________
Α Π Ε Ι Ρ Ο Σ Χ Ω Ρ Α
________
Τέσσερα Ποιήματα
Η Κλερ Σουόρτζ (Claire Schwartz) είναι σύγχρονη Αμερικανίδα ποιήτρια και έχει βγάλει δύο ποιητικές συλλογές, το Bound (Button Poetry 2018) και το πρόσφατο Δημόσια Υπηρεσία (Civil Service, Graywolf 2022). Είναι εκδότρια στο Jewish Currents και κάτοχος διδακτορικού στις αφροαμερικανικές, αμερικανικές, και σπουδές γυναικών, φύλου, και σεξουαλικότητας από το πανεπιστήμιο Γέιλ.
Η Δημόσια Υπηρεσία πραγματεύεται τις γραμματικές της γραφειοκρατίας και του εγκλεισμού εντός του πλαισίου της γραφής. Έχοντας γνώση της γραμματικής ως θεσμού, ως πράξης, και των προεκτάσεων που φέρουν οι υποστάσεις αυτές, η Σουόρτζ ερευνά τη γεωμετρία που υψώνεται στα ποιητικά κείμενα, εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, το οποίο αν και δεν κατονομάζεται, τοποθετείται εντός των ΗΠΑ, όχι τόσο λόγω της εκδοτικής τοποθεσίας, όσο της έμφασης που δίνεται στον εγκλεισμό, τη γραφειοκρατία και τον χώρο ανάκρισης, χώροι που δημιουργούν συνθήκες απολιτικοποίησης και μη-ανήκειν.
Ερευνώντας τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την εξουσία, η Δημόσια Υπηρεσία κατοικείται από άτομα με ονόματα θεσμών. Η γεωμετρία με τους χώρους που δημιουργούν αυτοί οι θεσμοί συνθέτει και διαιωνίζει μια γραμματική εγκλεισμού. Τα οικοδομήματα της Δημόσιας Υπηρεσίας όμως μπορούν τόσο να ελευθερώσουν όσο και να φυλακίσουν ή να θρέψουν. Το εγώ θα γίνει σπίτι, το σπίτι φυλακή, η φυλακή κουτί γάλακτος. Η Δημόσια Υπηρεσία είναι ένα έργο ενάντια στον εγκλεισμό, η διαφυγή από τον οποίο παραμένει δύσκολη ακόμα και εντός του λογοτεχνικού έργου. Η Αμίρα, εντός του κειμένου, προσπαθεί να διαφύγει. Στη γραφειοκρατία των ΗΠΑ, των φυλακών της, και σε άμεση συνομιλία με το Τελωνείο της Σολμάζ Σαρίφ, η Σουόρτζ διασχίζει ανθρώπινες σχέσεις, ελπίδες, συνενοχές, και τρόπους ύπαρξης και επιβίωσης.
Το πρώτο νεύμα. Ο ομφάλιος λώρος.
Εγώ: δυο σώματα ενωμένα.
Εγώ τρώω για σένα. Εγώ αναπνέω για σένα. Εγώ Εγώ για σένα.
Η γλώσσα μου δεν μπορεί παρά να σε φιλοξενήσει.
Η φιλοξενία δεν είναι πάντοτε στάση γενναιοδωρίας.
Μερικές φορές είναι στάση ελέγχου.
Εγώ έρχομαι στη γλώσσα έχοντας απελαθεί από το σώμα σου.
Το Εγώ καταγράφει την απώλειά μου σε σένα.
Το Εγώ καταγράφει εσένα.
Κάθε φορά που γράφω Εγώ, Εγώ προσπαθώ να επιστρέψω σε σένα.
Εσύ όχι;
Αυτό είναι κεντρική πλατεία ή κελί;
Η διαφορά είναι το νόημα που βγάζεις.
Το ποίημα είναι ένα συμβάν.
Το ποίημα λαμβάνει χώρα.
Αυτό κάνει το ποίημα μια γεωγραφία.
Το ποίημα λαμβάνει χώρα στο νόημα που βγάζεις.
Το νόημα που βγάζεις με ό,τι σου έχει δοθεί.
Η ιστορία είναι η πυξίδα.
Η διαφορά είναι το ποίημα.
Άσε με να το θέσω αλλιώς:
Μην κοιτάξεις αλλού. Εδώ,
παρακαλώ, πέρασε μέσα.
Η ράχη του βιβλίου είναι
Εγώ.
Το βιβλίο προσπαθεί να επιστρέψει σε σένα.
Μπορείς να ακούσεις αυτό που πάλλεται στον άνεμο;
Φτερά, μια ανεμοδαρμένη γλώσσα.
Αυτό είναι σπίτι ή κελί;
Ποιος σε κλειδώνει μέσα;
Μέσα στο κουτί γάλακτος: Εγώ
Η πλατεία, το κατώφλι, το βιβλίο.
Το σπίτι, ο οικοδεσπότης, το κελί, οι ορμόνες, η ιστορία.
Η γεωγραφία, το ποίημα, το νόημα που βγάζεις.
Το γάλα είναι αυτό που συμβαίνει εντός του σώματος.
Έπειτα εκτός.
Έπειτα εντός.
Σε γιατρεύει.
Σε αρρωσταίνει.
Το κύτταρο αναπαράγεται. Αυτή είναι η φύση του.
Δεν υπάρχει κάτι σαν δωρεάν ή μειωμένο μεσημεριανό.
Τα παιδιά λείπουν.
Μπορείς να δεις τα πρόσωπά τους εδώ;
Θεωρείς ότι είσαι ένα μέρος από ή ξέχωρο από;
Εκεί από όπου ξεχωρίζεις, τι πετάς μέσα στην απόσταση;
Ένα ποίημα είναι ένα νήμα πεταμένο στην απόσταση.
Τώρα η Αμίρα είναι μέρος σου.
Είσαι υπεύθυνη για την Αμίρα.
Εδώ είμαστε.
Είναι στα χέρια σου τώρα.
Φυσικά η Αμίρα είναι καταζητούμενη.
Διάλεξη περί εξομολογητικής ποίησης
Πατέρα, έγραψε, και έτσι ομόρφυνε.
Το να εξομολογείσαι
είναι το να προσφέρεις την περιοχή του δικού σου κάπου αλλού
στην πυξίδα του Δικτάτορα.
Κούνα την κόκκινη σημαία του εντός σου.
Ο στρατός κατασκηνώνει περιμετρικά του.
Μπάτσοι κατοικούν τις ιστοσελίδες τους με βολές στο κεφάλι.
Πες το καλό.
Η Αμίρα είναι όχι καλά.
Είναι.
Αν ξέρεις κάτι, κάλεσε.
Αν δεις κάτι, πες.
Το πλέγμα της λογικής σε οδηγεί στην τρέλα
Τα λεγόμενά σου σε κάνουν ορατή.
Βρίσκεις τις αισθήσεις σου σαν να γυρνάς σπίτι σε ένα γκαράζ για δυο αμάξια.
Ζεις στην σοφίτα αλλά δεν πυρπολείς το σπίτι.
«Ήταν το κερί σου το όνειρο μιας ευρύτερης ανάφλεξης;
Ήταν το ποίημά σου;»
Στην τηλεόραση, ο πόλεμος είναι ανοιχτός.
Ο πόλεμος είναι κλειστός
κάπου πέρα μακριά.
Τα αισθήματά σου κάνουν κατάληψη στην απόσταση
ανάμεσα σε σένα και στον πόλεμο.
Η απόσταση ανάμεσα σε σένα και στον πόλεμο είναι η χώρα σου.
Ο πόλεμος είναι η χώρα σου.
Το σκέφτεσαι σαν να ήταν ενόχληση.
Το ότι σκέφτεσαι περί πολέμου σε κάνει ανθρώπινη.
Το να είσαι ανθρώπινη είναι να εγκαθιδρύεις γραμμές με νόημα
και να κάνεις άλλα άτομα ευάλωτα.
Κουρέλι σημαίας, κομμάτι ενοχής.
Τραβάς απαλά τη σκέψη σου σε μια φωλιά.
Βάζεις μέσα το κεφάλι σου.
Είναι μια απόλυτα καλή σοφίτα.
Δεν ένιωσες ποτέ σου τόσο οικεία.
Σφραγίζεις τα γράμματά σου, τα στέλνεις.
Αυτή είναι η πολεμική σου προσπάθεια.
Αυτό είναι το ποίημά σου.
«Διαβάζω ανάμεσα στις γραμμές σου.»
Αιώνες μελέτης
Δεν έχουν αποδώσει
τον ορισμό ενός ποιήματος.
Δόξα τω Θ-ώ.
Τι ήρθε πρώτα, το έθνος ή η σημαία;
Ω, Πάτερ.
Σε όλη τη χώρα, εθελοντές μαζεύονται
να γεμίσουν καλές λέξεις με δημοσιογραφικό χαρτί
Η Εκπαιδευόμενη βοηθά για μια ώρα, έπειτα φεύγει,
oι τσέπες της να κλυδωνίζουν με τα γλωσσικά κλοπιμαία.
(Αν χρειάζεται να βρεις την Εκπαιδευόμενη,
ακολούθα το μονοπάτι των φουσκωμένων λέξεων.)
Το να εξομολογηθείς είναι να εκτεθείς στην καταστροφή.
Προσκολλημένη όπως είσαι στη δική σου αθωότητα,
θα πεθάνεις για να τη διατηρήσεις.
Γλωσσικές πράξεις.
Μία κακή πράξη έφτιαξε ένα κράτος.
Μια συνάθροιση μαζεύεται στις άκρες.
Κόκκινο συνθέτει τα μάγουλά σου.
μία αγέλη στομάτων
βουλωμένα από την επιθυμία
αυτού που δεν θα ονομάσουν
Ασυζύγωτη,
θα μπορούσες να είσαι νύφη καθενός.
Άντρες αλλάζουν το όνομά σου
με τα περιορισμένα τους στόματα.
Από δω και μπρος, απάντα σε αυτό.
Στην τροχαία
Στην εκκλησία
Στο αεροδρόμιο
Στο γραφείο του Λογιστή
Στο φαρμακείο
Η κυρτή καλλιγραφία του Φρουρού, άσπιλη.
Ξέρεις το σενάριο.
Όταν ερωτηθείς τι έχεις κάνει,
δυσκολεύεσαι να δώσεις λογαριασμό
Λογαριάζεις για εσένα.
Ήσουν εκεί.
Τότε ήσουν λιγότερο.
«Αν δεν μπορείς να με αντιληφθείς, αυτό σημαίνει πως δεν είμαι εκεί;»
Τι ήρθε πρώτο, η λευκότητά της ή οι στρατιώτες;
Αν συγχωρεί τον πατέρα της στη γλώσσα,
συγχώρεσε τον πατέρα.
Αν, στη γλώσσα, δεν συγχωρεί τον πατέρα της,
συγχώρεσε αυτήν.
Το να πεις το όνομά σου δεν είναι να διακηρύξεις την αθωότητά σου.
Το να πεις το όνομά σου είναι να αφοσιωθείς
στην πράξη της αθώωσης.
Το όνομα είναι η ενοχή.
Ο θάνατος καθαίρει το όνομα.
Η κηδεία σου είναι εξαίσια.
Λινά τραπεζομάντιλα, κρίνοι.
Τα έχεις σκεφτεί όλα.
Προσοχή.
Τα ελαφριά όργανα:
Κάμερα.
Όπλο.
Κλισέ.
Κλισέ: ο ήχος που κάνει η κάμερα όταν σε φωτογραφίζει.
Αμίρα, βουτηγμένη στο σκοτάδι.
Στέλνεις την εικόνα σου στον εραστή σου,
που πιέζει το σώμα του κοντά σε κάποια άλλη.
Το σώμα απαιτεί ένα όνομα για εισαγωγή.
Ένα σύνορο αναστατώνει ένα όνομα.
Μια αλλαγή ονόματος είναι μια διάσχιση συνόρων.
Το όνομα αυξάνεται.
Το σώμα παραμερίζετα
«Δες πως χύτευσες το σώμα στη γλώσσα,
έτσι ώστε να μην χάσεις ό,τι κατέστρεψες.
Δες πως έκανες τη γλώσσα ένα μνημείο
στην καταστροφή σου και το αποκάλεσες μνήμη»
Έτσι όπως πάρθηκες
σε τόσα πολλά στόματα
έγινες ο ύμνος
Η γλώσσα είναι η περίμετρος
του εσωτερικού. Εξομολογούμενη, εσύ
εντοιχίζεσαι μέσα, εσύ εσύ εσύ,
αυλή το δάσος του δικού σου αλλού.
Μέσα, δίχως αντωνυμίες. Τότε, διαχωρισμένη σαν κρόκο και ασπράδι σε Εγώ-εσύ.
Τώρα που είσαι εσύ, είσαι
η προστάτιδα του Εγώ.
Εγώ είναι εσύ, δεν είναι.
Μια κλέφτρα ελαχιστοποιημένη με μια τελευταία επιθυμία.
Εσύ, κάπου αλλού,
κυματίζοντας
τη λευκή σημαία. Φοράμε τα μαλλιά σου
σε ένα φυλαχτό, φυλάγουμε
τα νύχια σου σε ένα χρυσελεφάντινο κουτί.
Το φυλαχτό σου μας κάνει εμείς.
Αν όχι: κυνηγημένες.
Μόνο οι ζωντανοί μπορεί να είναι τόσο τσιγκούνηδες με το σχήμα.
Υπάρχει φαντασία. Ο σπόρος
το φαντάστηκε. Έτριξε το γυάλινο
πυρήνα σου και το εγκάρσια εγκόσμιο γυαλί σου:
η λέξη, εργαλείο κοσκινίσματος νεκρών
μέσα από το στενό κάδρο της νοημοσύνης σου.
Να μαδήσω μια λέξη και να στη προσφέρω.
Χωρίς την οποία, όχι εσύ.
Χωρίς την οποία, μαγεία.
Εσύ ξέρεις που εσύ σε έθαψες,
έπειτα χάνεις το δρόμο,
πας γυρεύοντας—
στρατευμένη από την απαλή απόσυρση της ανάσας της,
στρατευμένη από την απουσία της.
Μπλε
ήρθε αργά στη
γλώσσα όταν
εμείς
μαστιγώναμε τη θάλασσα
πόντος ήταν οίνοπας
σκοτεινή αναλαμπή
πετάγματος
και τίποτα
δεν ήτανε το ίδιο
η θάλασσα
τον ουρανό ασπάστηκε
και τώρα
μέρα είναι τότε
νύχτα είναι
περισσότερο τι
έχασες
στο να γίνεις
οικογένεια τι
εκθαμβωτικό ειδάλλως
ονομάζω
όταν εγώ
απευθύνομαι σε εσέ
Διάλεξη περί μοναξιάς
Η πρώτη γυναίκα δεν επιβαρύνθηκε με πρώτες, μονάχα ήταν.
Δεν ήταν ακόμα ονόματος δεσμώτης, άκλητη.
Μονάχα η ιστορία την κάνει μοναχή, μονάχα αφότου την κάνει πρώτη.
Φυσικά αυτή πρόκειται για μια ιστορία καταγωγής—
μοναχική όπως κάθε γέννα.
Μοναξιά: η απόσταση
ανάμεσα στην ιστορία και το τι η ιστορία θα μπορούσε να είχε γίνει.
Το νήμα ξετυλίγεται.
Ο ομφάλιος, κομμένος.
«Γιατί τα βιβλία σου
βουλώνουν την πόρτα για το παρελθόν;»
Μια κουβέρτα από κίτρινα πέταλα.
Η βροχή: μικρές γροθιές
χτυπούν προς τα πίσω τους νεκρούς
που θέλουν μονάχα να πλέξουν κοτσίδες τα μαλλιά σου.
Έχτισες ένα κόσμο ενάντια σε αυτή την τρυφερότητα.
Οργάνωσες ένα αλφάβητο ενάντια στη μοναξιά.
«Σκαρφαλώνω τα τείχη σου. Αυτή είναι η δουλειά μου.»
Στα σχολεία, τα παιδιά στοιβάζονται, τραγουδάν:
Να είσαι μόνη, ανάμεσα
Να είσαι δίχως, ανάμεσα
Να είσαι ανάμεσα, δίχως
Να είσαι δίχως, μόνη
Να ανταλλάσσεις την απορία σου για γνώση, πρόσχαρα.
Να μπερδεύεις την απώλεια του τίποτα με την απώλεια του τίποτα.
Γνώριζες. Έπειτα γνώριζες περισσότερο.
Ελαχιστοποίησες τον κόσμο με τη γνώση σου.
Η απόσταση ανάμεσα σε εσένα και τη σιωπή σου μεγαλώνει.
Μια σκάλα, αποσύρεται προς τον ουρανό.
Η πρώτη γυναίκα της ζωής σου
ράβει το πρόσωπό της στον ύπνο σου
όπως η γιαγιά σου
έραψε φλουριά στη φόδρα του παλτού της, και έτρεξε.
Ξυπνάς. Τρέχεις διασχίζοντας το δάσος, κουδουνίζοντας.
Ο ήχος της φούστας σου σε συνοδεύει.
Ξεχνάς τις αδερφές σου.
Φτιάχνεις από την ώρα ένα άλογο, καλπάζεις μακριά.
«Έχω καβαλήσει αυτά τα άλογα, τις χαμένες ώρες σου.»
Τα παιδιά γλείφουν μέλι από τα γράμματα.
Ο ενάρετος ανήρ σκαρφαλώνει το δέντρο.
Στο πρώτο κλαδί, κόβει τα μαλλιά του.
Στην κορφή, ξεσκαρτάρει το σώμα του.
Ένα άτομο μπορεί να είναι με μια λέξη όπως μπορεί να είναι με ένα σώμα:
Πλύν’ το.
Συνόδεψέ το.
Αλλάξου από την εγγύτητά του.
Η γυναίκα εναποθέτει όλη τη λεβάντα στα πόδια σου.
Τα καφετιά λιβάδια μουλαρώνουν.
Σκορπάς λουλούδια στα πεζοδρόμια,
ζωγραφίζεις μια τοιχογραφία ενός τροπικού δάσους στη φυλακή.
Τα χρόνια σκαρφαλώνουν το καθρέφτη
όπως η στάθμη της θάλασσας.
Ένα πρόσωπο αποκόβεται σαν παγόβουνο.
Είναι της μητέρας σου.
Τα χρόνια προστίθενται.
Τα χρόνια αφαιρούνται.
Είσαι πάντα λάθος.
«Πάρε με μαζί σου!»
Πληθαίνεις τη μνήμη σου με το άρωμά της και τη γλώσσα της.
Θυμάσαι τόσα λίγα.
Είσαι στο κρεβάτι.
Σε ένα δωμάτιο στο βάθος του χωλ:
λόγια ανταλλάσσονται στο σκοτάδι.
Η απόσταση τρίβει με γυαλόχαρτο τις λέξεις σε θόρυβο.
Το δωμάτιο είναι ο κόσμος.
Τρεις νάρκισσους αργότερα, και έχεις απεκδυθεί τη μνήμη σου σαν δέρμα.
Ασχέτως του πόσο την ποτίζεις, η πέτρα αρνείται το άνθισμά της.
Χτυπάς την πέτρα.
Συγκρατεί το ποτάμι.
Τα γράμματα είναι φανοί.
Και οδηγούν σε ουδέν σπίτι.
Οι χωρικοί αδειάσανε τη γλώσσα τους
και δεν μπορούν πλέον να συναντηθούν μεταξύ τους εκεί.
«Ήταν η γλώσσα άδεια;
Ή ήταν ανοιχτή;»
Η αλήθεια έχασε τις συντεταγμένες της.
Ένας καιροχτυπημένος άνθρωπος, φτυαρίζει χιόνι από τη ράχη της χρονιάς του.
Το όνομα ενός παλιού έρωτα του επιτίθεται.
Όχι! Το φως πονάει.
Κλείνει το όνομά της σαν ένα βιβλίο.
«Αν με διαγράψεις από τη μνήμη σου,
Θα μπω στο αίμα σου.»
Μικρά τριχοειδή, μικρά δέντρα.
Μικρή καρδιά κυβερνούσα από ένα μοναχικό βρόχινο σύννεφο.
Οι μόνοι νόμοι:
Να είσαι λαμπερή.
Να είσαι βαριά.
Να είσαι πράσινη.
Απόψε, οι νεκροί φωτίζουν το νου σου
σαν μια εικόνα του μυαλού σου στην οθόνη ενός επιστήμονα.
«Οι επιστήμονες δεν ξέρουν—και πάρα πολύ.»
Στην κεντρική πλατεία, στη καρδιά της νύχτας (μια λιχουδιά
σαν τη καρδιά μιας αγκινάρας), ένας άντρας χορεύει
μάγουλο με μάγουλο με το απέραντο μπλε.
Φυσικά, ο θάνατος της μητέρας του δεσπόζει
πολύ περισσότερο στη ζωή του
απ’ ότι η ίδια η ζωή της κατάφερε ποτέ να κάνει. Μια ατέρμονη άνθιση,
αυτό που έφυγε. Ανεπαρκής ακόμα ενάντια σε αυτό που
ποτέ δεν θα γίνει. Καμιά γλώσσα
για τα χαρύβδινα στόματα του μη-γένοιτο.
Μετά από σένα, κανείς δεν ρωτά.
Δες πως κατακερμάτισες την ιστορία με τις υποσχέσεις σου.
Δες πως την έχασες, τέλος πάντων.
Δες τώρα—καμιά ησυχία να σε συνοδέψει.
Οι λέξεις σου είναι ανάδελφες.
Όχι, καμιά δεν ρωτά μετά από σένα.
«Εγώ είμαι
αυτή που ρωτάει.»
Ένα δάχτυλο βυθομετρά τη νύχτα σου.
Έβρεξε στο δωμάτιό σου.
Μπέρδεψες το ταβάνι με τον ουρανό.
Η βροχή σε κατανέμει μονάχα ένα ποτήρι.
Πρέπει να διαρκέσει τη ζωή σου.
Η βροχή σβήνει το καλοκαίρι.
Αποκεφαλίζεις τα λουλούδια.
Ξεχνάς τα ονόματά τους.
Να μοιραστείς αυτό που αγαπάς με κάποιον που θαυμάζεις,
και να περιφρονηθείς: νυχιές κατά μήκους των
πιο εσωτερικών μερών σου.
Κάθε αγκαλιά, πρόβα αποχωρισμού.
Η ζωή της μητέρας σου, χωρισμένη σαν ροδάκινο,
το ξεροκέφαλο κουκούτσι εκτεθειμένο στον καιρό.
Ένα πρωί, σε ένα κατάστημα, συναντάς κάποια που φοράει τα μαλλιά σου,
που αρθρώνει το όνομά σου όπως αυτή που σε ονόμασε.
Το καμπανάκι της πόρτας κουδουνίζει ενώ φεύγεις με το βούτυρό σου.
Να είσαι μετέωρη ανάμεσα σε σένα
όπως ο άνδρας που ισορρόπησε σε ένα σύρμα μεταξύ βουνών
και ύστερα σκόνταψε στο θάνατο σαν σπόρος ελικόπτερου.
«Μια κηδεία είναι
ένας σπόρος φυτεμένος σε λάθος εποχή.»
Να είσαι η λάθος εποχή.
Να δουλεύεις όλη σου τη ζωή στο όνομα της οικογένειάς σου.
Κάθε εργατοώρα ένα τούβλο
στο δρόμο που σε οδηγεί πέρα μακριά.
«Ένα όνομα δεν είναι ένα λουρί.
Θα είμαι στο λιβάδι
βλέποντας τις τουλίπες να μεγαλώνουν»
Οι γυναίκες έρχονται με τις ποδιές γεμάτες ώρες.
Ο κόσμος πονά, απέραστος για πέρα από των νεκρών τα μάτια.
Οι νεκροί δεν έχουν μάτια.
Μονάχη, μονάχη ζωή.
«Επανακτούν τη λάμψη τους όλα τα χαζά σου, και άξιζε;»
Εμπρός, κρέμασε τα αστέρια από τον ουρανό.
Αυτός ο κόσμος είναι μια πομπή δικιά σου.
Η ώρα της λησμονιάς είναι μια καφέ ώρα.
Το σπίτι της λησμονιάς μοιάζει σαν όλα τα άλλα.
Τα δέντρα είναι σκοτεινά και γεμάτα γλώσσα.
Τα δέντρα λαλούν, αλλά όχι σε εσένα.
Πρώτα, η χρονιά χωρίς μουσική.
Έπειτα, σε ένα έλασσον κλειδί, σε μια νεκρή γλώσσα, η γυναίκα τραγούδησε αυτό το τραγούδι:
Ήμασταν οι τελευταίοι άνθρωποι στη γη.
Φτιάξαμε ένα κόσμο ανάμεσά μας.
Ξοδέψαμε τη γη.
Έκανα το κορμί μου μανδύα και σε δέχτηκα μέσα.
Σε όλο αυτό το εσύ, με έχασα.
Ταξίδεψα το μήκος του εντός μου, και εκεί δεν ήμουν.
Η γλώσσα μου ήταν ένα σύμπτωμα ιστορίας που δεν μπορούσα να αγγίξω.
Ικέτεψα τις νεκρές για συντροφιά.
Καμιά δεν ήρθε.
Οι πεταλούδες πέσανε σαν φθινοπωρινά φύλλα.
Τα κοχύλια ξεβράστηκαν στην ακτή, άδεια σαν αυτιά Θ-ύ.
Ήμασταν οι τελευταίες.
Το αποκάλεσα ζωή.
«Εδώ, μια πόρτα.
Και έτσι, προχωρήσαμε.»