. Η μπάλα από χαρτί βυθίζεται στο φως, όπως μια πέτρα στο νερό μιας γούρνας. Ο Σαμούδιο, τσουρουφλισμένος απ’ τον ήλιο, δε δουλεύει την τελευταία μέρα κάθε μήνα.
Ο Χουάν Σαμούδιο φτιάχνει πουλάκια από λαμαρίνα και τα πουλάει στην πλατεία. Από μακριά αστράφτουν σαν ασήμι, σαν φωτάκια. Ο Σαμούδιο είναι χρόνια που πηγαίνει στην πλατεία. Όταν δουλεύει, δεν κοιτά ποτέ στα μάτια τον πελάτη, φοβούμενος μήπως τον χάσει. Γι’ αυτό απέκτησε φήμη ανώμαλου. Όμως κανείς δεν τον φοβάται. Πάντα βρίσκεται στα μάτια όλων στο φως του ήλιου.
Ο Σαμούδιο, όπως τα φρούτα, έχει ωριμάσει σιγά σιγά με τη ζέστη των καλοκαιριών: κυρίαρχος πια κάποιων φωνών που ακούει μέσα του.
Ο Σαμούδιο δεν κοιμάται σχεδόν καθόλου. Χρησιμοποιεί τα βράδια του για να επιστρέφει στις φωνές και να προσπαθεί να τις καταλάβει. Ξαπλώνει ανάσκελα και περιμένει. Οι φωνές προαναγγέλλουν τον ερχομό τους όπως τον προαναγγέλλει η βροχή. Του Σαμούδιο τότε του αναδεύεται ένα εσωτερικό φύλλωμα και το στήθος του γεμίζει ψιθύρους.
Αυτό δε διαρκεί. Οι φωνές ζητάνε αποκρυπτογράφηση. Ο Σαμούδιο θα υποφέρει από την προσπάθεια. Θα τον καταδιώκουν: θα πάρει φωτιά το κεφάλι του. Όταν φτάνει η αυγή, μισοκαμένος, βγάζοντας ατμούς, θα μετανιώσει – όπως πάντα – που είχε ξαπλώσει να περιμένει.
Γυμνός καθώς είναι, ο Σαμούδιο πλησιάζει στην πόρτα από όπου μόλις πέταξε το χαρτί και ουρεί έναν μεγάλο πίδακα που μοιάζει χρυσός. Ο θόρυβος πρέπει να ακούστηκε μέχρι τα ουράνια. Γι’ αυτό είναι σίγουρος ο Σαμούδιο, και περήφανος. Δεν υπάρχει άλλος που να κατουράει τέτοιο χείμαρρο.
Οι τρίχες του φύλου του είναι όπως και του κεφαλιού του, ξανθές.
Εκείνο που είναι ανεξήγητο είναι το κιτρινωπό χρώμα του πίδακα, με τόσο νερό που έχει πιεί. Σκέφτεται τις ροδέλες λεμονιού, και ότι δεν ξέρει τι θα πει αρρώστια, όπως δεν ξέρει τι είναι τα λευκά μαλλιά.
Κάνει λίγα βήματα πίσω και κοιτάζει ξανά το ημερολόγιο.
Χαμογελάει για δεύτερη φορά. Έχει την πεποίθηση πως αν το σκίσει το μεσημέρι, την τελευταία ημέρα του μήνα, τα καλά θα του έρθουν διπλά και πιο γρήγορα.
Όταν γυρίζει στον μουσαμαδένιο πάγκο του και στο μαρτύριο με τις μύγες, ο Σαμούδιο λαγοκοιμάται για λίγο αλλά κρατιέται στητός, σαν στρατιώτης.
Ανάμεσα σε αυτά που κατάφερε να διαπιστώσει μέσα στον θόρυβο των φωνών, στις φευγαλέες ανάσες που του άφηνε η πολιορκία, υπήρχε μια προσταγή να παραμείνει, με οστά και μυς, σε αναμονή. Σαν από τη μια στιγμή στην άλλη να βρισκόταν υποχρεωμένος να πηδήξει πάνω από μια άβυσσο.
Το τρίξιμο των κλαδιών στα δέντρα έχει γίνει πιο έντονο.
Ο Σαμούδιο τώρα ακούει πιο έντονο το λαχάνιασμα και εισβάλλει μέσα του η συμπόνια.
Οι στρόβιλοι σκόνης του δρόμου έρχονται και σκάνε πάνω στο ελατήριο της πόρτας, για να διαλυθούν εκεί. Ο Σαμούδιο μαζεύει τα πόδια: η λευκή σκόνη, η επαφή μαζί της, νιώθει πως τον πληγώνει: Έχει δει τι κάνει η σκόνη, σπρωγμένη από τον άνεμο, στον φλοιό των δέντρων του. Ψάχνει με τα πόδια τα παπούτσια του κάτω από τον πάγκο. Ξέρει πως δεν πρέπει να λείψει από το σπίτι για κανένα λόγο, πως πρέπει να παραμείνει εκεί, να περιμένει. Όμως είναι τα δέντρα που δεν τον αφήνουν σε ησυχία.
Τον περασμένο μήνα δεν έκανε τόση ζέστη: έφτανε να τους ρίχνει καθημερινά έναν κουβά νερό. Σήμερα όχι. Σήμερα, αν δεν τα βοηθήσει, κατά τις τρεις το απόγευμα θα καίγονται σαν πυρσοί.
Ο Σαμούδιο βάζει το παντελόνι του.
Με ένα χτύπημα σκοτώνει με την εφημερίδα πέντε μύγες που του τσιμπάνε τον ώμο. Οι υπόλοιπες καθυστερούν το χτύπημα, και σχηματίζουν μια χορωδία που εκείνος βιάζεται να διαλύσει. Το να βομβίζουν οι μύγες χωρίς μέτρο και ρυθμό, κάθε μια στο δικό της τέμπο, sτο βουητό της, το αντέχει. Όμως αυτό που δεν αντέχει είναι να μαζεύονται με σκοπό να του τριβελίσουν τα νεύρα, να του τα σπάσουν.
Ο Σαμούδιο πηγαίνει και φέρνει να ποτίσει τα δέντρα.
Στον Χουάν Σαμούδιο ο άνεμος και η σκόνη παίζουν ανάμεσα στα πόδια του.
Στο πεζοδρόμιο του σπιτιού του οι σκιές έχουν αρχίσει να πέφτουν και να κυλούν προς τον δρόμο. Ο Σαμούδιο κολλάει στον τοίχο, βυθίζει όπως μπορεί το κορμί του στη μικρή σκιά που γεννιέται. Το νερό που φέρνει από την μεριά του ήλιου, μέσα στον κουβά, του πληγώνει αδιάλειπτα τα μάτια με την αντανάκλασή του. Τα δέντρα δεν είναι μακριά, ούτε πολύ χωριστά το ένα από το άλλο ˑ ο Σαμούδιο εγκαταλείπει σε λίγο τη σκιά και διασχίζει τον δρόμο.
Τότε γυρίζει τα μάτια προς στο σπίτι, σαν κάποιος που τον περιμένουν, σταθερά, εκεί.
Η πόρτα με το ελατήριο είναι ανοιχτή και ο Σαμούδιο σκέφτεται τα ταξίδια που χρειάζεται ακόμα να κάνει με τον κουβά.
Οι ξανθές τρίχες του κεφαλιού του, με τις ακτίνες του ήλιου, λάμπουν όπως οι ακίνητες λέξεις.
Ο Σαμούδιο είναι φειδωλός στα λόγια.
Κάτω από τα δέντρα, ο άνεμος ηχεί πολύ. Ο Σαμούδιο κοιτάζει στο βάθος του ερημικού δρόμου. Η ζωή του – σκέφτεται – είναι όπως αυτός ο δρόμος.
Ο Σαμούδιο σκύβει για να αδειάσει το νερό του κουβά στον λάκκο του πρώτου δέντρου, που είναι γεμάτος σκόνη. Η σκόνη ρουφάει το νερό αμέσως. Ο ήχος από τα κουδουνάκια του ανέμου δυναμώνει και αντηχεί στον Σαμούδιο μέσα στην κοιλότητα των πλευρών του.
Ο Σαμούδιο ισιώνει το κορμί και κοιτάζει ξανά τον δρόμο.
Μια φιγούρα ανδρική ή γυναικεία – δεν μπορεί να ξεχωρίσει καλά – πλησιάζει βαδίζοντας πολύ αργά. Ο Σαμούδιο χαμογελά. Όπως όταν σκίζει μια
σελίδα από το ημερολόγιο.
Όταν πέφτει το σούρουπο, έχουν πέσει και ο άνεμος και η σκόνη. Ο Χουάν Σαμούδιο είναι ακίνητος. Οι μύγες, ζαβλακωμένες από τη ζέστη, περπατούν σαν ζώα της γης, στα μπράτσα, στους ώμους και στα πόδια του Χουάν Σαμούδιο. Ο Σαμούδιο δεν κινείται από τότε που επέστρεψε από τα δέντρα. Φοράει ακόμα τα παπούτσια και το παντελόνι του. Διατηρεί την απελπισία στα όρια· τα χρόνια τον έχουν διδάξει πως στον κόσμο υπάρχουν πράγματα που φτάνουν στον προορισμό τους μόνο αφού κάνουν πολλές παρακάμψεις. Ο Χουάν Σαμούδιο σκέφτεται επίσης πως απομένει ακόμα η νύχτα.



Οι Παρασκευές του Λαουτάρο


στον Σαούλ Ιμπαρκόγιεν Ίσλας


Ο Λαουτάρο Λαμπρίσα κοιτάει το σοπιλότε.* Χωρίς να το αφήνει από τα μάτια του, πιάνει τα κιάλια. Βλέπει πρώτα τις σκεπές. «Οι ταράτσες» μουρμουρίζει «θα είναι πάντα οι ίδιες: Μια καθαρή αντανάκλαση της εδώ μεριάς». Όσο πλησιάζει στο πουλί, ο μπλε αέρας σκουραίνει. Από την τσέπη του παντελονιού του, ο Λαουτάρο βγάζει ένα μαντήλι για να σκουπίσει τον ιδρώτα στο σβέρκο του. Κατά το μεσημέρι αυτό δε θα είναι αρκετό, και θα χρειαστεί την πορσελάνινη μπανιέρα του, με νερό από το πηγάδι. Όμως η μπανιέρα δεν είναι πάντα επαρκής τα καλοκαίρια. Κάποια καλοκαίρια είναι ιδιαίτερα κολασμένα, κατακόκκινα σαν αίμα. Γι’ αυτό είναι καλό που παρατηρεί το σοπιλότε: εντοπίζει τον καύσωνα πολύ πριν εμφανιστεί. Ο Λαουτάρο κάνει ένα βήμα πίσω και κατεβάζει τα κιάλια. «Τόση μαυρίλα στα φτερά» γκρινιάζει στο γάτο του που βρίσκεται στον πάτο της μπανιέρας «με τρομάζει». Ο γάτος δείχνει να μην τον ακούει, ευτυχισμένος ανάμεσα στα τοιχώματα της μπανιέρας που είναι στολισμένα με ζωγραφισμένα τσαμπιά σταφυλιού. «Ταλαβέρα!» του φωνάζει «σου μιλάω, ξύπνα». Ο γάτος τότε ανοίγει τα κίτρινα σαν τοπάζια μάτια του, και τα καρφώνει στο αφεντικό του. «Σου έλεγα» συνεχίζει ο Λαουτάρο «πως όταν εστιάζω στο σοπιλότε νιώθω έναν μεγάλο φόβο· σαν να με αγκαλιάζουν πεθαμένοι». Ο Λαουτάρο φυλάει το μαντήλι του. «Ευτυχώς, Ταλαβέρα» λέει, «δε θα ξαναγυρίσω σ’ εκείνη την τρύπα· είδα ό,τι χρειαζόταν να δω. Θα είναι ήπιο το καλοκαίρι». Ο γάτος σηκώνεται στα τέσσερα, ίσα που στηρίζεται στο χείλος και πηδάει έξω απ’ τη μπανιέρα.
Το χείλος του πηγαδιού του Λαουτάρο είναι ίσα με την επιφάνεια της γης. Ο Λαουτάρο το σκεπάζει με μια πλάκα αμίαντο, που συγκρατείται με μια κοτρώνα που πήρε από τον οδηγό ενός φορτηγού με οικοδομικά υλικά. Ο άντρας τριγύριζε χαμένος στις αμμώδεις πεδιάδες, περιφέροντας μονάχα το βουναλάκι με τις πέτρες του. Από νωρίς είχε ακούσει τον κινητήρα ο Λαουτάρο, αλλά δεν είχε δώσει σημασία. Συνέχιζε εκεί, ηχώντας μες στην ατμόσφαιρα του πρωινού, μέχρι που το φορτηγό μπήκε στον τελευταίο κύκλο της σπείρας και συνάντησε το σπιτάκι της όασης. Κατά τις έξι το απόγευμα λοιπόν, το φορτηγό σταμάτησε μπροστά στο πηγάδι. Χωμένος σε μια φόρμα εργασίας, ολοσκόνιστη και χρυσαφένια από τον ήλιο, ο οδηγός είπε πως είχε αποκοιμηθεί στο τιμόνι την προηγούμενη νύχτα στον αυτοκινητόδρομο. Ο Λαουτάρο του έδωσε ένα κιούπι με νερό. Ο οδηγός ήπιε το νερό με μια ρουφηξιά. Ο Λαουτάρο του το ξαναγέμισε σιωπηλά και μια στιγμή πριν εκείνος το τελειώσει, τον προειδοποίησε: «Αυτό είναι όλο κι όλο όσο φιλτραρισμένο νερό υπάρχει». «Πόσο μακριά είμαι από τον αυτοκινητόδρομο;», τον ρώτησε ο οδηγός επιστρέφοντάς του το κιούπι. «Δεν ξέρω να σας πω» απάντησε ο Λαουτάρο. «Εγώ δούλεψα εκεί, φτυαρίζοντας τσαΐλι πριν από πολλά χρόνια. Δεν ξέρω καν να σας πω προς τα πού πέφτει». Ο άνθρωπος τον κοίταξε δύσπιστα. Αναστέναξε. «Καλά, τι σας οφείλω για το νερό;» Ο Λαουτάρο του έδειξε την καρότσα του φορτηγού: «Μια από κείνες τις πέτρες» είπε.
Ο Λαουτάρο Λαμπρίσα έχει βάλει, βαθιά μπηγμένους δίπλα στο πηγάδι, τρεις χοντρούς πασσάλους ενωμένους στις κορφές για να σηκώνουν μια ξύλινη τροχαλία. Μια από τις βασικές εργασίες του κάθε πρωί είναι να ελέγχει πως η τροχαλία δεν έχει χαρακιές, πως ο μεταλλικός της άξονας, μεγάλος σαν σωλήνας, δεν έχει άμμο. Κάνει την τροχαλία να γυρίζει αργά. Χαϊδεύει το γυαλισμένο της αυλάκι σαν να κρατά στα χέρια του το φύλο μιας γυναίκας και σκέφτεται πόσο καιρό έχει να το χρησιμοποιήσει. Ελέγχει ακόμα, για να πάει στο υπόστεγο, το σύρμα που συνδέει την τροχαλία στους πασσάλους. Στο υπόστεγο έχει τυλιγμένο το σκοινί που χρησιμοποιεί στο πηγάδι. Θα το δοκιμάσει όταν θα είναι κρεμασμένο από το αυλάκι της τροχαλίας, τεντωμένο, με τον κουβά το νερό στην άκρη του.
Ο Λαουτάρο κοιτάζει και πάλι τον ουρανό. Το σοπιλότε πετάει τώρα πολύ κοντά στη γραμμή του ορίζοντα. Ο Λαουτάρο ρίχνει μια ροχάλα κατά τη μεριά της σκιάς. «Κουράστηκε πια το άτιμο» σκέφτεται. Έπειτα κοιτάζει την ώρα στο ρολόι. Όταν θα χτυπήσει μία το μεσημέρι θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνει το καθημερινό του μπάνιο.
Ο Λαουτάρο Λαμπρίσα συνήθως κοιμάται στο νερό. Και τότε ονειρεύεται γυναίκες. Τις παίρνει ενώ ταυτόχρονα τραγουδά. Μεθά καθώς τις αγγίζει και τις εξερευνά, και δεν είναι σπάνιο κάποια να ανθίζει μέσα στα χέρια του, κάνοντάς τον να κραυγάζει από χαρά. Ονειρεύεται πως το σπέρμα του ξεχύνεται χρωματιστό. Ένας γιγάντιος, ηχηρός σπασμός, του σκορπίζει πέρα δώθε τα κόκαλα, το δέρμα, το σάλιο, στον ουρανό του κόσμου. Η έκρηξη τον ξυπνά. Το φύλο του βγαίνει από την επιφάνεια του νερού, παλλόμενο ακόμα. Ο Λαουτάρο ακούει το τικ τακ του ρολογιού που έχει αφήσει πάνω σε μια καρέκλα. Ψάχνει τον γάτο με τα μάτια. Τον φωνάζει. Όμως καθώς δεν του αποκρίνεται, γυρίζει τη ματιά του στο φύλο του και το χουφτιάζει από τη ρίζα. Το κρατάει για λίγο έτσι, έπειτα το αφήνει και σηκώνεται. «Ταλαβέρα, έλα, πάμε να φάμε, είναι περασμένες τέσσερεις». Το γεύμα του Λαουτάρο είναι αποξηραμένο κρέας, καβουρδισμένο καλαμπόκι, καρύδια και νερό. Καμιά φορά το συνοδεύει με μια πλάκα πικρή σοκολάτα. Ο Λαουτάρο δεν τρώει βραδινό, ούτε μεσημεριανό. Πιστεύει πως τα απογευματινά όνειρα τον τρέφουν σαν να ήταν τσιμπούσι. Για να αποδείξει πως είναι αλήθεια, τη μέρα που δεν έρχονται γυναίκες στο νερό της μπανιέρας τρώει διπλή μερίδα, και ακόμα και τη νύχτα ξαναγυρνά στο σακί με το καλαμπόκι. Συνήθως ο Λαουτάρο και ο γάτος τρώνε μαζί˙ ο Λαουτάρο καθισμένος οκλαδόν, πάνω στο κρεβάτι.
Στις πέντε το απόγευμα ο Λαουτάρο Λαμπρίσα και ο γάτος του παίρνουν πια το δρόμο. Ο Λαουτάρο φτιάχνει τη λίστα με τα πράγματα που απέμειναν στο υπόστεγο και στο σπίτι. Κλείνει την πόρτα αφήνοντας μια χαραμάδα ανοιχτή, και βάζει ένα σημάδι, να δει μήπως έχει μπει κανείς και τον κλέψει. Το ίδιο έκανε και με το πηγάδι. Αλλά όσο ανεβοκατεβαίνει τους αμμόλοφους και κοιτάζει, με την ψυχή του διάχυτη σε βαθιά γαλήνη, την απεραντοσύνη που τον περιβάλλει, περιγελάει τα ίδια του τα μέτρα ασφαλείας, τον απολογισμό του θλιβερών του αντικειμένων. Πέντε χρόνια έχει που αφήνει μόνο του το σπίτι μια φορά τη βδομάδα και ποτέ δεν έχει χάσει τίποτα. Ίσως το μόνο από το οποίο θα έπρεπε να φυλάγεται είναι οι άντρες που του φέρνουν προμήθειες, όμως εκείνοι έρχονται μόνο τα Σάββατα. Τους προσκαλεί να μπουν για να ξεκουραστούν ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, στις καρέκλες. Εκείνοι βγάζουν τα παπούτσια στην είσοδο για να απομακρύνουν την άμμο και δεν τα ξαναβάζουν μέχρι να φύγουν. Είναι τρεις άντρες μέσης ηλικίας. Και μυρίζουν βότανα της ερήμου, χίλιες φορές καταταλαιπωρημένα από τον ήλιο. Μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους σε σακίδια από καραβόπανο με προστατευτικό κάλυμμα. Εκείνος ποτέ δεν έχει μπορέσει να εξακριβώσει από πού έρχονται. Αυτοί πάντα του λένε, χωρίς πολλά πολλά: «Ερχόμαστε από την άλλη πλευρά των αμμόλοφων, Λαμπρίσα». Του λένε ψέματα. Γιατί από την άλλη πλευρά των αμμόλοφων δεν υπάρχουν σπίτια, υπάρχει μια αμμώδης κοιλάδα.
Ο γάτος προπορεύεται αρκετά μέτρα, χοροπηδώντας σαν πουλάρι. O άνεμος της μοναξιάς, όταν το ζώο φτάνει στην κορυφή του αμμόλοφου, κάνει την ουρά του να πάλλεται σαν βέλος.
Η λωρίδα των αμμόλοφων – πίσω από το σπίτι – είναι στενή και τη διασχίζει, με γρήγορο βήμα, σε σαράντα λεπτά. Ο τάφος της γυναίκας είναι μετά. Στην κοιλάδα όπου οι ψεύτες λένε πως υπάρχει ποιος ξέρει ποιο χωριό. Ο τάφος της Αουσένσια** Ταλαβέρα, της γυναίκας του, είναι ένα είδος βωμού από κόκαλα και κέρατα. Ασπρίζει τον αέρα και τυλίγει τον άνεμο του δειλινού στο σφιχτό του πλέγμα. Τον πρώτο καιρό ερχόταν μόνος. Όμως μετά, πέρσι, μαζί με τα εφόδια και τα νέα που σκαρφίζονται, οι έμποροι του χάρισαν το γατάκι. «Λαμπρίσα» του είπαν, κάνοντας μαλάξεις στα πόδια τους, «εμείς φέραμε το γατί για το καλό σας».
Ο Λαουτάρο Λαμπρίσα κάθεται ανακούρκουδα μπροστά στον τάφο της γυναίκας του. Δεν τον κοιτάζει: ξέρει από μνήμης πως είναι ένα δέντρο που εκείνος φύτεψε για την προστασία του αγαπημένου κορμιού. Τα οστά του δέντρου θα έχουν γίνει ένα με τα δικά της. Ο Λαουτάρο θα μείνει ακούνητος για πολλή ώρα. Αδειάζει, έτσι ώστε οι αναμνήσεις σπρωγμένες από τον άνεμο να τον πλημμυρίσουν, να τον κάνουν να ξεχειλίσει. Κάποιο Σάββατο, οι έμποροι τον ρώτησαν γιατί είχε ζωγραφίσει σταφύλια στα τοιχώματα της μπανιέρας, και αυτός τους απάντησε: Αυτoί ήταν οι καρποί της Αουσένσια.



*Αρπακτικό πτηνό (Κορακόγυπας ή Coragyps atratus), που ανήκει στην οικογένεια των Καθαρτιδών. Απαντάται στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και στη Λατινική Αμερική. Έχει μεγάλο άνοιγμα φτερών (1,67 μ.) , γυμνό γκριζωπό κεφάλι και λαιμό, και μαύρο φτέρωμα.
**Το όνομα Αουσένσια μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Απουσία». Υποδηλώνει την απουσία της συζύγου του Λαουτάρο, την απουσία συντροφιάς και αγάπης και την μοναξιά του ήρωα.



Μονόλογος του πικραμένου

Κοιτώ τo ξεφτισμένο γύψινο ταβάνι. Εισβάλλει μέσα μου η θλίψη. Σκέφτομαι τα χρόνια ζωής που μόλις έκλεισα. Μια ζωή που πέρασε τρέχοντας κόντρα στον έρωτα. Δεν είναι πως δεν έχω ή πως μου έλειψαν ποτέ οι γυναίκες. Όχι. Δεν είναι αυτό. Το σεντόνι που σκεπάζομαι μέχρι το πηγούνι, μυρίζει σαπούνι. Είναι μια καλή μυρωδιά, γιατί βγάζει από το κρεβάτι τη φρικτή πραγματικότητα της νύχτας. Οι αισθήσεις, η σάρκα, χαίρονται ανείπωτα με τη μυρωδιά ˙ όμως μόνο για μια στιγμή: ο απέραντος ορίζοντας που πίστεψαν πως είχαν βρει, κλείνει, σαν μια σκοτεινή πόρτα, στα μούτρα τους. Κάτω από τη μυρωδιά της καθαριότητας υπάρχει εκείνη ενός κορμιού που μόλις βγήκε από το νερό. Και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη. Στον καθεδρικό της με το υγρό και ρόδινο κλίτος. Εκεί συνουσιάστηκα εγώ, ξανά και ξανά, σαν αρσενικό ζώο και τίποτα παραπάνω. Αυτές τις πανομοιότυπες μέρες. Σαν να μην ήθελα να βγω, να μείνω εκεί ξαπλωμένος, βγάζοντας λαρυγγισμούς σαν παλαβός, αγγίζοντας τις φρέσκες χθεσινοβραδινές πληγές. (Τραυματίζεται κανείς άμα προσπαθεί να παίξει στον έρωτα. Φλέγεται τότε στην άθλια πυρά του χωρίς να κατορθώσει ποτέ να ανοίξει τα φτερά). Όμως δε γίνεται, λέω, να μείνω στο κρεβάτι όλο το πρωί. Κάποια άλλη μέρα.
Καθώς προχωρεί το φως στο δωμάτιό μου, υπολογίζω την ώρα. Σήμερα ξύπνησα νωρίτερα από ότι συνήθως˙ τώρα δεν θα είναι περισσότερο από εφτάμιση. Πόσοι άντρες, σκέφτομαι, δε θα ‘ναι καταδικασμένοι σαν κι εμένα, να κοιτούν τα ξεφτισμένα ταβάνια των δωματίων τους όταν ανοίγουν τα μάτια: σκέτη ερημιά που σε απομυζεί. Από χθες το βράδυ: είμαστε εδώ για να ξεχαρβαλώσουμε τον έρωτα, και να σαρώσουμε και να δώσουμε άλλο όνομα στον παράδεισο. Και στα ζώα˙ και στα φρούτα. Έχοντας πρώτα ακρωτηριάσει την αφή μου και το ψέμα του ερωτευμένου, ανοίγω τη Λάουρα. Εγώ, ο πεπειραμένος επιβήτορας, δεν αργώ να πέσω, να βυθιστώ, να πετάξω σπίθες σαν ηλεκτρικό καλώδιο στην άβυσσο. Αμήν. Οργασμός. Με γυρνούν αργά τα κύματα στην παραλία όπου ξεκίνησαν όλα. Η Λάουρα έχει γυρίσει στο δεξί της πλευρό. Κοιμάται. Είναι ένα γάντι με είκοσι δάχτυλα, πεταμένο στην άμμο, με το οποίο μόλις αυνανίστηκα. Κι εγώ βρίσκω, γύρω στο λαχταριστό της κορμί, τα φρούτα και τα ζώα του παραδείσου, ήδη να σαπίζουν. Κι αυτό είναι το ζήτημα. Στο μεταξύ, το φως συνεχίζει να προχωρεί προς το κρεβάτι, προς εμένα. Το ξημέρωμα θα έπρεπε να είναι ένα ολοκληρωτικό φαινόμενο: θα ‘πρεπε να ξημέρωνε και μέσα μας, για να μη χανόμαστε –όπως χανόμαστε– σε τόσο μεγάλες νύχτες. Λοιπόν, το θέμα είναι πως ο έρωτας δε θα έπρεπε να αφήνει, ποτέ, πίσω του, τέτοια ίχνη θανάτου. Στην παραλία φυσάει ένας στ’ αλήθεια θλιβερός αέρας. Και χθες το βράδυ, όπως κι άλλα βράδια.
Η Λάουρα –απέραντη– γυρίζει ανάσκελα. Φαίνεται να κοιμάται ακόμα. Διακρίνω τις πατημένες ρώγες της. Ρώγες που για χρόνια αντιστάθηκαν στην πυρετώδη επίθεση της γλώσσας μου, των δακτύλων μου. Υπάρχει ένα εσωτερικό μάτι στη Λάουρα· και το πιστεύω αυτό σαν να το βλέπω, σαν να με έβλεπε αυτό. Χάρη σ’ αυτό, εκείνη αντιλαμβάνεται την παιγνιδιάρα άβυσσο, χωρίς τίποτε για να κρατηθεί κανείς, στην οποία θα πρέπει να πέσει μαζί μου, ένα με εμένα από την αρχή μέχρι το τέλος: και υποχωρεί. Η συντριβή της είναι απόλυτη. Στο πλήθος των δρόμων που διατρέχουν παντού το κορμί της, μεγαλώνει, ξαφνικά, μια αγκαθωτή νύχτα. Αν τουλάχιστον κατόρθωνα να αποκοιμηθώ και να πνίξω τις σκέψεις μου…
Στο φως έχουν προστεθεί τώρα οι θόρυβοι της πόλης, οι μυρωδιές της. Αρχίζει η ζέστη. Κάνω στην άκρη το σεντόνι· γιατί να μην κρατάει τόσο λίγο η δροσιά των μικρών ωρών; Όταν ο ήλιος θα αγγίξει τα πόδια μου, σαν πυρωμένο σίδερο, θα πρέπει να σηκωθώ και να κλείσω αμέσως την κουρτίνα. Για να ντυθώ και να γυρίσω στον κόσμο χρειάζομαι το σκοτάδι. Η Λάουρα βρίσκεται στην ίδια θέση με χθες το βράδυ, ανάσκελα, ανασαίνοντας με τα χείλη μισάνοιχτα. Τα λεπτά της χείλη. Ζηλεύω τον ύπνο της. (Η Λάουρα υποχωρεί στα μισά. Θα παρατήσει το φύλο της για να κατέβει, σαν φιλήδονη αράχνη, μαζί μου στο κενό. Μερικά δευτερόλεπτα διαρκεί η κάθοδος. Μετά, όπως πριν, ότι ακολουθεί, επαναλαμβάνεται. Με εκπλήσσει η ελαφρότητα της Λάουρα· η έλλειψη αρκετής χαράς και βαρύτητας στο αίμα ώστε να πάει πέρα από τον εαυτό της. Πάει πια πολύς καιρός που έσπασα τα τελευταία λόγια μου στον σκληρό φλοιό της. Αδιόρατη εχθρός μου. Από εκμυστηρεύσεις σαν και τούτη, είναι κατανοητό πως δεν έχω πια τίποτε να της πω. Τίποτε). Σίγουρα η Λάουρα νιώθει πως η δροσιά έφυγε, γιατί ξεσκεπάζεται και αφού πετάξει το σεντόνι χάμω, ανοίγει τα πόδια. Δεν ανοίγει ωστόσο, τα μάτια· τα έκανε όλα αγκυροβολημένη στο τέλειο όνειρό της. Το φως του ήλιου αντανακλά στο πάτωμα και βάζει φωτιά στον ασβέστη του γύψου. Ο ήλιος είναι πια στα πόδια μου· είναι ώρα να σηκωθώ. Γέρασα μπροστά στα εδέσματα ενός συμποσίου, χωρίς να τα αγγίξω.
Βάζω τα ρούχα μου, υπνοβατώντας. Πλησιάζω στην κουρτίνα και, από ένα άνοιγμα, κοιτώ κάτω προς τον δρόμο. Πρέπει να είναι εννιά η ώρα. Ο δρόμος μου δίνει την ίδια εντύπωση όπως πάντα, ενός πρόωρα γερασμένου μέρους, στο οποίο οι ελπίδες δεν έχουν πια σημασία, δε ζουν πια. Μια από αυτές τις μέρες, η Λάουρα δε θα με δει να γυρίζω. Θα μεταμορφωθώ σε δέντρο από άμμο. Δυσκολεύομαι να πιω τον χυμό πορτοκαλιού στην κουζίνα. Είναι σαν να έχει πήξει η θλίψη στον λαιμό μου και να μη θέλει να βγει από ‘κει. Δε θα ‘χω καν φωνή να τη χαιρετίσω όπως χθες: όπως πριν αιώνες. Σπανίως με ακούει η Λάουρα όταν τη χαιρετάω. Ωστόσο, επιμένω στη συνήθεια, γιατί ο χαιρετισμός μου είναι κάτι άλλοˑ ίσως ο πόρος από όπου η άνοιξη ανασαίνει μέσα μου. Έτοιμος να εγκαταλείψω το διαμέρισμα, τσεκάρω αν κρατάω αρκετές επαγγελματικές κάρτες στον χαρτοφύλακα από δερματίνη.
Στον δρόμο η ζέστη διογκώνει τον αέρα και με συνθλίβει και με πνίγει. Είναι καμίνι. Δεν αξίζει τον κόπο να περάσω στη σκιά των κτιρίων. Η δυσφορία που νιώθω στις μασχάλες αυξάνεται. Αν δε βγάλω σύντομα το σακάκι θα νιώσω πιο δυστυχισμένος, μέχρι τα νύχια. Και δε θέλω. Δε θα το άντεχα. Ξανακολλάω λοιπόν στον τοίχο ψάχνοντας ανοιχτή πόρτα να χωθώ. Θολωμένος θυμάμαι πως στο δρόμο που έχω πάρει, υπάρχει ένα ψιλικατζίδικο, και μέσα, ένας ανεμιστήρας. Σήμερα νομίζω πως είναι η πιο ζεστή μέρα ολόκληρου του καλοκαιριού μέχρι τώρα. Κανείς δεν θα περίμενε τόση κάψα όταν ξημέρωσε. Από το μαγαζί έχω περάσει χίλιες φορές απέξω κι έχω νιώσει την ευχάριστη, υγρή του πνοή. Θα αγοράσω κάτι πρώτα – λέω στον εαυτό μου τη στιγμή που μπαίνω. Ένας υπάλληλος μαρκάρει κάτι κίτρινα κουτάκια πάνω στον πάγκο. Τον πλησιάζω και του ζητάω σπίρτα: από τα φτηνά. Χωρίς να πάρει τα μάτια από τα κουτάκια του, ο υπάλληλος απλώνει το χέρι προς τα πίσω και από ένα ράφι παίρνει ότι ζήτησα. «Είναι πενήντα σεντάβο,* κύριε», λέει. Του κάνω ένα σχόλιο για την κατάσταση του καιρού. Δε με ακούει, ή δεν έχει όρεξη να μιλήσει. Θα μπορούσε να ήταν αδερφός της Λάουρα, με το στόμα σαν σχισμή στο πρόσωπο. Λίγο με νοιάζει η κακή του διάθεση: εγώ πάω να βγάλω το σακάκι μου ώστε ο αέρας του μαγαζιού να με τυλίξει και να με δροσίσει. Ο υπάλληλος, σηκώνοντας το κεφάλι, με κοιτάει για πρώτη φορά. «Όχι – με σταματάει – καλύτερα όχι το σακάκι». Σχεδόν δεν κουνάει τα χείλη του όσο μιλάει. Η φωνή βγήκε από μέσα του, σαν να ήταν αυτόματο. «Είναι γιατί νιώθω να ψήνομαι» του απαντάω. Ο υπάλληλος, με το ένα χέρι αρχίζει να ρίχνει τα κίτρινα κουτάκια στην τσάντα που έχει σχηματίσει με την ποδιά του σηκώνοντάς την από τις δύο άκρες με το άλλο του χέρι. Μόλις γεμίσει η τσάντα, ο υπάλληλος εξαφανίζεται με αυτήν στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μπαίνει τότε άλλος πελάτης, κι έρχεται και σταματάει δίπλα μου. Με ρωτάει αν εξυπηρετεί κανείς. Του απαντάω πως ναι, πως υπάρχει ένας νεαρός, και του δείχνω – δεν ξέρω γιατί – τα σπίρτα που μόλις αγόρασα. Όμως εκείνος δεν τα βλέπει· του κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον το νόμισμα του ενός πέσο με το οποίο πλήρωσα και που ο υπάλληλος ξέχασε να πάρει. «Είναι τα ρέστα μου», του εξηγώ, και σπεύδω να το πάρω. Το νόμισμα είναι δροσερό. Το ρίχνω στην τσέπη του σακακιού μου –που τελικά δεν έβγαλα– κι επιστρέφω γρήγορα στον δρόμο.
Η ζέστη είναι φριχτή. Με στραβώνει επώδυνα, το έντονο φως του πρωινού. Κάνω μερικά βήματα στα τυφλά, μέσα στο γενικό βρασμό όλων τριγύρω. Έπειτα όμως κοντοστέκομαι, κι αποφασίζω να γυρίσω στο διαμέρισμα. Το διαμέρισμα έχει επίσης κλιματιστικό, όπως το μαγαζί. Η Λάουρα το ευχαριστιέται να τριγυρίζει γυμνή το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, κάτω από τη ρόμπα. Εκείνη μου το έχει πει. Κι εγώ θα κάνω το ίδιο, όταν φτάσω. Θα της πω πως συνάντησα έναν σωσία της· έναν αδερφούλη, με κοντά μαλλιά. Καθώς γυρίζω περνάω μπροστά από το μαγαζί και στο σκοτεινό κενό της πόρτας διακρίνω, σαν λεκέ πιτσιλισμένο με κίτρινο, την άσπρη ποδιά του υπαλλήλου: ο νεαρός καταγίνεται ακόμα να τακτοποιεί τα κουτάκια του. Ίσως πια να μη με θυμάται καν. Η Λάουρα δε με περιμένει. Εκτός από τα Σαββατοκύριακα, ποτέ δεν τρώω στο διαμέρισμα. Θα εκπλαγεί να με δει να γυρίζω τόσο σύντομα. Θα της πω ότι δεν ήθελα να πάθω ηλίαση, έναν σίγουρα σκυλίσιο θάνατο. Η Λάουρα θα με ακούσει χωρίς να δώσει σημασία, προσποιούμενη πως με προσέχει και πως τα λόγια μου την ενδιαφέρουν τρομερά. Αλλά το ίδιο που μου κάνει. Σε μεγάλο βαθμό, αυτά που αποκαλώ λόγια μου, δε μου ανήκουν: είναι οι εντεταλμένοι μου αντιπρόσωποι στον θάνατο που υφίσταμαι καθημερινά στην άνυδρη ψυχή της Λάουρα. Εγώ ξεφεύγω.
Ο χαρτοφύλακας αρχίζει να χρυσώνει σαν ψωμί βαλμένο στο φούρνο. Με καίει όταν με αγγίζει στο πόδι. Τον απομακρύνω από το σώμα μου, αλλά όχι για πολύ. Η χαρτούρα και τα υπόλοιπα αντικείμενα που κουβαλάω σε αυτόν, βαραίνουν σαν πέτρες. Τρέχει υδράργυρος από το κτίριο. Τα τζάμια των παραθύρων έχουν λιώσει. Βλέπω ακόμα κλειστή την κουρτίνα του διαμερίσματος, σαν η Λάουρα να ‘ναι ακόμα εκεί. Ακόμα και στη σκάλα έχει ζέστη. Η σωτηρία μου είναι το διαμέρισμα, η σκοτεινή κάμαρα, η κουρτίνα, το τεχνητό κλίμα. Η Λάουρα έχει βγει. Γδύνομαι και πάω και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Ο αέρας που φυσάει από τις περσίδες, με αποκοιμίζει. Επιστρέφει ο αργοπορημένος ύπνος. Όμως δε θέλω να κοιμηθώ: σκέφτομαι τη ζωή μου, που πέρασε τρέχοντας κόντρα στον έρωτα και στα παιχνίδια του.


*Ευτελές νόμισμα, υποδιαίρεση του μεξικανικού πέσο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: