Lucy in the sky with diamonds

( Ένα όνειρο και η ερμηνεία του )
Εικαστικό: Φλανεταριάτο
Εικαστικό: Φλανεταριάτο

Το βρά­δυ απο­κοι­μή­θη­κα ξε­χνώ­ντας ανοι­χτό στο μα­ξι­λά­ρι το βι­βλίο του Ντε­λέζ για τον Νί­τσε. Το γε­γο­νός ότι το βι­βλίο έμει­νε δί­πλα μου όλη νύ­χτα, η πα­ρου­σία του βι­βλί­ου κι όχι κά­τι που διά­βα­σα μέ­σα, μ’ έκα­νε να δω τον Ντε­λέζ στον ύπνο μου. Πώς, σε ποια συν­θή­κη θα μπο­ρού­σα­με να έχου­με συ­νυ­πάρ­ξει; Αυ­τή ήταν η μό­νη ερώ­τη­ση στην οποία προ­σπά­θη­σε να απα­ντή­σει το ασυ­νεί­δη­το, χω­ρίς κα­θό­λου να το απα­σχο­λεί η λο­γι­κή, η χρο­νι­κή και η γε­ω­γρα­φι­κή συ­νέ­πεια.
 
 


Devenir imperceptible
Εί­μαι 25 χρο­νών και νιώ­θω αμή­χα­να ανά­με­σα στις αυ­στη­ρές μού­ρες των σο­φών γε­ρό­ντων που έχουν ακρο­βο­λι­στεί στους κα­να­πέ­δες και κρι­τι­κά­ρουν αλ­λή­λους ή ανα­ζη­τούν σο­βα­ρή γνω­ρι­μία με κά­ποιον δερ­μα­τό­δε­το τό­μο της ου­ρα­νο­μή­κους βι­βλιο­θή­κης.
Η μό­νη ανά­λα­φρη πα­ρου­σία στο συ­νέ­δριο, που έχει θέ­μα τη Φι­λο­σο­φία και το Αρ­χαίο Θέ­α­τρο, εί­ναι το ζεύ­γος Ντε­λέζ – Γκουα­τα­ρί. Μ’ αυ­τούς τους δυο νιώ­θω άνε­τα, όπως ένα τρι­βό­λι ανά­με­σα σε άλ­λα ζι­ζά­νια. Ο Φε­λίξ με ξε­τρυ­πώ­νει συ­νε­χώς πί­σω από κί­ο­νες και πε­ρι­φε­ρό­με­να σώ­μα­τα και μου χα­μο­γε­λά­ει συ­νο­μω­τι­κά. Συ­μπε­ραί­νω ότι θέ­λει να παί­ξου­με. Όμως εγώ όλο και λο­ξο­κοι­τά­ζω προς τον Ντε­λέζ που με τη σει­ρά του κοι­τά­ζει αλ­λού, στο κε­νό, στο γί­γνε­σθαι σω­μα­τί­δια σκό­νης, αφη­ρη­μέ­νος και μα­ζί χα­ρού­με­νος, απο­σπα­σμέ­νος σε μια δι­κή του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, από την οποία επα­νέρ­χε­ται κα­τά δια­στή­μα­τα με ένα μι­κρό κω­μι­κό ξάφ­νια­σμα. Τον βρί­σκω χα­ρι­τω­μέ­νο, πέ­ρα για πέ­ρα δια­σκε­δα­στι­κό και αξια­γά­πη­το.
 
 


Ο μη­χα­νι­κός Ντε­λέζ
(Εδώ, ναι μεν λαμ­βά­νει χώ­ρα ένα συ­νέ­δριο φι­λο­σο­φί­ας, αλ­λά εγώ –το ασυ­νεί­δη­τό μου δη­λα­δή– αδυ­να­τεί να βρει συ­να­φές πε­ριε­χό­με­νο! Δεν υπάρ­χουν στη μνή­μη μου επα­φές σχε­τι­κές με ακα­δη­μαϊ­κές συ­νά­ξεις. Ανα­γκά­ζο­μαι να δα­νει­στώ δρώ­με­να από μια εται­ρι­κή γιορ­τή, πα­ρα­βλέ­πο­ντας ότι δεν εί­ναι και πο­λύ ται­ρια­στά με την πε­ρί­στα­ση.) Ανά­με­σα σε λό­γους και χει­ρο­κρο­τή­μα­τα γί­νε­ται μια κλή­ρω­ση δώ­ρων και ο τυ­χε­ρά­κιας Ντε­λέζ κερ­δί­ζει ένα τρο­με­ρό επι­πλο­λε­ξι­κό, μια βι­βλιο­στή­λη με εντυ­πω­σια­κούς αυ­το­μα­τι­σμούς που δέ­χε­ται φω­νη­τι­κές εντο­λές! Κά­ποιος προ­φέ­ρει τη λέ­ξη «ευ­η­με­ρία» και αυ­το­μά­τως ο τό­μος που την πε­ριέ­χει πε­ρι­στρέ­φε­ται κα­ταυ­γα­σμέ­νος από δια­στη­μι­κό μπλε φως και ανοί­γει στη σχε­τι­κή σε­λί­δα. Στην πά­νω δε­ξιά γω­νία της σε­λί­δας προ­λα­βαί­νω να δια­βά­σω «ευ». Ο θαυ­μα­σμός μου για τη βι­βλιο­στή­λη απο­δί­δε­ται αυ­τού­σιος στον Ντε­λέζ, τον οποίο εκλαμ­βά­νω ως εφευ­ρέ­τη (un type d’ingénieur très spécial, όπως έλε­γε ο ίδιος για τον πα­τέ­ρα του) ή ως θαυ­μα­το­ποιό και σί­γου­ρα όχι ως απο­δέ­κτη θαύ­μα­τος. Ο ίδιος εξα­κο­λου­θεί να αδια­φο­ρεί ευ­γε­νι­κά για όλα.
 
 



Δεν εί­μαι μω­ρό: Ο υπνω­τι­στής

Στο με­τα­ξύ ο Φε­λίξ, που πα­ρα­κο­λου­θεί τις ψυ­χι­κές μου τα­λα­ντώ­σεις, προ­σπα­θεί να μου τρα­βή­ξει την προ­σο­χή με ένα μπρε­λόκ, κου­νώ­ντας τα κλει­διά πέ­ρα δώ­θε σαν να θέ­λει να με υπνω­τί­σει ή να με ξε­γε­λά­σει σαν να ’μου­να μω­ρό! Στο μπρε­λόκ δια­κρί­νω το σή­μα της Skoda. Τι προ­λε­τα­ρια­κό αμά­ξι σκέ­φτο­μαι, αλ­λά πο­σώς με εν­δια­φέ­ρουν τα αυ­το­κί­νη­τα, οπό­τε –συ­μπε­ραί­νο­ντας κά­πως αυ­θαί­ρε­τα είν΄ η αλή­θεια, ότι θέ­λει να μου το χα­ρί­σει– πα­σά­ρω το μπρε­λόκ σε μια φί­λη. (Το ασυ­νεί­δη­το χρη­σι­μο­ποιεί κα­νο­νι­κά την ατζέ­ντα μου εκεί­νης της επο­χής.) Η φί­λη αρ­χί­ζει να φλερ­τά­ρει με τον Φε­λίξ. Οι δυο τους χά­νο­νται σε ένα βά­θος σά­λας και έτσι μέ­νω μό­νη. Επι­τέ­λους.
 
 


Η ανά­λη­ψη ως ελιγ­μός.
Έξω στην ύπαι­θρο, στον κα­θα­ρό αέ­ρα της τε­λευ­ταί­ας σκη­νής, στο ερη­μι­κό με­σο­γεια­κό το­πίο όπου ανά­με­σα στα φρύ­γα­να λά­μπουν τα μάρ­μα­ρα ενός αρ­χαί­ου θέ­α­τρου –ή μή­πως πρό­κει­ται για εγκα­τε­λειμ­μέ­νο ντα­μά­ρι;– οι άντρες του συ­νε­δρί­ου χαϊ­δεύ­ουν τα γέ­νια τους προ­σπα­θώ­ντας να κα­τε­βά­σουν ιδέ­ες και προ­βλη­μα­τί­ζο­νται χα­μη­λο­φώ­νως για πράγ­μα­τα πά­ρα πο­λύ σπου­δαία τα οποία με ξε­περ­νούν, προ­φα­νώς.

(Κά­τι πρέ­πει να κά­νω για να εντυ­πω­σιά­σω τον Ντε­λέζ, κά­τι πρέ­πει να σκε­φτώ για να τον απο­σπά­σω από τις σκέ­ψεις του και από την πα­ρέα των πλη­κτι­κών ακα­δη­μαϊ­κών. Αλ­λά τι; Το μό­νο που μας συν­δέ­ει πραγ­μα­τι­κά εί­ναι η μα­γεία και το πιο εντυ­πω­σια­κό κόλ­πο που ξέ­ρω εί­ναι κοι­νό, πο­λύ κοι­νό στα όνει­ρα όλων των αν­θρώ­πων.)

Ξε­κολ­λάω αρ­γά από το έδα­φος. Τα ζύ­για μου εί­ναι το μό­νο που έχει ση­μα­σία πια. Υπε­ρί­πτα­μαι. Εί­μαι χαρ­τα­ε­τός στο κα­θα­ρό γα­λά­ζιο. Εί­μαι η Lucy in the sky with diamonds. Αλ­λά δεν με προ­σέ­χει, πά­λι δεν με προ­σέ­χει! Πο­λύ αφη­ρη­μέ­νος, συ­νε­χώς.



  Είναι το ασυνείδητο μια ακοίμητη μηχανή αναζήτησης;


→ Δεν υπάρ­χουν ανέ­φι­κτες συν­δέ­σεις για το ασυ­νεί­δη­το. Αν του πα­ραγ­γεί­λω μια σύν­δε­ση με ένα πρό­σω­πο που επι­θυ­μώ να συ­να­ντή­σω, έναν συγ­γρα­φέα του προη­γού­με­νου αιώ­να για πα­ρά­δειγ­μα, θα μπει στις επα­φές μου, θα βρει τις πιο σχε­τι­κές και θα δη­μιουρ­γή­σει το μο­νο­πά­τι που θα με φέ­ρει κο­ντά του. Θα ονει­ρευ­τώ τη συ­νά­ντη­σή μας.


→ Στις επα­φές του ασυ­νεί­δη­του, εί­ναι κα­τα­χω­ρη­μέ­να τα πά­ντα: ό,τι έχει απο­θέ­σει ο κό­σμος στη μνή­μη μας –από ιστο­ρία και γε­ω­γρα­φία μέ­χρι κοι­νω­νι­κές νόρ­μες, μου­σι­κές και ται­νί­ες– ό,τι έχου­με ζή­σει, αλ­λά και ό,τι έχου­με απλά και μό­νο σκε­φτεί-φα­ντα­στεί-ονει­ρευ­τεί, ακό­μα και ει­κό­νες του μέλ­λο­ντος, από μια ται­νία επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας ή από τους αγω­νιώ­δεις συλ­λο­γι­σμούς της αγρύ­πνιας. (Γι’ αυ­τό, όταν το μέλ­λον μας απο­κα­λύ­πτε­ται, εί­τε ζο­φε­ρό εί­τε θαυ­μά­σιο, εί­ναι πά­ντα déjà vu).


→ Λέ­με «συ­νει­δη­το­ποί­η­σα» επι­στρέ­φο­ντας από το ασυ­νεί­δη­το. Το ασυ­νεί­δη­το εί­ναι πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο, πιο βα­ρύ, πιο μπά­σο, αρ­γο­σα­λεύ­ει, δεν επεί­γε­ται, σε αντί­θε­ση με το συ­νει­δη­τό που τσι­ρί­ζει στο εδώ και τώ­ρα διεκ­δι­κώ­ντας την προ­σο­χή μας. Συ­νει­δη­το­ποιώ ση­μαί­νει έρ­χο­μαι από το ασυ­νεί­δη­το με δώ­ρα, με δια­πι­στώ­σεις που θα με βοη­θή­σουν να λύ­σω τον γρί­φο που συ­νι­στά το πα­ρόν, να τον ερ­μη­νεύ­σω και να δω μπρο­στά και πέ­ρα από αυ­τόν. Ανε­βο­κα­τε­βαί­νο­ντας στους άξο­νες του χρό­νου και της από­στα­σης, δη­μιουρ­γώ την πλο­κή σύμ­φω­να με την οποία, αυ­τό που ζω έχει νό­η­μα.


→ Η έκ­βα­ση των ονεί­ρων δεν εκ­πλήσ­σει πο­τέ τον ονει­ρευό­με­νο. Όπως και στη ζωή, τα εμπό­δια εμ­φα­νί­ζο­νται με απί­στευ­τη επι­νοη­τι­κό­τη­τα, πα­ρα­τεί­νο­ντας το ευ­τυ­χές τέ­λος το οποίο εν τέ­λει δεν έρ­χε­ται. Για­τί; Για­τί κα­νέ­να τέ­λος δεν εί­ναι ευ­τυ­χές. Κά­θε τέ­λος της επι­θυ­μί­ας ισο­δυ­να­μεί με τον θά­να­τό της, πράγ­μα αδύ­να­τον αφού η επι­θυ­μία μό­νο να αλ­λά­ξει προ­σα­να­το­λι­σμό μπο­ρεί, μό­νο να προσ­δε­θεί αλ­λού, σε άλ­λο «αντι­κεί­με­νο» και να ση­κώ­σει και­νούρ­γιο μπαϊ­ρά­κι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: