«Περίμενε λιγάκι / Ο κακός άνθρωπος θα φανεί / και θα σε λιανίσει / με τον κοφτερό μπαλτά του». Με αυτό το μακάβριο τραγουδάκι που λένε στο παιχνίδι τους κάποια μικρά παιδιά, ξεκινά η εμβληματική ταινία του Φριτς Λανγκ με το αρκτικόλεξο «Μ» ως τίτλο (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τον πολύ πιο επεξηγηματικό τίτλο «Ο δράκος του Ντίσελντορφ»). Η πρεμιέρα δόθηκε το 1931 στο Βερολίνο και ήταν η πρώτη ηχητική ταινία, στην ήδη πλούσια καριέρα του Γερμανού σκηνοθέτη. Είχαν προηγηθεί 17 βουβές ταινίες, ανάμεσά τους η «Μητρόπολις», τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Τα πρώτα πλάνα της ταινίας προαναγγέλλουν υπαινικτικά όσα πρόκειται να ακολουθήσουν: Μια γυναίκα ετοιμάζει το βραδινό τραπέζι, περιμένοντας να επιστρέψει η κορούλα της από το σχολείο. Μια αφίσα στο δρόμο προειδοποιεί για έναν κατά συρροή δολοφόνο παιδιών. Η μικρή Έλζι φεύγει από το σχολείο, παίζοντας με την μπάλα της. Ένας άγνωστος την πλησιάζει, σφυρίζοντας τον σκοπό μιας σουίτας του Έντβαρντ Γκριγκ. Της αγοράζει ένα μπαλόνι και εκείνη τον ακολουθεί, ανύποπτη, πίσω από κάτι θάμνους. Η κινηματογραφική μηχανή καταγράφει τη μπάλα που κυλά έξω από τους θάμνους, ενώ το μπαλόνι υψώνεται στον ουρανό. Το πιάτο της μικρής Έλζι μένει άδειο στο τραπέζι.
Το «Μ» του τίτλου της ταινίας (αρκτικόλεξο της λέξης mörder = δολοφόνος), άντλησε την έμπνευση από έναν κατά συρροή δολοφόνο που έδρασε στο Ντίσελντορφ στις αρχές του 20ού αιώνα. Το όνομά του ήταν Πέτερ Κούρτεν, αλλά ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε «βαμπίρ του Ντίσελντορφ» εξαιτίας των φρικτών φόνων που είχε διαπράξει. Ο Φριτς Λανγκ και η γυναίκα του, Τέα Φον Χάρμπου, με την οποία συνεργάστηκε στη συγγραφή του σεναρίου, έκαναν μια μεγάλη έρευνα προκειμένου να αποδώσουν καλύτερα το προφίλ ενός τέτοιου δολοφόνου. Για τον σκοπό αυτό μελέτησαν τα αρχεία της αστυνομίας, συμβουλεύτηκαν ψυχολόγους και πήραν συνεντεύξεις από βαρυποινίτες δολοφόνους. Ο Λανγκ, μάλιστα, συνάντησε και μίλησε με τον ίδιο τον Πέτερ Κούρτεν στη φυλακή, λίγους μήνες πριν την εκτέλεσή του.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, το «Μ» κινείται στον άξονα μιας τυπικής αστυνομικής περιπέτειας με την αναζήτηση του Χανς Μπέκερτ, όπως ονομάζεται ο δολοφόνος στην ταινία. Πίσω από αυτό, όμως, υφαίνεται μια έντονη κοινωνικοπολιτική κριτική. Σε μια μελέτη του, ο ιστορικός Ότο Φρίντριχ τοποθέτησε την ιστορία που αφηγείται η ταινία στο ευρύτερο πλαίσιο του εγκλήματος και της βίας που ενδημούσε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Τα σημάδια εκείνης της εποχής υπάρχουν στην ταινία: οικονομική κρίση, ανεργία, το αβγό του φιδιού που εκκολάπτεται.
Η ανακάλυψη του πτώματος της μικρούλας Έλζι θα δημιουργήσει εντάσεις και θα σπείρει τον φόβο στους κατοίκους της πόλης. Η υστερία εξαπλώνεται και ο καθένας αρχίζει να υποπτεύεται και να κατηγορεί τους γείτονες για τα εγκλήματα, ενώ η αστυνομία δείχνει ανήμπορη να αντιδράσει. Το αποτέλεσμα είναι να αρχίσει ένα κύμα συλλήψεων πιθανών υπόπτων, ανάμεσα σε πλαστογράφους, πόρνες, διαρρήκτες και άλλους κακοποιούς. Επειδή ο δολοφόνος είχε διαταράξει την «κανονικότητα» στις δραστηριότητες του υποκόσμου, οι αρχηγοί αποφασίζουν να βρουν τον καταζητούμενο και να τον τιμωρήσουν οι ίδιοι, ώστε να πάψει να τους ενοχλεί η αστυνομία.
Η μυθοπλασία συνάντησε την αληθινή ιστορία στο πρόσωπο των κομπάρσων. Για να κάνει πιο πειστικές τις σκηνές του υποκόσμου, ο Φριτς Λανγκ χρησιμοποίησε αρκετούς πραγματικούς κακοποιούς. Όσοι δεχόντουσαν να φανεί το πρόσωπό τους, έμπαιναν μπροστά στο πλάνο και με καλύτερη αμοιβή. Ο Λανγκ έχει αποκαλύψει ότι ένας κομπάρσος τον ειδοποίησε μια μέρα πως έπρεπε να εξαφανιστεί από το πλατό, επειδή ερχόταν η αστυνομία στο στούντιο για να τον συλλάβει. Τελικά, εκτός από τον κομπάρσο η αστυνομία συνέλαβε άλλα 25 άτομα για εξακρίβωση στοιχείων, με αποτέλεσμα να διακοπούν για λίγες μέρες τα γυρίσματα.
Πέτερ Κούρτεν: Το «βαμπίρ» που προανήγγειλε τον Χίτλερ
Τον ρόλο του κατά συρροή δολοφόνου, Χανς Μπέκερτ, ερμηνεύει
εξαιρετικά ο Πέτερ Λόρε, που πριν από αυτή την ταινία είχε εμφανιστεί
μόνο σε κάποιες αδιάφορες κωμωδίες. Το «Μ» ήταν ο πρώτος μεγάλος ρόλος
του –και ο καθοριστικός. Έδωσε μεγάλη ώθηση στην μετέπειτα καριέρα του
στο Χόλιγουντ, αν και τον τυποποίησε σε ρόλους κακού, υποχρεώνοντάς τον
να ζει, έκτοτε, στην σκιά εκείνου του δολοφόνου. Ο κινηματογραφικός
δολοφόνος ήταν τελείως διαφορετικός από τον αληθινό. Ο Χανς Μπέκερτ της
ταινίας είναι ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, που τρέμει για τη ζωή του. Ο Χανς
Μπέκερτ της ταινίας είναι κατά βάθος και ο ίδιος παιδί. Ο Πέτερ Κούρτεν
της αληθινής, αποκρουστικής ζωής, είχε μια πολύ πιο διεστραμμένη
προσωπικότητα. Τον ονόμασαν «βαμπίρ» γιατί στην ομολογία του αποκάλυψε
ότι είχε πιει το αίμα ενός κύκνου στο πάρκο, ενώ αποπειράθηκε να κάνει
το ίδιο σε κάποια από τα θύματά του.
Ο διαβόητος, κατά συρροή δολοφόνος γεννήθηκε το 1883 στο Μανχάιμ της
Γερμανίας και ήταν το τρίτο από τα δεκατρία παιδιά μιας ιδιαίτερα
προβληματικής οικογένειας. Ο αλκοολικός πατέρας βίαζε επανειλημμένα τις
αδελφές του, ενώ ο ίδιος είχε αιμομικτική σχέση με μία από αυτές. Πριν
αρχίσει τους φόνους ο Κούρτεν διέθετε ήδη ένα πλούσιο ποινικό μητρώο με
εμπρησμούς, κλοπές και βίαιες επιθέσεις. Η εγκληματική του δραστηριότητα
ξεκίνησε λίγο πριν το τέλος του προπερασμένου αιώνα. Τον Νοέμβριο του
1899 στραγγάλισε μια κοπέλα στη διάρκεια ερωτικής συνεύρεσης, αλλά
κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη γιατί η αστυνομία δεν βρήκε το πτώμα.
Ακολούθησαν διάφορες εμπλοκές με τον νόμο και φυλακίσεις, μέχρι το 1913
οπότε διέπραξε το δεύτερο φόνο: Βίασε και στη συνέχεια μαχαίρωσε την
13χρονη Κριστίνε Κλάιν στην Κολωνία, επίσης χωρίς συνέπειες. Το 1921
καταδικάστηκε εκ νέου σε 7 χρόνια φυλάκιση, για διάρρηξη αυτή την φορά.
Όταν αποφυλακίστηκε, γνώρισε μια γυναίκα που είχε πυροβολήσει τον εραστή
της επειδή την πρόδωσε. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος για τον οποίο ο
Κούρτεν αισθάνθηκε φυσιολογική αγάπη και την παντρεύτηκε. Το 1925, το
ζευγάρι μετακόμισε στο Ντίσελντορφ, όπου ο Κούρτεν άρχισε τις
ανεξέλεγκτες επιθέσεις του σε άνδρες, γυναίκες και μικρά κορίτσια. Μόνο
στη διάρκεια φθινοπώρου - χειμώνα του 1929, βίασε και στη συνέχεια
σκότωσε 10 γυναίκες και κορίτσια.
Είναι άγνωστος ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του. Πολλά από αυτά
βρέθηκαν με βάση τα σημειώματα που έστελνε στις εφημερίδες,
υποδεικνύοντας που τα είχε θάψει. Το τελευταίο, παρ’ ολίγον θύμα του,
υπήρξε αιτία να συλληφθεί και να τερματιστεί η βασιλεία του τρόμου. Στις
14 Μαΐου 1930, ο Κούρτεν παρέσυρε στο σπίτι του και προσπάθησε να
βιάσει την Μαρία Μπούντλικ, μια υπηρέτρια 21 ετών. Εκείνη κατάφερε να
ξεφύγει, έτρεξε στην αστυνομία και τους οδήγησε στο σπίτι του Κούρτεν.
Συνειδητοποιώντας ότι κινδύνευε να συλληφθεί, ο Κούρτεν εξομολογήθηκε τα
πάντα στη γυναίκα του και εκείνη αποκάλυψε έντρομη στην αστυνομία το
φοβερό μυστικό.
Η δίκη του Πέτερ Κούρτεν ξεκίνησε στις 13 Απριλίου 1931, με την
κατάθεση ενός ψυχίατρου που τον περιέγραψε ως «βασιλιά των σεξουαλικώς
διεστραμμένων». Η ακροαματική διαδικασία κυριάρχησε στην ειδησεογραφία
της εποχής και ολοκληρώθηκε σε 10 μέρες. Παρόλο που ο Κούρτεν δήλωνε
αθώος, στη συνέχεια άλλαξε γραμμή υποστηρίζοντας ότι ήταν τρελός και δεν
είχε συνείδηση των πράξεων του. Οι ένορκοι χρειάστηκαν 90 λεπτά,
προκειμένου να τον κηρύξουν ένοχο για 9 επιβεβαιωμένους φόνους και 11
απόπειρες φόνου. Καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό και, λίγο πριν
οδηγηθεί στη γκιλοτίνα, ρώτησε τον δήμιο: «Πες μου, όταν πέσει το κεφάλι
μου θα μπορέσω να ακούσω, έστω για μια στιγμή, τον ήχο του αίματός μου
να αναβλύζει από τον κομμένο μου λαιμό;».
Ο Φριτς Λανγκ δεν έδειξε καμία πράξη βίας, ή φόνου στην ταινία του.
Αργότερα, είπε ότι με το να υπαινίσσεται το θάνατο (όπως στην αρχή, με
την μπάλα και το μπαλόνι της μικρής Έλζι) έκανε το θεατή να αναπλάθει
νοερά τις φρικτές λεπτομέρειες σύμφωνα με την φαντασία του. Το «Μ» έκανε
πρεμιέρα τον Μάιο του 1931, μόλις ένα μήνα μετά την εκτέλεση του
Κούρτεν. Δύο χρόνια αργότερα οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία και
απαγόρευσαν την ταινία. Ο λόγος ήταν προφανής. Το λαϊκό δικαστήριο που
έστησαν σε ένα υπόγειο οι κακοποιοί, έχοντας συλλάβει τον άνθρωπο που
τους έβαλε σε μπελάδες, αναφερόταν (εμμέσως πλην σαφώς) στην συμμορία
που ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία στην Γερμανία και να
αιματοκυλίσει τον κόσμο. Απευθυνόμενος σε έναν όχλο που είχε
προαποφασίσει τη θανατική του ποινή, ο Χανς Μπέκερτ λέει ότι οι
εγκληματίες δεν έχουν δικαίωμα να τον δικάσουν γιατί είναι εγκληματίες
κατ’ επιλογή, ενώ ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του.
Η ερμηνεία του Πέτερ Λόρε στην σκηνή της απολογίας, ανήκει στις
καλύτερες στιγμές κινηματογραφικής ανθολογίας. Χάρη σε αυτόν, ο
ψυχοπαθής δολοφόνος υπερβαίνει τα όριά του και αποκτά τις διαστάσεις
ενός τραγικού ήρωα: «Υπάρχει μέσα μου συνέχεια, με κάνει να
περιπλανιέμαι στους δρόμους, με ακολουθεί σιωπηλά αλλά μπορώ να νιώσω
την παρουσία του», λέει έντρομος στους αυτόκλητους τιμωρούς του. «Είμαι
εγώ, που καταδιώκω τον εαυτό μου! Είναι αδύνατον να ξεφύγω, πρέπει να
υπακούω. Τρέχω, όλο τρέχω… με κυνηγούν τα φαντάσματα των παιδιών. Είναι
πάντα εκεί. Πάντα. Εκτός αν το κάνω… Τότε δεν θυμάμαι τίποτα πια. Μετά,
όταν βλέπω τις αφίσες στους δρόμους και διαβάζω τι γράφουν, αναρωτιέμαι
αν τα έκανα εγώ όλα αυτά. Ποιος, όμως, θα με πιστέψει; Ποιος ξέρει τι
σημαίνει να είμαι εγώ;».
Οι Ναζί, πάντως, ήξεραν πολύ καλά τι ήθελαν να είναι ο αντιήρωας της
ταινίας. Το 1940, ο Γερμανός κινηματογραφιστής Φριτς Χίπλερ που δούλευε
υπό τις διαταγές του Γκέμπελς, έκανε ένα προπαγανδιστικό
ψευδοντοκιμαντέρ με τίτλο «Ο Αιώνιος Εβραίος» («Der Ewige Jude»). Ο
τελικός μονόλογος του Πέτερ Λόρε στο –ήδη απαγορευμένο– «Μ», αποσπάστηκε
από την ταινία του Λανγκ και προστέθηκε αυθαίρετα σε αυτό το ρατσιστικό
κατασκεύασμα. Σύμφωνα με το σκεπτικό των Ναζί, η χρήση της
συγκεκριμένης σκηνής κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να καταδειχτεί ότι οι
Εβραίοι ήταν ανίκανοι να ελέγξουν τις ορμές τους και, ως εκ τούτου,
ακατάλληλοι να ζήσουν σε μια «ηθική κοινωνία». Γερμανός πολίτης και
γνήσιος εκπρόσωπος της Αρίας φυλής (βάσει των δεδομένων της ταινίας), ο
Χανς Μπέκερτ έγινε για προπαγανδιστικούς σκοπούς με το ζόρι Εβραίος .
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: