Η ιματιοθήκη του πνεύματος (συνέχεια)

Η ιματιοθήκη του πνεύματος (συνέχεια)


Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ τους κολασμένους της κάθε πολιτισμένης ζωής, που φοβάμαι ότι πλεονάζουν και που φορούν, για το υπόλοιπο της ζωής τους οι περισσότεροι, τις αριθμημένες στολές με τις ρίγες, που δεν διαφέρουν σε τίποτα από το χιτώνα της Δηιάνειρας, που φόρεσε ο Ηρακλής. Στολές, που κανείς δεν μπορεί να υποφέρει, όποια κι αν είναι η ανορθολογική παραμυθία ή τα ορθολογικά επιχειρήματα που επιστρατεύει. Οι στολές της ήττας, της εξαθλίωσης, της σκλαβιάς, της προσφυγιάς, της λιμοκτονίας, της ανεργίας, της δυστυχίας και της ανημπόριας. Στολές, που κόβει, που ράβει και που μας αναγκάζει να φορέσουμε η ιστορική και κοινωνική συγκυρία, η μοίρα (το ότι γεννηθήκαμε σε διόλου τυχερό άστρο) ή έστω η (τυφλή) ατυχία, η ακόμα και η αλαζονεία ή η ανοησία, που καθόρισαν τις θλιβερές προσωπικές αποφάσεις μας και τις επιλογές, για τις οποίες, τώρα, που όμως είναι πολύ αργά, χτυπάμε τα κεφάλια μας. Χώρια οι θλιβερές στολές των γηρατειών και χώρια οι τρομερές, της κακής σωματικής ή ψυχικής υγείας. Στολές θλιβερές, ανυπόφορες έως και αποτρόπαιες – κακές στολές, που κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις καταχωνιάσουμε, ώστε όταν ανοίγουμε τα φύλλα της τετράφυλλης ιματιοθήκης μας να βλέπουμε τα ρούχα τα καλά.

Κι ακόμα, υπάρχει ένα πλήθος από υφασμάτινα τεμάχια, διαφόρων μεγεθών και σχημάτων: μαντίλες, κασκόλ, μπροστέλες, τσεμπέρια, ριχτάρια, τραπεζομάντιλα, σεντόνια, παπλώματα και πετσέτες. Χώρια οι κάλτσες και τα υποδήματα: σκαρπίνια, κουντούρια, γοβάκια, πέδιλα, παντόφλες, αρβύλες, σοσόνια, πασουμάκια, γαλότσες και μπότες. Και χώρια τα καλύμματα της κεφαλής: καβουράκια, ψαθάκια, τραγιάσκες, μπερέδες, τουλπάνια, δίκοχα, σκούφοι, φέσια, ημίψηλα, πηλίκια, κάσκες, κράνη και περικεφαλαίες. Για να μην αναφέρω διόλου τα γάντια της εκλεπτυσμένης αριστοκρατίας ή της αποστειρωμένης επιστήμης. Ούτε τα σταυρουδάκια, τα ματόχαντρα και τα άλλα εγκόλπια και φυλαχτά, που μας προστατεύουν από τα μάγια, τα ματιάσματα και από τα χίλια δυο κακά. Ούτε τις μάσκες, τα προσωπεία και τις μουτσούνες, που φορούν όχι μόνο οι γλεντζέδες αλλά και οι κάθε λογής μασκαράδες: οι εντεταλμένοι, οι αρμόδιοι και οι ειδήμονες αλλά και οι απατεώνες, οι μπαμπέσηδες και οι χαφιέδες. Ούτε και τα καλλυντικά και τα φτιασίδια αλλά και τις ελαφρυντικές δικαιολογίες και τις εκλογικεύσεις, που καμουφλάρουν τις χοντρές τρίχες, το λιγδιασμένο δέρμα και τις απαίσιες τρύπες, που χαίνουν τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές επιφάνειες των προσώπων μας, και που έκαναν τον Γκάλιβερ (παρ’ ημίν Γκιούλιβερ) να σιχαθεί όχι μόνο τους γιαχούδες (τους συνανθρώπους του) αλλά και τη γιαχούδικη ανθρώπινη φύση.

Οπότε και μένει να γίνει ιδιαίτερη μνεία για τις παρδαλές στολές (καταϊδρωμένες και βρώμικες, επίσης) και τα αλλοπρόσαλλα συμπράγκαλα των συναρπαστικών παιχνιδιών και των αγωνισμάτων, ατομικών και ομαδικών, με τα οποία διασκεδάζουμε, ως παίκτες ή έστω ως θεατές, τον πολύτιμο όσο και ανυπόφορο ελεύθερο χρόνο μας, όσοι εξ ημών διαθέτουν μια τέτοια πολυτέλεια. Γιατί ο φυσικός μας πατέρας, που νοσταλγούμε, είναι το παιχνίδι κι όχι ο πόλεμος, που μας κηδεμονεύει ως κακός πατριός. Γι’ αυτό και η ιματιοθήκη μας –από δω και πέρα, το εγκώμιο ερωτοτροπεί με το θρήνο–, είναι ταυτόχρονα φοριαμός αλλά και κατάφορτο οπλοστάσιο, όπου φυλάγουμε τους αλυσιδωτούς θώρακες και τα όπλα, που φοράμε και που κραδαίνουμε, κραυγάζοντας τα ν τούτῳ νίκα, τα Ἠ τὰν ἥ ἐπὶ τὰς και τα Νῦν ὑπὲρ πάντων ὁ ἀγών, κάθε φορά που εφορμούμε στις μονομαχίες, στις σποραδικές συγκρούσεις και στις γενικευμένες συρράξεις της λυσσασμένης ειρήνης και του λυσσαλέου πολέμου (του αμυντικοεπιθετικού ή επιθετικοαμυντικού και εμφυλίου ή αμιγούς πολέμου), που μαίνεται σ’ όλα τα μέτωπα και που τροφοδοτεί αφειδώς την αρχέγονη, αχόρταγη και καθολική φλυαρία του αίματος, εφόσον για να σταματήσει ο πόλεμος και να εδραιωθεί παντοτινά η ειρήνη θα έπρεπε να αδειάσουμε από τις φλέβες των ανθρώπων το αίμα και να τις γεμίσουμε με νερό. (Λέων Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη, ελεύθερη απόδοση αποσπάσματος από το 14ο κεφάλαιο του Β΄ μέρους του Δεύτερου βιβλίου).

Μοιάζει λοιπόν μοιραίο το ότι όπου σταθεί και όπου βρεθεί κανείς βλέπει το ύφασμα των υφασμάτων: τις αιματοβαμμένες πολεμικές σημαίες, που κυματίζουν λευκές σαν όνειρο (και σαν θάνατος), γαλάζιες ωραίες. Αυτά είναι τα χρώματα και του Αέρα, της σημαίας της πίστεως, που ανεμίζουν οι ιερείς μπροστά στην αγία τράπεζα. Αν και πρέπει να πούμε ότι οι σημαίες είναι σταμπαρισμένες όχι μόνο με το ονειρικό ή θανατερό λευκό χρώμα της αθωότητας, ούτε μόνο με το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας αλλά και με όλα τα χρώματα. Με το κόκκινο του πάθους και του αίματος, προφανώς, το πράσινο της φύσης και του φόβου, το χακί του χώματος από το οποίο πλαστήκαμε και στο οποίο θα επιστρέψουμε, το κίτρινο της λύσσας και του φθόνου και το μαύρο του άπατου σύμπαντος και των επίσης αβυσσαλέων ψυχών μας. Κι όντας πολύχρωμες, οι σημαίες, εκφράζουν τα συναισθήματα –όλο το φάσμα, από την μια άκρη ως την άλλη– των σημαιοφόρων: τη γενναιότητα, την τιμή, τη συντροφικότητα, την αυτοθυσία, την καλοσύνη, τη γενναιοδωρία και την ευγένεια, που όμως σπανίζουν απελπιστικά σε σχέση με τη γενικευμένη διαστροφή, την κακία, τη δολιότητα, τη θρασύτητα, την ατιμία, και την κτηνωδία – γιαχούδικες εκδηλώσεις, μπροστά στις οποίες δεν έχουμε να ανεμίσουμε παρά μόνο τα στοχαστικά μαντιλάκια της άπραγης ενατένισης και της περισυλλογής και πάνω από όλα τα πάμπλουτα κουρέλια της αγάπης, που είναι πάντοτε αισιόδοξη, παρόλο που την καταπλακώνουν τα ασήκωτα πέπλα της μελαγχολίας και της θλίψης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: