Νωρίς τ' απόγευμα κατέφθασαν στο σπίτι οι δυο θείες μου με τα παιδιά τους. Ο Γιώργος της Σούλας και ο Αντρέας και ο Νίκος της Νίκης. Στα μαλλιά τους ήταν κολλημένες οι τελευταίες σταγόνες τις βροχής. Ο Γιώργος έμενε δυο στενά πιο πάνω από μας και ερχόταν συχνά από τότε που μετακομίσαμε. Αν και δύστροπος κάποιες φορές, ήταν αυτός που μέρα με την ημέρα συμπαθούσα περισσότερο από τα ξαδέρφια και τα παιδιά της γειτονιάς. Συμμετείχε με πάθος στα παιχνίδια και πολλές φορές υπερέβαλλε εαυτόν για να πάρει τη θέση του στην ομάδα. Οι άλλοι δύο έμεναν μακριά και βλεπόμασταν αραιά και που, δυσκολευόμασταν να βρούμε τρόπους επαφής και όταν κάτι καταφέρναμε για ξεκίνημα, εξατμιζόταν μέχρι να ξανασυναντηθούμε.
Η μάνα μου με τις αδερφές της μπήκαν στη κουζίνα, στρώθηκαν γύρω από το τραπέζι κι άρχισαν το κουβεντολόι, εμείς βγήκαμε στην αυλή. Η αδερφή μου γρήγορα βαρέθηκε τα τόξα και τα βέλη και κλώσησε ανάμεσά τους. Εμείς βγήκαμε στον πίσω δρόμο και κατεβαίναμε κατά του Σώρα. Ήταν ένα μεγάλο χωράφι που ήξερα μόνο την αρχή του, δίπλα από το χαντάκι από όπου και μπαίναμε. Ποτέ δεν κατάλαβα τις διαστάσεις του, ακόμα κι όταν είχα μάθει καλά όλη τη γύρω περιοχή. Έμοιαζε να μην τελειώνει πουθενά. Ο σκοπός που κάθε φορά ερχόμασταν εδώ, ήταν να περπατήσουμε όσο πιο βαθιά γίνεται στην ατέλειωτη έκταση που πνιγόταν στη βλάστηση και το μυστήριο. Έπαιζαν με τις αντοχές μου οι διαστάσεις του. Σκεφτόμουν ότι μπορεί κάποιες φορές να 'χα πλησιάσει στο τέλος του αλλά αυτό φρόντιζε την κατάλληλη στιγμή να μεγαλώσει κι απογοητευμένο να με ξαποστείλει. Η προσπάθεια να καταχωνιάσω το φόβο μου ήταν μεγάλη, κάθε βήμα πιο βαθιά στο «δάσος», μετρούσε όλα τα παραμύθια και τις ιστορίες με τέρατα, μάγισσες και ξωτικά. Μέχρι και τον Ταρζάν και τους φίλους του θα μπορούσα να συναντήσω μέσα σε αυτή τη «ζούγκλα». Όμως αυτό που ένιωθα ήταν ένας φόβος γλυκός, μια ανησυχία απαραίτητη για να μην βαρεθώ στα πρώτα μέτρα. Με συνόδευε και φούντωνε όσο βαθύτερα μπαίναμε και μπλέκαμε στα ψηλά χορτάρια και τα πυκνά δένδρα.
Ένιωθα ασήμαντος, μικρός όταν έμπαινα σε τούτο το χωράφι. Οι πανύψηλες λεύκες φάνταζαν θεόρατες κι από χαμηλά φαίνονταν οι κορυφές τους να βελονίζουν τα σύννεφα. Φύσαγε, οι λεύκες έβγαζαν ήχους βιολιών και τα κλωνάρια του όρθια στητά σείονταν σαν δοξάρια κι έτριβαν τα ξερά τους φύλλα και τη σιωπή.
Πατούσαμε το μπακίρι των φθινοπωρινών φύλλων και ζωντάνευαν παντού ήχοι αποκοιμισμένοι από το μονότονο ρυθμό της βροχής. Τα πόδια μας είχαν μουσκέψει μέχρι πάνω από τους αστραγάλους. Μπροστά πήγαινα με το Γιώργο και πιο πίσω ακολουθούσαν οι άλλοι. Είχαμε περάσει τα προχειροφτιαγμένα τόξα στην πλάτη και κρατούσαμε στα χέρια όπλα από ξύλα για εχθρούς πραγματικούς και φανταστικούς.
Με κάθε βήμα ξεκόκκιζα την ανησυχία μου σαν τ' ώριμο καλαμπόκι. Αυτή η ίδια ανησυχία ήταν που με 'στελνε πίσω και μ' έσπρωχνε μπροστά. Σαν τα φύλλα του κρεμμυδιού τυλιγόμουν από στρώσεις φόβου, περιέργειας, απορίας και ανησυχίας. Οι άλλοι δεν ήξερα και ποτέ δεν έμαθα πώς ένιωθαν. Δεν έκανα κουβέντα γι τέτοια γιατί καταλάβαινα πως δεν ήθελε και πολύ να μας αρπάξει ο τρόμος και να γυρίσουμε πίσω χωρίς να ξαναπατήσουμε εδώ μέσα.
Έμοιαζε η πορεία μας, με το πιρούνι που κάποια μεσημέρια ισορροπούσα στο χείλος του πιάτου και φύσαγα να δω κατά που θα γείρει. Ένα αεράκι ψυχρό έχτιζε κύματα στα μαλλιά μας και πετροβολούσε τα νερά από τα φύλλα στα ρούχα μας. Βαδίζαμε για ώρα κι αν δεν υπήρχε το σημάδι της νύχτας θα μου φαινόταν μέρες ολόκληρες. Δεν είχαμε βγάλει κουβέντα για να μην μας ακούσουν, και ν' ακούμε εμείς. Η ησυχία μπλεκόταν στα πόδια μας και των δένδρων τις φυλλωσιές, την κλωτσούσαμε κρατώντας όμως την ανάσα για να της δείξουμε σεβασμό. Οι ήχοι ζωντάνευαν τον τόπο γύρω, τα ξαφνικά σπασίματα των ξερών κλαδιών αγρίευαν τις ματιές, με κόπο τις τυλίγαμε με χαμόγελο. Όπου κι αν κοίταζα μόνο λεύκες έβλεπα, μερικά καχεκτικά χαμόδεντρα, εδώ κι εκεί έμοιαζαν με τους υπηρέτες μιας πολύβουης δεξίωσης.
Το φως το έκλεβαν από ψηλά οι λεύκες κι αφού μασούσαν τον καρπό, φτύνανε τα φλούδια τ' άχρηστα στο χώμα και στ' αχαμνά φύλλα των χαμόδεντρων.
Το φως της γαλαζόπετρας εδώ και ώρα είχε χωνευτεί σιγά σιγά από το κοκκινωπό σκούρο του δειλινού, που φαινόταν σκαλωμένο στις πιο ψηλές των δένδρων κορφές σαν στιγμιαίο αντιχαιρέτισμα.
Βαδίζαμε γοργά μουσκεμένοι από το νερό που τίναζαν τα δένδρα πάνω μας και τον ιδρώτα που νιώθαμε να μας λούζει από τις καυτές μας ανάσες περισσότερο, παρά από τους λυμένους κόμπους που 'τρεχαν στο μέτωπό μας ανακατεμένοι με τις σταγόνες της βροχής.
Έτσι που προχωρούσα και παράσερνα και τους άλλους, ήταν σαν να με έχει στείλει σε κάποιο θέλημα η μάνα μου κι έπρεπε να βρεθώ σε ορισμένο σημείο, συγκεκριμένη ώρα, δεν έψαχνα, δεν λοξοδρομούσα, ούτε καν μιλούσα. Με γοργό βήμα διέσχιζα το χωράφι κι ακολουθούσαν και οι άλλοι σαν να μας περίμενε κάποιος και είχαμε καθυστερήσει. Ένας μαλακός φόβος ζωογόνος έγνεθε το μαλλί του προσέχοντας το χαμόγελό του να 'ναι γλυκό και μην φανούν τα μέσα δόντια του και μας τρομάξει.
Ξαφνιάστηκα, τ' άκουσα σαν προσβολή και σαν βρισιά, τα λόγια του Νίκου από πίσω.
―Πού, πάμε, ρε, τόσο μακριά;
―Γιατί, τι θες; είπα κοφτά και σταμάτησα.
―Προχωράμε τόση ώρα, σε λίγο θα νυχτώσει, γι αυτό το λέω.
Ήμουν θυμωμένος, γιατί η φράση του, μ' ενόχλησε, ξεσπίτωσε τη δαιμονισμένη επιθυμία που μ' είχε κυριεύσει να χωθώ όσο πιο βαθιά γίνεται στο δασάκι της τρωτής μου ασφάλειας. Γρήγορα συνήλθα και κατάλαβα ότι δεν είχε κι άδικο που ρωτούσε, αρκεί να λειτουργούσε λίγο το μυαλό και θα ξεπηδούσε μόνη της η απορία. Γι αυτό δεν μιλούσα τόση ώρα και περπατούσα σαν υπνωτισμένος να μην σηκώσω της λογικής τα νυσταγμένα βλέφαρα.
Μαλάκωσα το ύφος γιατί έβλεπα ότι αν αρνιόντουσαν ν' ακολουθήσουν θα 'παιρνε τέλος άδοξο η 'εκστρατεία'. Μόνος θα 'βλεπα για τα καλά τα μέσα δόντια τα κοφτερά του φόβου και ούτε πέντε βήματα δεν θα μπορούσα να συνεχίσω.
―Έλα, ρε, είπα, λίγο πιο κάτω θα πάμε και γυρίζουμε.
―Ρε, η μάνα μας θα μας ψάχνει, να φύγουμε.
―Εντάξει, ρε, δε σου είπαμε να κάνουμε και δέκα ώρες εδώ παρακάτω θα πάμε, σε πέντε λεπτά γυρίζουμε, εσύ, ρε Γιώργο, τι λες; ρώτησα σίγουρος ότι θα συμφωνήσει μαζί μου.
―Εντάξει, είπε αυτός και κατέβασε το βλέμμα.
―Εγώ κι ο Αντρέας άμα κάνουμε περισσότερο από πέντε λεπτά θα γυρίσουμε πίσω.
Γύρισα αστραπιαία κι άρχισα να βαδίζω γρήγορα. Ένιωθα ότι κάπου έπρεπε να φτάσω, αλλά δεν το μπορούσα μόνος.
Περάσαμε ένα φράχτη από βάτα που δεν έφραζε χώρο αλλά χρόνο και βρεθήκαμε σ' ένα μεγάλο άνοιγμα. Τα δένδρα αραίωναν για λίγα μέτρα και φανέρωναν μια φέτα γκριζοπράσινο ουρανό να στέκει με το πηγούνι στηριγμένο στον αντίχειρα και να μας κοιτά. Δεν καταλάβαινα αν ο τόπος είχε μαυρίσει από τη βροχή ή τη νύχτα που ‘ερχόταν διπόδι κατά πάνω μας. Βγήκαμε από το ξέφωτο και μπήκαμε σε πιο πυκνή βλάστηση από τα πριν. Δεν θ' αργούσε ο Νίκος να διαμαρτυρηθεί, όταν μια αστραπή φώτισε το τόπο με τα πυκνά δένδρα και μόνον αυτόν. Τον έκαμε για μια στιγμή μέρα, ζωγράφισε τις σκιές των δένδρων, λαμπύρισαν τα φύλλα τους και γυάλισαν οι κορμοί. Μείναμε ακίνητοι και οι τέσσερις ταυτόχρονα . Στο βάθος του χωραφιού κουνήθηκε μια φιγούρα γέρικη με γενειάδα μακριά κι ανακατωμένα μαλλιά. Μορφή έξω από το χρόνο και προέκταση, μέρος, κομμάτι του χώρου. Ήταν ντυμένος σαν τα πολύ παλιά χρόνια, με μακρύ χιτώνιο σε χρώμα χωμάτινο και τρύπες παντού, με ραβδί ψηλότερο απ' αυτόν και γυμνά πόδια. Σήκωσε τα χέρια σαν σε προσευχή και τον άκουσα χωρίς να βγάζει ήχο να με καλεί κοντά του μόνο μου.
―Έλα μόνος σου, εμείς φεύγουμε είπε ο Νίκος και μου τράνταξε τον ώμο και το μυαλό. Γύρισα και τον κοίταξα, πρέπει να 'χε αλλάξει η όψη μου γιατί με ρώτησε απορημένος.
―Τι έπαθες, ρε;
―Τίποτα πάμε είπα. Έριξα μια ματιά κατά κει που είδα τον γέρο, η αστραπή που χάθηκε έκανε τον τόπο πιο σκοτεινό, από πριν. Δεν φαινόταν παρά η πρώτη σειρά των δένδρων και κείνη αχνά. Αναρίγησα στη σκέψη του γέρου, πέρασα τα χέρια μου μπροστά από το πρόσωπο σαν να νιβόμουν. Γύρισα, κοίταξα τους άλλους, είχαν ξεκινήσει για την επιστροφή, δεν είχαν δει τίποτα, βιάστηκα να τους ακολουθήσω.
Κρατούσα την εικόνα σφιχτά στο μυαλό μου σαν να την είχα παρατηρήσει ώρα, σαν να την είχα δει και ξαναδεί πολλές φορές. Είχε διαρκέσει όσο μισή ανάσα, μια αστραπή, ένα τίποτα και ήταν τόσο καθαρή, τόσο ζωντανή η εικόνα του... Κομμάτι χρόνου και χώρου σαν γλυπτό σμιλεμένο στο μυαλό μου με αδρές γραμμές και φόντο που να το σπρώχνει στα κατάβαθα μου, τέτοια καθαρότητα δεν είχε αποκτήσει ποτέ και δεν θ' αποκτήσει ποτέ η ζωή, η ζωή μου.
Έτρεμα στη σκέψη αλλά το 'ξερα με είχε καλέσει κι έπρεπε να πάω, έπρεπε να πάω να τον γνωρίσω, έπρεπε να πάω για να πατήσω στο ξύλινο, όλο τριξίματα πάτωμα της αυτογνωσίας μου, αλλά η σκέψη και μόνο με τρόμαζε, φρούμαζε μέσα μου η αδυναμία μπροστά στο γαύγισμα του φόβου, το 'ξερα όμως έπρεπε να πάω και να πάω μόνος. Η ανάγκη όμως δεν ακόνισε όσο έπρεπε την επιθυμία κι αυτή λύγισε στο πρώτο γερό χτύπημα. Σκέβρωσε διπλώθηκε στα δυο κι έμεινε ορφανή από λεπίδα.
Ο Νίκος κι Αντρέας κατέβαιναν σφαίρα ανάμεσα στα δέντρα, το κατηφορικό κομμάτι του χωραφιού, ο Γιώργος πιο πίσω κρατούσε μιαν επαφή μαζί μου, κοιτώντας που και που πίσω του κι εγώ έδινα απολογία στο απογοητευμένο κομμάτι μου, με προχειροψαγμένες δικαιολογίες για κείνα που δεν έκανα.
Το σκοτάδι γυαλισμένο σαν φρεσκοπλυμένο μαύρο γατί, κουλουριαζόταν στις ρίζες των δένδρων, στις συστάδες των μικρών θάμνων, στους μπόγους από βάτα και στα πόδια μας από τον αστράγαλο και κάτω
Οι άλλοι είχαν ξεμακρύνει ακόμα περισσότερο κι ο Γιώργος κοιτούσε όλο και πιο συχνά πίσω του, με παρακαλούσε με το βλέμμα, να βιαστώ. Λυπόταν να ξεμείνω μόνος και φοβόταν να καθυστερήσει κι άλλο μαζί μου. Η ενοχή είχε εξουδετερώσει το φόβο μου, σαν πόνος πάνω στον πόνο, σαν σκορπιός πάνω στη δαγκωματιά του.
Ο Γιώργος με κοίταξε επίμονα πριν στρίψει πίσω από μια μεγάλη συστάδα από χαμόκλαδα, θαρρώ κούνησε και το χέρι του. Έτρεξα ξοπίσω του και τον πρόλαβα πίσω από τα χαμόκλαδα. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του κι άκουσα στα δάχτυλα να βγαίνει από το στήθος του, ένας βαθύς γλυκός αναστεναγμός. Οι άλλοι είχαν χαθεί.
―Αυτοί ήταν οι δυο τους κι έφυγαν, έπρεπε να σ' αφήσω μόνο σου, μαλάκα, είπε και γρήγορα καθάρισε κάτι από το βλέμμα του.
―Κι εμείς είμαστε οι δυο μας, ρε, και είμαστε οι αρχηγοί, κάνουμε οπισθοχώρηση και πρέπει να μείνουμε τελευταίοι.
Με κοίταξε σαν να του έδωσα μια καλή λύση σε μεγάλο πρόβλημα, ασυναίσθητα τέντωσε το κυρτωμένο του κορμί και τα σφιγμένα χείλη του χαλάρωσαν λίγο πριν το χαμόγελο.
―Εσύ είσαι αρχηγός κι εγώ στρατηγός, εντάξει; συνέχιζε τη κουβέντα που φαίνεται τον τύλιγε ζεστά.
―Εντάξει, είπα και κατέβασα το χέρι από τον ώμο του, μου φαινόταν πως δεν πήγαινε με την συζήτηση.
―Ναι, όμως ο Νίκος είναι μεγαλύτερος από μένα; είπε με μια μικρή αγωνία στη λακουβίτσα πάνω από το σαγόνι.
―Στρατηγοί δεν γίνονται οι μεγαλύτεροι, αλλά οι πιο γενναίοι κι όσοι αντέχουν στις δυσκολίες. Απάντησα με ύφος κοφτό, δέκα αρχιστρατήγων μαζί. Έφυγε η αγωνία από τη λακουβίτσα και τρύπωσε η απορία ανάμεσα στα φρύδια.
―Και τι θα κάνουμε τώρα;
―Θα δεις, είπα χωρίς να 'χω σκεφτεί τίποτα. Έπαιρνε τα γαλόνια του ένα ένα, κάθε φορά που 'στρεφε το βλέμμα κατά πάνω μου, κρατώντας το φόβο του ανάμεσα στη μασχάλη. Είχαμε μείνει να παλεύουμε με τα βλέμματα. Να παρακαλάμε, να ευχόμαστε να νοιαζόμαστε. Έφερνε το μήνυμα ο βρεγμένος αέρας, ότι θα σπαταλήσουμε στιγμές, χαμόγελα, δάκρυα, εγωισμούς και χάδια, μαζί. Τεμάχισε ο αέρας την έννοια και την κρέμασε ακριβοδίκαια, μισή μισή κάτω από τα μουσκεμένα τσουλούφια μας. Ήθελα να του πιάσω τον ώμο, μπορεί και τη χούφτα, αλλά καταλάβαινα ότι δεν ταίριαζε στην περίσταση. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες. Στη δεξιά βρήκα το ξεχασμένο γυαλένι και το πήρα ανάμεσα στα δάχτυλα. Μου φάνηκε παράξενο που βρέθηκε στη τσέπη μου, νόμιζα πως είχε περάσει καιρός από τότε. Το στριφογύριζα ανάμεσα στα δάχτυλα και βάλθηκα να σκέφτομαι, με τι τρόπο θα ξεπεράσουμε τα τυπικά προσόντα του Νίκου.