«Digger»

«Digger»



Το ερώτημα «τι μου ανήκει πραγματικά;», από καιρού εις καιρόν, οφείλουμε να το θέτουμε στον εαυτό μας. Αν είμαστε διατεθειμένοι να το σκεφτούμε βαθιά αυτό το πράγμα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μας ανήκουν τα πράγματα: εμείς ανήκουμε σ’ αυτά. Αποφασίζοντας ότι ανήκεις κάπου, δεν παραδέχεσαι τη σκλαβιά ή την ανελευθερία σου, ορίζεις το ποιος είσαι. Όταν, για παράδειγμα, αγαπάμε αληθινά μια γυναίκα, δεν την μετατρέπουμε σε κτήμα μας, δηλώνουμε ότι της ανήκουμε άρα επαναπροσδιορίζουμε τον εαυτό μας ως υπαρξιακά εξαρτημένο από εκείνη. Η λέξη «εξάρτηση», όμως, πρέπει να απελευθερωθεί απ’ όλες τις αρνητικές της συμπαραδηλώσεις, προκειμένου να εννοηθεί σωστά. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι εξαρτημένος από κάτι. Σημασία δεν έχει μια γενική κι αόριστη «ανεξαρτησία» αλλά μια εξάρτηση με νόημα και αξιακό περιεχόμενο. Μια εξάρτηση που είναι προϊόν επιλογής (δηλαδή ελευθερίας) και που αποκαλύπτει το αληθινό μας πρόσωπο: που σημαίνει και σηματοδοτεί τη θέση μας στον κόσμο. Ό,τι αγαπάμε πραγματικά, μας ορίζει. Συνεπώς είμαστε εξαρτημένοι απ’ αυτό, όπως είμαστε εξαρτημένοι από το μυαλό, την ψυχή και το σώμα μας.
Ο Νικήτας, λοιπόν, αγαπάει τη γη του∙ αγαπάει τα ζώα του∙ αγαπάει τα δέντρα του. Δεν του ανήκουν, τους ανήκει. Υπό την έννοια ότι όλα αυτά τον ορίζουν υπαρξιακά, του λένε ποιος είναι, τι είναι και ―κυρίως― γιατί είναι. Αντί να τα αντιμετωπίζει ως περιουσία και ιδιοκτησία, τα βλέπει ως όρους ζωής και επιβίωσης. Γι’ αυτό και, κόντρα στην κοινή λογική (βέβαια το πρόβλημα με την «κοινή λογική» είναι ακριβώς αυτό, ότι είναι κοινή, δεν είναι ποτέ δική μας), το οικονομικό του συμφέρον, τις απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου, αρνείται να τα πουλήσει στην εταιρεία που τα ζητάει για να φέρει την «πρόοδο» στο χωριό του. Κόντρα στην καπιταλιστική κοσμοθέαση που βλέπει παντού αφορμές για κέρδος, δυνατότητες εκμετάλλευσης, αύξηση της παραγωγής, πιθανότητες πλούτου, ο Νικήτας αντιπαραθέτει την προσωπική του οπτική. Δεν ζητάει τα πολλά, αρκείται στα λίγα που αγαπάει και που τον ορίζουν. Αυτή του η στάση, όμως, δεν είναι προϊόν στενόμυαλης ξεροκεφαλιάς ή αντιδραστικού εγωισμού: απλώς ο άνθρωπος δεν εννοεί να καταλάβει πώς θα μπορούσαν τα χρήματα να του πάρουν τον εαυτό του. Ποιος θα ήταν χωρίς τα άλογα και τις κότες του, χωρίς το χώμα και τα ξύλα του; Θα χανόταν, δεν θα άνηκε πλέον πουθενά, θα διαλυόταν η ταυτότητά του. Η συμβολική μας συγκρότηση, είναι πέρα και πάνω απ’ όσα επιτάσσουν τόσο το συμφέρον όσο και τα ένστικτα επιβίωσης ― αλλιώς οι άνθρωποι δεν θα πέθαιναν για να υπερασπίσουν τις ιδέες τους. Ο Νικήτας δεν κατοικεί απλώς σ’ ένα σπίτι μέσα στο δάσος: κατοικεί στο παρελθόν του, στις εμμονές και τα πάθη του, σε μια καρδιά που έχει εξαϋλωθεί, έχει βγει από τα όρια του σώματος κι έχει διαποτίσει το φυσικό περιβάλλον γύρω του. Η φύση έχει γίνει η ορατή πλευρά της ψυχής του.
Όταν θα τον επισκεφτεί ο γιος του (που μεγάλωσε με τη μητέρα του, μακριά από τον Νικήτα), η κατάσταση θα περιπλακεί. Βλέπεις ο γιος, προϊόν της εποχής του καθώς είναι, πιστεύει στο οικονομικό συμφέρον και ομνύει στην κοινή λογική. Ζητάει το μερτικό του απ’ το κτήμα για να πάρει τα χρήματα και να φύγει. Θέλει να ζήσει ανεξάρτητος και, ως γνωστόν, το χρήμα προσφέρει ανεξαρτησία. Αναθρεμμένος σ’ έναν κόσμο που προτάσσει την ιδιοποίηση των πραγμάτων, την «ελευθερία» του να μην ανήκεις πουθενά, την διαρκή κίνηση αντί για τη στοχαστική ακινησία (καθόλου τυχαία το πάθος του είναι οι γρήγορες μηχανές), δεν καταλαβαίνει γιατί αυτός ο άνθρωπος ―που ξέρει ότι τον γέννησε αλλά δεν μπορεί να τον δει ως πατέρα― παραμένει τόσο παράλογα προσκολλημένος στη γη του. Νομοτελειακά συγκρούονται. Και μέσα από αυτή τους τη σύγκρουση έρχονται αντιμέτωπες διαμετρικά αντίθετες φιλοσοφίες και υπαρξιακές στάσεις. Ο γιος θέλει να σκάβει τρύπες από εδώ κι από εκεί (όπως του λέει ο Νικήτας σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας), ρηχές τρύπες, που θα καλυφθούν γρήγορα από τη λάσπη και τον καιρό, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Ο Νικήτας διάλεξε να σκάψει σε ένα σημείο, ένα μόνο, αλλά σκάβοντας αποκλειστικά εκεί, βαθαίνοντας τον λάκκο, κάτι μπορεί να βρει, κάποιο χνάρι ενδέχεται να αφήσει. Κι επειδή προέρχονται από άλλους κόσμους, επειδή ο καθένας μέσα του φέρει έναν άλλο κόσμο, πατέρας και γιος με την παραδοσιακή έννοια, δύσκολο να καταφέρουν να γίνουν. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.

Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, στο καταπληκτικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο, δεν καίγεται τόσο να σκαρώσει μια διανοουμενιστική φροϊδική αλληγορία περί της ανάγκης του γιου να «σκοτώσει» συμβολικά τον πατέρα για να ενηλικιωθεί πραγματικά, αυτή θα ήταν σίγουρα η κατεύθυνση που θα έπαιρνε το φιλμ από έναν Γάλλο ή Γερμανό σκηνοθέτη. Ο Γρηγοράκης ενδιαφέρεται περισσότερο να «σκάψει» (pun intended), μέσα στο ζήτημα του ανήκειν: σ’ ένα περιβάλλον, έναν τόπο, μια χώρα, στις αναμνήσεις και τις απώλειες (πώς το έλεγε η Κική Δημουλά στο ποίημά της, Το πρόβλημα της στέγης; «Κύριε/ μη μας πάρεις κι άλλο/ τις απώλειές μας. / Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε»), σε όλα όσα αποτελούν πραγματικό κτήμα μας αλλά που κι εμείς είμαστε κτήμα τους -είτε το συνειδητοποιούμε, είτε όχι. Εξ ου και το ζήτημα της ελληνικότητας αποκτά εδώ τεράστια σημασία. Υπό μία έννοια, πρόκειται για την παλιά Ελλάδα, αγροτική, παραδοσιακή, με ισχυρούς τους δεσμούς της φιλίας (Ο Βαμβακάρης και τα «ματόκλαδα», οι κολλητοί στο τοπικό αναψυκτήριο που τη μια στιγμή βρίζονται και την άλλη αγκαλιάζονται, αφού έχουν πιει τα τσιπουράκια τους), με μια περήφανη, μονόχνοτη ακαταδεξιά που ανθίσταται στα κελεύσματα των νέων καιρών, που αντιμετωπίζει τη γη σαν κάτι το ιερό, μια παλιά Ελλάδα λαϊκή, αυθεντική, «ριζωμένη» καλώς ή κακώς στις αξίες της, που πρέπει να καταφέρει να συμβιώσει με την καινούργια ή να το πάρει απόφαση να εξαφανιστεί. Αυτή η άλλη Ελλάδα, όμως, οφείλει να διατηρηθεί, μας λέει ο Γρηγοράκης. Είναι σαν τα δέντρα που συγκρατούν τα νερά μετά από τις μεγάλες βροχοπτώσεις, για να μη γίνουν ποτάμια και μας πνίξουν. Αν κόψεις αυτά τα δέντρα, να είσαι έτοιμος για τις συνέπειες.
Και είναι σημαντικό, είναι ανυπολόγιστης αξίας, το γεγονός ότι αυτός ο υπό εξαφάνιση ελληνικός κόσμος, παίρνει σάρκα και οστά στην επιβλητική μορφή του Βαγγέλη Μουρίκη. Δωρικός, λιγομίλητος, σε ανοιχτή ρήξη με τη σπουδαιοφάνεια κάθε μορφής, ήπια θλιμμένος αλλά ποτέ μελό (δεν ικετεύει ποτέ τη λύπηση του θεατή ο Νικήτας, είναι περήφανος τύπος), φορτίζοντας το ελάχιστο της έκφρασης με υπερβατικές διαστάσεις -σαν ανθρωπολογικό σημαίνον μιας αξιοπρέπειας που δεν ζητά να δώσει κανενός είδους παράδειγμα, που αρκείται στον εαυτό της- και σε πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, ο σπουδαίος αυτός Έλληνας ηθοποιός μοιάζει με κομμάτι αυτής της αγέρωχης φύσης που ο ήρωάς του υπερασπίζεται κόντρα σε όλα. Τοποθετημένος άψογα μέσα στον καμβά των κάδρων που ο Γρηγοράκης στήνει με θαυμάσια αίσθηση εικαστικότητας, ο Νικήτας του Μουρίκη αποκτά τη σημασία συμβόλου. Πράγμα εντυπωσιακό επειδή η ταινία δεν είναι χαρακτηρολογική μελέτη, είναι πολύ περισσότερο ένα ποίημα τονικότητας. Η ατμόσφαιρα εδώ είναι το παν, κάθε πλάνο του «Digger» δονείται από την υποβλητική δύναμη των εικόνων και των ήχων (εξαιρετική η φωτογραφία και απίστευτος ο ηχητικός σχεδιασμός του φιλμ), που μετατρέπει την παρακολούθησή του σε εμπειρία για τις αισθήσεις περισσότερο και λιγότερο για το μυαλό. Όπως τη μαγεία της φθινοπωρινής επαρχίας, τη φτιαγμένη από μυρωδιές μιας γης διαρκώς νοτισμένης από τη βροχή, χρωματισμένης από λάγνες ανατολές και μελαγχολικά σούρουπα, το «Digger» πιο πολύ το βιώνεις όσο διαρκεί, παρά το σκέφτεσαι.
Με ταινίες όπως η συγκεκριμένη, το ελληνικό σινεμά δεν έχει τίποτα να φοβάται.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: