Η ανάμνηση του τόπου που είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά ήταν καταχωνιασμένη βαθιά μέσα του, στο άγνωστο μέρος που λένε πως η ψυχή συλλέγει και εντυπώνει τα παρελθόντα. Αλλά όταν προσπάθησε να την ανασύρει, μετατράπηκε στο μυαλό του σε ασπρόμαυρη παμπάλαια φωτογραφία με τις τσακισμένες άκρες της θαμμένες στη σκόνη. Η αίσθηση της ύπαρξης μιας δυσθεώρητης αντίληψης για έναν κόσμο που μετεωρίζεται σαν ακροβάτης ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, ασκούσε πάντα μια θελκτική επιρροή στην ήδη ονειροπόλα ιδιοσυγκρασία του. Δεν ήταν τόσο λόγω του το ότι έχανε την εμπιστοσύνη στα αισθητήρια όργανά του και στην συγκεκριμένη εικόνα που αυτά αφειδώς του παρείχαν για την ουσία και τους κανόνες σύστασης αυτού του κόσμου, όσο λόγω της από χρόνια παγιωμένης υποψίας του, πως αν ο ίδιος ο κόσμος επιθυμούσε να διατηρήσει την ουσία του κρυμμένη από τα όντα που περιείχε, δεν είχε παρά να θέσει αυτή την εικόνα πέρα από κάθε όριο και κάθε δυνατότητα κατανόησης από πλευράς τους, με έναν τρόπο που θα μπορούσε να υπερκεράσει ακόμα και την πιο καλά εξασκημένη αίσθηση και την οξυδερκέστερη ματιά.
Τα σύννεφα που συνωστίζονταν στη σκοτεινή γραμμή του ορίζοντα, έμοιαζαν με μισοτελειωμένες φράσεις, που διακόπτονταν από ένα φως που δεν είχε πια τη δύναμη να αποτελέσει το μοναδικό σημάδι ερμηνείας, μιας μέρας που από ώρα βρισκόταν στη χάση της. Ήταν τη στιγμή που η όραση προσπαθεί να επιστρατεύσει τα ισχυρότερα εργαλεία της για να διεισδύσει στα υπεσχημένα σκοτάδια, που επανέρχονται με συνέπεια, ορίζοντας αενάως τη μία πτυχή του δισδιάστατου, μιας πλάσης χαμένης στην αυταρέσκεια της φαινομενικής αλλαγής, που το παιδί αποφάσισε να εγκαταλείψει τις εσχατιές μιας ζωής καθορισμένης από τα όνειρα και να βαδίσει στις άνυδρες εκτάσεις μιας πραγματικότητας που από χρόνια είχε απεκδυθεί κάθε υπόσχεση ευτυχίας ή γαλήνης.
Στη μανιασμένη ψυχή του παιδιού και στις κατακόμβες των φλεβών που διέτρεχαν το δέρμα του, έρεε το ανολοκλήρωτο της ύπαρξης. Δυνητικά ζώντες δρόμοι πάλευαν λυσσομανώντας να διαμορφωθούν μέσα του και να καθορίσουν μια μοίρα, που πολύ αργότερα θα φάνταζε ως προδιαγεγραμμένη στα μάτια αδιάφορων ξένων, γαλουχημένων στη συντήρηση μιας δεισιδαιμονίας, που πάντα αποτελούσε ατράνταχτο άλλοθι μιας σύμφυτης με τον κόσμο, αν όχι κοσμογονικής ανοησίας. Ο μικρός βάδιζε ορφανός σε μία ορφανεμένη, λειψή πλάση και η ορφάνια έμοιαζε μέσα του με ανάμνηση μελλοντικών καταστάσεων, γεγονός που θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί ως ικανότητα πρόγνωσης αν δεν υπήρχε χαραγμένη εντός του, η βεβαιότητα ενός ξεστρατίσματος προς άγνωστες σφαίρες, απρόσιτες ακόμα και από την πιο διορατική διάνοια. Λυπόταν πολύ που οι συχνές περιπλανήσεις του τον είχαν καταδικάσει σε μια αγραμματοσύνη όμοια με εγκατάλειψη, καθώς μάντευε πως μέσα σε αυτά τα μυστηριώδη χάρτινα αντικείμενα, που οι άνθρωποι διάβαζαν σα μαρμαρωμένοι βασιλιάδες αλλοτινών εποχών, κρύβονταν άπειροι κόσμοι και αδιανόητες προοπτικές που μόνο η πιο ισχυρή μαγεία θα μπορούσε να έχει τοποθετήσει εκεί.
Οι μέρες του διαδέχονταν η μία την άλλη πιασμένες στη γκρίζα θηλιά της συνήθειας, που δημιουργεί σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων και εντείνει την ψευδαίσθηση της επανάληψης και της αναβίωσης γνώριμων τάχα καταστάσεων. Πέρασε μέρες επαιτείας μέσα σε μια πείνα τόσο έντονη, που για να την ξεγελάσει έφτιαχνε παιχνίδια με τη φαντασία του και καμώνονταν πως μπορούσε με τη φωνή του, να τιθασεύσει το βύκτη άνεμο, που βασάνιζε το μικρό κορμί του, καθώς παρατηρούσε φανταστικούς διάττοντες αστέρες, εκεί που στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο η ακανόνιστη τροχιά μιας νυχτερίδας σε ένα σκοτεινό ουρανό που φιλοδοξούσε να επιτείνει την τυφλότητά της. Κάποια παγωμένα πρωινά παρατηρούσε τα αεροπλάνα που χάραζαν τον ανέφελο ουρανό και αναθυμόταν, πως στα παλιά ονειροπολήματά του τα λευκά σημάδια τους μετατρέπονταν σε ίχνη πλοίων πάνω σε μια μακρινή ανεστραμμένη θάλασσα, σε έναν κόσμο που μέσα στο μυαλό του συστρέφονταν σα γιγάντια συμπαντική κλεψύδρα, φτιαγμένη σε εποχές που δεν είχε εφευρεθεί ακόμα ο χρόνος και η συνακόλουθη ανάγκη για την καταμέτρησή του.
Στον τσιγγάνικο καταυλισμό ξαφνιάστηκε καθώς ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την καλοσύνη που εξασφαλίζει η αποδοχή και θαμπώθηκε από χρώματα και μουσικές πρωτόφαντες, ενόσω η γριά χειρομάντισσα σιωπούσε πλάι του, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στο επαγγελματικό καθήκον και το δισταγμό της αποκάλυψης ενός δυσοίωνου μέλλοντος. Με το πρώτο φως ο καταυλισμός είχε εξαφανιστεί σαν να ήταν αντικατοπτρισμός ή σαν να τον κατάπιε το τρομερό στοιχειό ενός παραμυθιού, πριν αποσυρθεί στο απροσπέλαστο βασίλειο της λήθης και μεταμορφωθεί σε προϊόν εικασίας σε διηγήσεις γερόντων γύρω από τη φαινομενική ασφάλεια της φωτιάς. Δίπλα στα αποκαΐδια, που κάπνιζαν ακόμα, το παιδί κρατούσε στην αγκαλιά του το δωρισμένο βιολί με το δεμένο κόκκινο μαντήλι, σαν εύθραυστο φυλαχτό.
Το ίδιο βράδυ βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μεγάλης γιορτής, με την προσοχή του αλαλάζοντος πλήθους στραμμένη πάνω του, καθώς το παιδί έδινε φωνή στο βιολί σα μέγας δεξιοτέχνης, σαν αρχετυπικός άγγελος δημιουργός ενός ήχου, που ανέκαθεν συνόδευε την ύπαρξη. Ξαφνικά όλος ο τόπος σείστηκε από το άηχο μιας μουσικής, σαν το δοξάρι να ήταν καλυμμένο με κουρέλια κι οι χορευτές απόμειναν βαλσαμωμένα, ακέφαλα, κενά ενδύματα απλωμένα στην αγχόνη ηλεκτρικών συρμάτων αχρηστεμένων από χρόνια. Το παιδί άρχισε μέσα στη σιωπή να μαζεύει με τις χούφτες κάλπικα χαρτονομίσματα, προϊόντα καλπάζοντος πληθωρισμού χωρίς αντίκρισμα, αποτυγχάνοντας συνεχώς να γεμίσει τις τρύπιες τσέπες του. Ξύπνησε από το όνειρο μέσα στην παγωνιά κάτω από μια βελανιδιά, της οποίας τα παλλόμενα κλαδιά, μετεωρίζονταν σαν χέρια λιπόσαρκου μαέστρου δίνοντας παραγγέλματα σε μια φανταστική ορχήστρα στη μέση του δάσους. Το βιολί είχε εξαφανιστεί.
Κάποιοι λένε πως οι αναμνήσεις των τόπων και των ανθρώπων εντυπώνονται σε συγκεκριμένο μέρος της ψυχής και μένουν εκεί για πάντα, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Όταν στη δύση της ζωής μου συνάντησα την ασπρόμαυρη φωτογραφία από το μεγάλο πόλεμο του προηγούμενου αιώνα, η οποία αποτύπωνε ένα απαγχονισμένο παιδί σε ένα δέντρο, αναγνώρισα τον πρωταγωνιστή των παράξενων παιδικών ονείρων μου, που πάντα ως επωδό και λίγο πριν ξυπνήσω κάθιδρος, μου φώναζε: «Αυτή η μουσική δεν ήταν ποτέ δική σου». Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, στη βάση του δέντρου ήταν παραταγμένη και πόζαρε μια ομάδα τεσσάρων ανδρών με κουρελιασμένα ρούχα. Στα χέρια του ψηλότερου, που είχε το ύφος αρχηγού και ένα πρόστυχο χαμόγελο στο ξεδοντιασμένο στόμα του, διέκρινα την ύπαρξη ενός βιολιού, που είχε δεμένο στην άκρη του ένα σκούρο μαντήλι, το οποίο εύκολα μπορούσε να μαντέψει κανείς, πως εκείνη την αιωρούμενη στιγμή της πραγματικότητας, λίγο πριν ο φωτογράφος παγώσει για πάντα το χρόνο, είχε το κόκκινο χρώμα του αίματος.