Κοιτώ τo ξεφτισμένο γύψινο ταβάνι. Εισβάλλει μέσα μου η θλίψη. Σκέφτομαι τα χρόνια ζωής που μόλις έκλεισα. Μια ζωή που πέρασε τρέχοντας κόντρα στον έρωτα. Δεν είναι πως δεν έχω ή πως μου έλειψαν ποτέ οι γυναίκες. Όχι. Δεν είναι αυτό. Το σεντόνι που σκεπάζομαι μέχρι το πηγούνι, μυρίζει σαπούνι. Είναι μια καλή μυρωδιά, γιατί βγάζει από το κρεβάτι τη φρικτή πραγματικότητα της νύχτας. Οι αισθήσεις, η σάρκα, χαίρονται ανείπωτα με τη μυρωδιά ˙ όμως μόνο για μια στιγμή: ο απέραντος ορίζοντας που πίστεψαν πως είχαν βρει, κλείνει, σαν μια σκοτεινή πόρτα, στα μούτρα τους. Κάτω από τη μυρωδιά της καθαριότητας υπάρχει εκείνη ενός κορμιού που μόλις βγήκε από το νερό. Και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη. Στον καθεδρικό της με το υγρό και ρόδινο κλίτος. Εκεί συνουσιάστηκα εγώ, ξανά και ξανά, σαν αρσενικό ζώο και τίποτα παραπάνω. Αυτές τις πανομοιότυπες μέρες. Σαν να μην ήθελα να βγω, να μείνω εκεί ξαπλωμένος, βγάζοντας λαρυγγισμούς σαν παλαβός, αγγίζοντας τις φρέσκες χθεσινοβραδινές πληγές. (Τραυματίζεται κανείς άμα προσπαθεί να παίξει στον έρωτα. Φλέγεται τότε στην άθλια πυρά του χωρίς να κατορθώσει ποτέ να ανοίξει τα φτερά). Όμως δε γίνεται, λέω, να μείνω στο κρεβάτι όλο το πρωί. Κάποια άλλη μέρα.
Καθώς προχωρεί το φως στο δωμάτιό μου, υπολογίζω την ώρα. Σήμερα ξύπνησα νωρίτερα από ότι συνήθως˙ τώρα δεν θα είναι περισσότερο από εφτάμιση. Πόσοι άντρες, σκέφτομαι, δε θα ‘ναι καταδικασμένοι σαν κι εμένα, να κοιτούν τα ξεφτισμένα ταβάνια των δωματίων τους όταν ανοίγουν τα μάτια: σκέτη ερημιά που σε απομυζεί. Από χθες το βράδυ: είμαστε εδώ για να ξεχαρβαλώσουμε τον έρωτα, και να σαρώσουμε και να δώσουμε άλλο όνομα στον παράδεισο. Και στα ζώα˙ και στα φρούτα. Έχοντας πρώτα ακρωτηριάσει την αφή μου και το ψέμα του ερωτευμένου, ανοίγω τη Λάουρα. Εγώ, ο πεπειραμένος επιβήτορας, δεν αργώ να πέσω, να βυθιστώ, να πετάξω σπίθες σαν ηλεκτρικό καλώδιο στην άβυσσο. Αμήν. Οργασμός. Με γυρνούν αργά τα κύματα στην παραλία όπου ξεκίνησαν όλα. Η Λάουρα έχει γυρίσει στο δεξί της πλευρό. Κοιμάται. Είναι ένα γάντι με είκοσι δάχτυλα, πεταμένο στην άμμο, με το οποίο μόλις αυνανίστηκα. Κι εγώ βρίσκω, γύρω στο λαχταριστό της κορμί, τα φρούτα και τα ζώα του παραδείσου, ήδη να σαπίζουν. Κι αυτό είναι το ζήτημα. Στο μεταξύ, το φως συνεχίζει να προχωρεί προς το κρεβάτι, προς εμένα. Το ξημέρωμα θα έπρεπε να είναι ένα ολοκληρωτικό φαινόμενο: θα ‘πρεπε να ξημέρωνε και μέσα μας, για να μη χανόμαστε –όπως χανόμαστε– σε τόσο μεγάλες νύχτες. Λοιπόν, το θέμα είναι πως ο έρωτας δε θα έπρεπε να αφήνει, ποτέ, πίσω του, τέτοια ίχνη θανάτου. Στην παραλία φυσάει ένας στ’ αλήθεια θλιβερός αέρας. Και χθες το βράδυ, όπως κι άλλα βράδια.
Η Λάουρα –απέραντη– γυρίζει ανάσκελα. Φαίνεται να κοιμάται ακόμα. Διακρίνω τις πατημένες ρώγες της. Ρώγες που για χρόνια αντιστάθηκαν στην πυρετώδη επίθεση της γλώσσας μου, των δακτύλων μου. Υπάρχει ένα εσωτερικό μάτι στη Λάουρα· και το πιστεύω αυτό σαν να το βλέπω, σαν να με έβλεπε αυτό. Χάρη σ’ αυτό, εκείνη αντιλαμβάνεται την παιγνιδιάρα άβυσσο, χωρίς τίποτε για να κρατηθεί κανείς, στην οποία θα πρέπει να πέσει μαζί μου, ένα με εμένα από την αρχή μέχρι το τέλος: και υποχωρεί. Η συντριβή της είναι απόλυτη. Στο πλήθος των δρόμων που διατρέχουν παντού το κορμί της, μεγαλώνει, ξαφνικά, μια αγκαθωτή νύχτα. Αν τουλάχιστον κατόρθωνα να αποκοιμηθώ και να πνίξω τις σκέψεις μου…
Στο φως έχουν προστεθεί τώρα οι θόρυβοι της πόλης, οι μυρωδιές της. Αρχίζει η ζέστη. Κάνω στην άκρη το σεντόνι· γιατί να μην κρατάει τόσο λίγο η δροσιά των μικρών ωρών; Όταν ο ήλιος θα αγγίξει τα πόδια μου, σαν πυρωμένο σίδερο, θα πρέπει να σηκωθώ και να κλείσω αμέσως την κουρτίνα. Για να ντυθώ και να γυρίσω στον κόσμο χρειάζομαι το σκοτάδι. Η Λάουρα βρίσκεται στην ίδια θέση με χθες το βράδυ, ανάσκελα, ανασαίνοντας με τα χείλη μισάνοιχτα. Τα λεπτά της χείλη. Ζηλεύω τον ύπνο της. (Η Λάουρα υποχωρεί στα μισά. Θα παρατήσει το φύλο της για να κατέβει, σαν φιλήδονη αράχνη, μαζί μου στο κενό. Μερικά δευτερόλεπτα διαρκεί η κάθοδος. Μετά, όπως πριν, ότι ακολουθεί, επαναλαμβάνεται. Με εκπλήσσει η ελαφρότητα της Λάουρα· η έλλειψη αρκετής χαράς και βαρύτητας στο αίμα ώστε να πάει πέρα από τον εαυτό της. Πάει πια πολύς καιρός που έσπασα τα τελευταία λόγια μου στον σκληρό φλοιό της. Αδιόρατη εχθρός μου. Από εκμυστηρεύσεις σαν και τούτη, είναι κατανοητό πως δεν έχω πια τίποτε να της πω. Τίποτε). Σίγουρα η Λάουρα νιώθει πως η δροσιά έφυγε, γιατί ξεσκεπάζεται και αφού πετάξει το σεντόνι χάμω, ανοίγει τα πόδια. Δεν ανοίγει ωστόσο, τα μάτια· τα έκανε όλα αγκυροβολημένη στο τέλειο όνειρό της. Το φως του ήλιου αντανακλά στο πάτωμα και βάζει φωτιά στον ασβέστη του γύψου. Ο ήλιος είναι πια στα πόδια μου· είναι ώρα να σηκωθώ. Γέρασα μπροστά στα εδέσματα ενός συμποσίου, χωρίς να τα αγγίξω.
Βάζω τα ρούχα μου, υπνοβατώντας. Πλησιάζω στην κουρτίνα και, από ένα άνοιγμα, κοιτώ κάτω προς τον δρόμο. Πρέπει να είναι εννιά η ώρα. Ο δρόμος μου δίνει την ίδια εντύπωση όπως πάντα, ενός πρόωρα γερασμένου μέρους, στο οποίο οι ελπίδες δεν έχουν πια σημασία, δε ζουν πια. Μια από αυτές τις μέρες, η Λάουρα δε θα με δει να γυρίζω. Θα μεταμορφωθώ σε δέντρο από άμμο. Δυσκολεύομαι να πιω τον χυμό πορτοκαλιού στην κουζίνα. Είναι σαν να έχει πήξει η θλίψη στον λαιμό μου και να μη θέλει να βγει από ‘κει. Δε θα ‘χω καν φωνή να τη χαιρετίσω όπως χθες: όπως πριν αιώνες. Σπανίως με ακούει η Λάουρα όταν τη χαιρετάω. Ωστόσο, επιμένω στη συνήθεια, γιατί ο χαιρετισμός μου είναι κάτι άλλοˑ ίσως ο πόρος από όπου η άνοιξη ανασαίνει μέσα μου. Έτοιμος να εγκαταλείψω το διαμέρισμα, τσεκάρω αν κρατάω αρκετές επαγγελματικές κάρτες στον χαρτοφύλακα από δερματίνη.
Στον δρόμο η ζέστη διογκώνει τον αέρα και με συνθλίβει και με πνίγει. Είναι καμίνι. Δεν αξίζει τον κόπο να περάσω στη σκιά των κτιρίων. Η δυσφορία που νιώθω στις μασχάλες αυξάνεται. Αν δε βγάλω σύντομα το σακάκι θα νιώσω πιο δυστυχισμένος, μέχρι τα νύχια. Και δε θέλω. Δε θα το άντεχα. Ξανακολλάω λοιπόν στον τοίχο ψάχνοντας ανοιχτή πόρτα να χωθώ. Θολωμένος θυμάμαι πως στο δρόμο που έχω πάρει, υπάρχει ένα ψιλικατζίδικο, και μέσα, ένας ανεμιστήρας. Σήμερα νομίζω πως είναι η πιο ζεστή μέρα ολόκληρου του καλοκαιριού μέχρι τώρα. Κανείς δεν θα περίμενε τόση κάψα όταν ξημέρωσε. Από το μαγαζί έχω περάσει χίλιες φορές απέξω κι έχω νιώσει την ευχάριστη, υγρή του πνοή. Θα αγοράσω κάτι πρώτα – λέω στον εαυτό μου τη στιγμή που μπαίνω. Ένας υπάλληλος μαρκάρει κάτι κίτρινα κουτάκια πάνω στον πάγκο. Τον πλησιάζω και του ζητάω σπίρτα: από τα φτηνά. Χωρίς να πάρει τα μάτια από τα κουτάκια του, ο υπάλληλος απλώνει το χέρι προς τα πίσω και από ένα ράφι παίρνει ότι ζήτησα. «Είναι πενήντα σεντάβο,* κύριε», λέει. Του κάνω ένα σχόλιο για την κατάσταση του καιρού. Δε με ακούει, ή δεν έχει όρεξη να μιλήσει. Θα μπορούσε να ήταν αδερφός της Λάουρα, με το στόμα σαν σχισμή στο πρόσωπο. Λίγο με νοιάζει η κακή του διάθεση: εγώ πάω να βγάλω το σακάκι μου ώστε ο αέρας του μαγαζιού να με τυλίξει και να με δροσίσει. Ο υπάλληλος, σηκώνοντας το κεφάλι, με κοιτάει για πρώτη φορά. «Όχι – με σταματάει – καλύτερα όχι το σακάκι». Σχεδόν δεν κουνάει τα χείλη του όσο μιλάει. Η φωνή βγήκε από μέσα του, σαν να ήταν αυτόματο. «Είναι γιατί νιώθω να ψήνομαι» του απαντάω. Ο υπάλληλος, με το ένα χέρι αρχίζει να ρίχνει τα κίτρινα κουτάκια στην τσάντα που έχει σχηματίσει με την ποδιά του σηκώνοντάς την από τις δύο άκρες με το άλλο του χέρι. Μόλις γεμίσει η τσάντα, ο υπάλληλος εξαφανίζεται με αυτήν στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μπαίνει τότε άλλος πελάτης, κι έρχεται και σταματάει δίπλα μου. Με ρωτάει αν εξυπηρετεί κανείς. Του απαντάω πως ναι, πως υπάρχει ένας νεαρός, και του δείχνω – δεν ξέρω γιατί – τα σπίρτα που μόλις αγόρασα. Όμως εκείνος δεν τα βλέπει· του κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον το νόμισμα του ενός πέσο με το οποίο πλήρωσα και που ο υπάλληλος ξέχασε να πάρει. «Είναι τα ρέστα μου», του εξηγώ, και σπεύδω να το πάρω. Το νόμισμα είναι δροσερό. Το ρίχνω στην τσέπη του σακακιού μου –που τελικά δεν έβγαλα– κι επιστρέφω γρήγορα στον δρόμο.
Η ζέστη είναι φριχτή. Με στραβώνει επώδυνα, το έντονο φως του πρωινού. Κάνω μερικά βήματα στα τυφλά, μέσα στο γενικό βρασμό όλων τριγύρω. Έπειτα όμως κοντοστέκομαι, κι αποφασίζω να γυρίσω στο διαμέρισμα. Το διαμέρισμα έχει επίσης κλιματιστικό, όπως το μαγαζί. Η Λάουρα το ευχαριστιέται να τριγυρίζει γυμνή το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, κάτω από τη ρόμπα. Εκείνη μου το έχει πει. Κι εγώ θα κάνω το ίδιο, όταν φτάσω. Θα της πω πως συνάντησα έναν σωσία της· έναν αδερφούλη, με κοντά μαλλιά. Καθώς γυρίζω περνάω μπροστά από το μαγαζί και στο σκοτεινό κενό της πόρτας διακρίνω, σαν λεκέ πιτσιλισμένο με κίτρινο, την άσπρη ποδιά του υπαλλήλου: ο νεαρός καταγίνεται ακόμα να τακτοποιεί τα κουτάκια του. Ίσως πια να μη με θυμάται καν. Η Λάουρα δε με περιμένει. Εκτός από τα Σαββατοκύριακα, ποτέ δεν τρώω στο διαμέρισμα. Θα εκπλαγεί να με δει να γυρίζω τόσο σύντομα. Θα της πω ότι δεν ήθελα να πάθω ηλίαση, έναν σίγουρα σκυλίσιο θάνατο. Η Λάουρα θα με ακούσει χωρίς να δώσει σημασία, προσποιούμενη πως με προσέχει και πως τα λόγια μου την ενδιαφέρουν τρομερά. Αλλά το ίδιο που μου κάνει. Σε μεγάλο βαθμό, αυτά που αποκαλώ λόγια μου, δε μου ανήκουν: είναι οι εντεταλμένοι μου αντιπρόσωποι στον θάνατο που υφίσταμαι καθημερινά στην άνυδρη ψυχή της Λάουρα. Εγώ ξεφεύγω.
Ο χαρτοφύλακας αρχίζει να χρυσώνει σαν ψωμί βαλμένο στο φούρνο. Με καίει όταν με αγγίζει στο πόδι. Τον απομακρύνω από το σώμα μου, αλλά όχι για πολύ. Η χαρτούρα και τα υπόλοιπα αντικείμενα που κουβαλάω σε αυτόν, βαραίνουν σαν πέτρες. Τρέχει υδράργυρος από το κτίριο. Τα τζάμια των παραθύρων έχουν λιώσει. Βλέπω ακόμα κλειστή την κουρτίνα του διαμερίσματος, σαν η Λάουρα να ‘ναι ακόμα εκεί. Ακόμα και στη σκάλα έχει ζέστη. Η σωτηρία μου είναι το διαμέρισμα, η σκοτεινή κάμαρα, η κουρτίνα, το τεχνητό κλίμα. Η Λάουρα έχει βγει. Γδύνομαι και πάω και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Ο αέρας που φυσάει από τις περσίδες, με αποκοιμίζει. Επιστρέφει ο αργοπορημένος ύπνος. Όμως δε θέλω να κοιμηθώ: σκέφτομαι τη ζωή μου, που πέρασε τρέχοντας κόντρα στον έρωτα και στα παιχνίδια του.
*Ευτελές νόμισμα, υποδιαίρεση του μεξικανικού πέσο.