1. Το πρώτο πολιτισμικό κίνημα του 20ού
αιώνα που σηματοδότησε την απαρχή συγκλονιστικών και καθοριστικών εξελίξεων ειδικά στην λογοτεχνία και γενικά στις τέχνες, όπως είναι γνωστό εκδηλώθηκε το 1909 στην Ιταλία: ο Φουτουρισμός.
Ο επίσημος «καταστατικός χάρτης» του Φουτουρισμού όμως δημοσιεύτηκε στη γαλλική γλώσσα(!) στη πρώτη σελίδα της παρισινής εφημερίδας Le Figaro, στις 20 Φεβρουαρίου 1909 και από εκεί ξεκίνησε την διεθνή «σταδιοδρομία» του. Η πρώτη δημοσίευσή του όμως είχε προηγηθεί κατά 15 ημέρες στην Ιταλία όπου εμφανίστηκε διαδοχικά στις 5 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Gazzetta dell’Emilia της Μπολόνια,
στις 6 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Il Pùngolo
της Νάπολης, στις 8 Φεβρουαρίου στην καθημερινή Gazzetta di Mantova στην ομώνυμη πόλη, στις 9 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Arena di Verona, πάλι της ομώνυμης πόλης, στις 10 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Il Piccolo της Τεργέστης και τέλος στις 16 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Il Giorno της Ρώμης.
Δηλωμένη αιτία του Μανιφέστου του Φουτουρισμού ήταν η αντίδραση στην αστική κουλτούρα του 1800 συμπεριλαμβανομένου και του Decadentismo του Gabriele d’Annunzio, τότε στο ζενίθ του. Το βασικό του μότο ήταν «Λόγια ελεύθερα» τα οποία θα έπρεπε να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή ρητορική του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού και όλων των άλλων συναφών –ισμών.
Ιδού λοιπόν το κείμενο την προκήρυξης που συνέταξε ο Filippo Tommaso Marinetti, ποιητής και συγγραφέας, και ίσως ο πιο ενδιαφέρον συντελεστής του κινήματος:
1. Εμείς θέλουμε να τραγουδήσουμε την αγάπη για τον κίνδυνο, την συνήθεια στην ενέργεια και το παράτολμο.
2. Το κουράγιο, η τόλμη, η εξέγερση θα είναι τα ουσιώδη στοιχεία της ποίησής μας.
3. Έως σήμερα η λογοτεχνία εκθείασε την συλλογισμένη ακινησία, την έκσταση και τον ύπνο. Εμείς θέλουμε να εκθειάσουμε την επιθετική κίνηση, την πυρετώδη αϋπνία, το τρέξιμο, το θανατηφόρο άλμα, το χαστούκι και τη γροθιά.
4. Εμείς επιβεβαιώνουμε πως η μεγαλοπρέπεια του κόσμου εμπλουτίστηκε με μια καινούρια ομορφιά: η ομορφιά της ταχύτητας. Ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο με το καπό του στολισμένο με χοντρές σωλήνες σαν φίδια που εκπέμπουν μια εκρηκτική ανάσα…ένα αυτοκίνητο που βρυχάται και μοιάζει να τρέχει σα πολυβόλο, είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης.
5. Εμείς θέλουμε να εξυμνήσουμε τον άνδρα που σφίγγει το βολάν του οποίου η ιδεατή μπάρα διαπερνά τη Γη στη φρενήρη διαδρομή της τροχιάς της.
6. Ο ποιητής πρέπει να αφιερώνεται με ζήλο, πλούτο και γενναιοδωρία στο να αυξάνεται ο ενθουσιαστικός ζήλος των πρωταρχικών στοιχείων.
7. Δεν υπάρχει περισσότερη ομορφιά απ’ εκείνη της πάλης. Κανένα έργο που δεν διαθέτει έναν επιθετικό χαρακτήρα μπορεί να είναι ένα αριστούργημα. Η ποίηση πρέπει να συλληφθεί ωσάν μια βίαιη έφοδο ενάντια σε άγνωστες δυνάμεις με σκοπό να τις αναγκάσει να υποκλιθούν μπροστά στον άνθρωπο.
8. Εμείς βρισκόμαστε στο έσχατο ακρωτήρι των αιώνων! Γιατί να κοιτάζουμε πίσω απ’ τις πλάτες μας εάν θέλουμε να διαρρήξουμε τις μυστηριώδεις πόρτες του αδύνατου; Ο Χρόνος και το Διάστημα πέθαναν χθες. Εμείς κιόλας ζούμε στο απόλυτο, γιατί δημιουργήσαμε κιόλας την αιώνια πανταχού παρούσα ταχύτητα.
9. Εμείς θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο – μοναδική υγεία του κόσμου – τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστροφική χειρονομία των αναρχικών, τις ωραίες ιδέες για τις οποίες πεθαίνουμε και την περιφρόνηση της γυναίκας.
10. Εμείς θέλουμε να καταστρέψουμε τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, της παντός τύπου ακαδημίες, και να καταπολεμήσουμε την ηθικοκρατία (μοραλισμό), τον φεμινισμό και κάθε καιροσκοπική και ωφελιμιστική δειλία.
11. Εμείς θα τραγουδήσουμε τα μεγάλα ανήσυχα πλήθη μες στην εργασία, την ευχαρίστηση ή το ξεσήκωμα: θα τραγουδήσουμε τις μεγάλες πολύχρωμες και πολυφωνικές παλίρροιες των επαναστάσεων στις μοντέρνες πρωτεύουσες, τους αχόρταγους σταθμούς που καταβροχθίζουν καπνίζοντα φίδια, τα κρεμασμένα απ’ τα σύννεφα εργοστάσια μέσα στα συστρεφόμενα νήματα των καπνών τους, τις γέφυρες όμοιες με γίγαντες γυμναστές που διασκελίζουν τα ποτάμια και στον ήλιο αστράφτουν με τη λάμψη του μαχαιριού, τα περιπετειώδη πλοία που οσφραίνονται τον ορίζοντα και τις φαρδύστηθες ατμομηχανές που ποδοκροτούν πάνω στις ράγες ωσάν τεράστια σιδερένια άτια μέσα στα χαλινάρια των σωλήνων και την ολισθηρή πτήση των αεροπλάνων που οι έλικες ανεμίζουν σαν σημαίες και μοιάζουν να χειροκροτούν σαν ένα ενθουσιώδες πλήθος.
Εμείς από την Ιταλία εξαπολύουμε στον κόσμο αυτή τη διακήρυξή μας, ανατρεπτική και εμπρηστική, με την οποία ιδρύουμε σήμερα τον ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΜΟ γιατί θέλουμε να ελευθερώσουμε αυτή τη χώρα από τη βρωμερή γάγγραινα των καθηγητάδων, των αρχαιολόγων, των ξεναγών και των εμπόρων αρχαιοτήτων. Από πολύ καιρό κιόλας η Ιταλία είναι μια αγορά παλιατζήδων. Εμείς θέλουμε να την ελευθερώσουμε από τα αμέτρητα μουσεία που ολόκληρη τη σκεπάζουν με νεκροταφεία.
Σε γενικές γραμμές, θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί πως το κίνημα του Φουτουρισμού υπήρξε η επαλήθευση της αρχής «σε κάθε δράση αντιστοιχεί μια αντίδραση».
Στα τέλη του 19ου αιώνα το έλλειμμα της ιταλικής λογοτεχνίας συνοψιζόταν στη παντελή έλλειψη ισχυρών περιεχομένων, κάτι ωστόσο που συνέβαινε σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και μαζί σε ένα είδος καθίζησης της έμπνευσης και θεματολογίας μέσα σε παρακμιακούς ορίζοντες, ίσως προαναγγελία της διάλυσης που θα προκαλούσε μερικά χρόνια αργότερα ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
Έτσι οι Φουτουριστές θέλησαν να καταπολεμήσουν την αδράνεια και την άγονη στασιμότητα με μια αντίδραση διαμετρικά αντίθετη που συμπεριλάμβανε προπαντός και τη χρήση της άκρατης υπερβολής. Και η αλήθεια είναι πως αυτή η επίθεση ταρακούνησε επαρκώς τους χειμαζόμενους διανοούμενους.
Επιπλέον ήταν μια εποχή που σε όλη την Ευρώπη η βιομηχανία γινόταν όλο και περισσότερο επιβλητική, έτσι μέσα σε εκείνη τη γενικευμένη έξαρσή της και οι Φουτουριστές ένιωσαν την επιτακτική ανάγκη, σχεδόν υποχρέωση, να διακηρύξουν συνάμα την ενεργό παρουσία της Ιταλίας στον ευρωπαϊκό στίβο, μιας Ιταλίας εν κινήσει και με απόλυτη δυνατότητα να λάβει μέρος, και μερίδιο, στην νέα κοσμογονική εμπειρία προαναγγελία της οποίας ήταν η υπεροχή της βιομηχανικής προόδου ακριβώς στην εικόνα των δυο πλέον συμβολικών προϊόντων της: το αυτοκίνητο και η ταχύτητα!
Απ’ την άλλη μεριά, και η φασιστική πολιτική ηγεσία άδραξε την μοναδική ευκαιρία να «παρεισφρήσει» στον νέο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό οργασμό αξιοποιώντας τις δυνατότητές του να επηρεάσει όλο τον ιταλικό πληθυσμό.
Παντού στα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη επικρατούσε η έννοια και η πρακτική του «πολιτισμού των μηχανών», ο οποίος ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πραγματοποιούσε τα πρώτα εντυπωσιακά επιτεύγματα.
Εν τούτοις όμως, σε γενικές γραμμές, οι Φουτουριστές ήθελαν να βεβαιωθούν και να επιβεβαιώσουν ότι η τεχνολογική πρόοδος που βάδιζε με γοργούς ρυθμούς δεν θα «υπερέβαινε» τη λογοτεχνία, αλλά θα την απορροφούσε μέσα στην εξέλιξή της διότι η πρόοδος νοείται στο μέτρο που ο Άνθρωπος την χρησιμοποιεί για να προκαλέσει με ειλικρίνεια τη φύση του που είναι ένστικτο. Και η λογοτεχνία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα πρωτογενή υλικά της που είναι οι λέξεις μέσα στη δίνη του ένστικτου.
Επειδή δεν είναι η Πρόοδος που παράγει τον Άνθρωπο αλλά το αντίθετο, ο Άνθρωπος αντιδρά στην δυνητικά υπέρτερη ισχύ της Προόδου τοποθετώντας, σε αντιδιαστολή, την παρουσία του σε θέση απόλυτης και καθοδηγητικής κεντρικότητας και διακηρύσσοντας μετ’ επίταση ότι είναι αυτός που θα χρησιμοποιήσει την ταχύτητα κι όχι η ταχύτητα αυτόν.
2. Ο Φουτουρισμός, μαζί με άλλες πολιτισμικές εμπειρίες, λ.χ. ο Ντανταϊσμός, ο Υπερρεαλισμός, ανήκει στην μεγάλη ομάδα των λεγόμενων Ιστορικών Πρωτοποριών, όπως ονομάζονται οι πειραματικές δημιουργίες των αρχών του 20ού αιώνα για να ξεχωρίσουν από εκείνες μεταγενέστερων εποχών(από το 1940 και μετά).
Βασικό «συστατικό», μέλημα και σκοπός των Ιστορικών Πρωτοποριών είναι η σαφής και βίαιη ρήξη των διανοούμενων της με το απώτερο παρελθόν (ο αρχαίος κόσμος) αλλά και με το πιο πρόσφατο (η κουλτούρα του ‘800).
Είναι γνωστόν πως στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 1900 είχαν δημιουργηθεί – πολύ πιθανόν και σαν συνέπεια της βιομηχανικής έξαρσης και της μονεταριστικής της προοπτικής – αντικειμενικές συνθήκες απόρροια των οποίων ήταν η εγκατάσταση μια; καθεαυτού «πολιτισμικής αγοράς», μιας «αγοράς της κουλτούρας» στην οποία το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό προϊόν μετατρέπεται σε εμπόρευμα που αγοράζεται, πωλείται και ανταλλάσσεται.
Συντελείται λοιπόν το κρίσιμο «πέρασμα» από ένα κοινό που το αποτελεί μια περιορισμένη ελίτ καλλιεργημένη, πλούσια και εκλεπτυσμένη, με τους καλλιτέχνες ελεύθερους να δημιουργούν και να πειραματίζονται νέα και διαφοροποιημένα προϊόντα, σε ένα κοινό όλο και πολυπληθέστερο, κοινωνικά πλατύτερο, μετρίου πολιτισμικού διαμετρήματος, γενικά ανώνυμο και προσκολλημένο κυρίως στις μόδες του καιρού και στα σχετικά σκάνδαλά τους παρά σε αυθεντικές αξίες και προτάσεις.
Η πολιτισμική μετατρέπεται σε πολιτιστική βιομηχανία της τέχνης, και ειδικά του λόγου, προκρίνει για τους καταναλωτές της προϊόντα σειράς τα οποία εκφράζουν γλωσσικά και θεματικά ό, τι προηγουμένως «παίχθηκε» με επιτυχία. Μια αναπαραγωγή στερεότυπων αναμασημάτων που αποκοιμίζει την νοημοσύνη.
Ενάντια σε αυτές τις ασύδοτες εμποροποιήσεις της τέχνης κινούνται οι Ιστορικές πρωτοπορίες: απορρίπτουν με δύναμη την υποδούλωση σε μια «πολιτιστική» βιομηχανία που ισοπεδώνει και εξευτελίζει την πνευματική δημιουργία ακυρώνοντας την μοναδικότητα και διανοητική υπεραξία της. Οι ποιητές και οι καλλιτέχνες δεν δέχονται να είναι και να θεωρούνται εργάτες μιας τέχνης ηθικά στραπατσαρισμένης και αναξιόπιστης.
Ως εκ τούτου, ορμητική και ακραία γίνεται η αντίδραση προς την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων παραπαίουσα ανάμεσα στην ανυπέρβλητη αδυναμία ανανέωσης και την ανεξέλεγκτη εγκατάλειψη των όποιων και ενδεχομένων προθέσεων εξέλιξης.
Φυσικό είναι επομένως οι Φουτουριστές να διεκδικούν με πείσμα την καταστροφή των πεπερασμένων και χρεωκοπημένων πολιτισμικών κωδίκων και να επιμένουν με το ίδιο πείσμα στην εύρεση και χρήση γλωσσικών τρόπων που ουδέποτε στο παρελθόν είχαν χρησιμοποιηθεί, όπως και στην επίδειξη κραυγαλέα εκκεντρικών καταστάσεων και ακατάληπτων ηθών, πολύ συχνά μέσα σε άγριες σκανδαλώδεις εκδηλώσεις.
Και βέβαια, κοινός παρανομαστής αυτής της ηθελημένα εξωφρενικής συμπεριφοράς δεν μπορούσε να είναι παρά η περιφρόνηση και το μίσος για τα ακατέργαστα και εύκολα στην «καθοδήγηση» πλήθη, την ανώνυμη μάζα ανθρώπινων προβάτων.
Το πιο άμεσο και έντονο στοιχείο που χαρακτηρίζει τους Φουτουριστές είναι η θέληση, αλλά επίσης θα έλεγα και ένα είδος «αγωνίας» να διαχωρίσουν καθαρά, και προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης και παρερμηνείας, τη θέση τους σε σχέση με τις φαύλες, πολιτικές και πολιτισμικές αξίες της νοοτροπίας της παράδοσης. Χωρίς κανένα ενδοιασμό στιγματίζουν με τον πιο σκληρό τρόπο την παλιά, βαλσαμωμένη κουλτούρα των μουσείων, των βιβλιοθηκών και των ακαδημιών ως αχρεία έκφραση στασιμότητας και θανάτου που καταδικάζει τον άνθρωπο σε μια λαγνεία αυτοκαταστροφής και επομένως ανυπαρξίας.
Οι Φουτουριστές απεχθάνονται την ακινησία
στην οποία αντιτάσσουν την δράση και την αέναη κίνηση – ένα παραληρηματικό perpetuum mobile – που είναι ζωή, ενέργεια, δύναμη, εξουσία, αθανασία. Επικαλούνται υψηλόφωνα την ομορφιά του κινδύνου, όχι μόνο σε εννοιολογικό επίπεδο, αλλά και στον στίβο της φυσικής δράσης, της ορμής, από την απλούστερη και ηπιότερη μορφή του αθλητισμού και της γυμναστικής έως το κατά πολύ πιο εντυπωσιακό και πολιτικο-κοινωνικά καθοριστικό σύμπαν της βίας και της επιθετικότητας, δυο έμφυτες εξάλλου καταστάσεις του ανθρώπινου όντος, αλλά και γενικά μέσα στη φύση, οι οποίες όμως στην φουτουριστική φιλοσοφία της ζωής τίθενται ως οι κατ’ εξοχήν βάσεις για την εξύμνηση του αγώνα και του πολέμου, το κινούν δίδυμο των ανδρικών αρετών που είναι το θάρρος, η τόλμη και η εξέγερση εντός της ύπαρξης και της τέχνης.
Το κεντρικό όραμα του κινδύνου προϋποθέτει την ανανεωτική αξιοποίηση της ταχύτητας, εκείνης της ταχύτητας η οποία αναταράσσει τους τρόπους και ρυθμούς του ανθρώπου δημιουργώντας μια καινούρια δόμηση του χρόνου και του τόπου και έναν νέο έλεγχο πάνω στον ρου τους. Και βέβαια, όπως είπαμε, δυο είναι τα σύμβολα της επιταγής «κίνδυνος και ταχύτητα»: το αεροπλάνο και, πιο ειδικά διότι και πιο εύχρηστα, το αυτοκίνητο, ένα καταπληκτικό «εργαλείο» έκφρασης, ευαίσθητο και βαρύ, άγριο και μεταλλικό, με καταπληκτική ενέργεια, κίνηση, θόρυβο και κίνδυνο. Το τέλειο όργανο της λατρείας του θάρρους και της τόλμης!
3. Είναι αυτονόητη η μετάθεση, η επαλήθευση και πραγματοποίηση όλων αυτών των καταστατικών στοιχείων της φουτουριστικής γνώσης και «θρησκείας» και
μέσα στον χώρο της ποιητικο-καλλιτεχνικής δημιουργίας, με αποτέλεσμα την παραγωγή έργων απολύτως ανατρεπτικών, εκτός οιωνδήποτε ορίων, έστω κι αν γίνεται έντονα ορατή η πιθανότητα λεκτικού και/ή διανοητικού εκτροχιασμού, γελοιότητας ή γελοιοποίησης στα μάτια του παλιού ορθολογιστικού «καθωσπρεπισμού» την εξόντωση του οποίου ο Φουτουρισμός διακαώς επιδιώκει.
Με ένα λεξιλόγιο άκρως ρυθμικό, αναντίρρητο και θεληματικό, όμοιο με εκείνο των πολιτικών ή στρατιωτικών διαγγελμάτων, η ένταση της ενέργειας που διακατέχει τον συγγραφέα εκλύεται στην συνεχή και επαναλαμβανόμενη χρήση των μελλόντων και των προστακτικών.
Στο «Τεχνικό φουτουριστικό μανιφέστο» (1912) της λογοτεχνίας συντελείται η επανάσταση του συντακτικού: ζητείται η τοποθέτηση των ουσιαστικών κατά τύχη, έτσι όπως εμφανίζονται ―η κατάργηση των επιθέτων ώστε να δοθεί στο όνομα η ουσιώδη σημασία του―επιβάλλεται η χρήση του ρήματος στο απαρέμφατο για να τονιστεί η αίσθηση της συνέχειας της ζωής ― απαιτείται η προσαρμογή του ρήματος στο ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται διότι ντο απαρέμφατο, στίγμα της διάρκειας, εξαλείφει την ατομικότητα και την εξειδίκευση της πράξης υπερτονίζοντας την αχρονικότητά της. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται δυνατή η δημιουργία αυθαίρετων και φανταστικών σχέσεων.
Προτρέπονται οι συγγραφείς να εγκαταλείψουν το επίρρημα επειδή αυτό διατηρεί ενωμένη τη φράση προκαλώντας μια ενοχλητική μονοτονία, πρόδρομος της ζοφερής ακινησίας. Ζητείται ο διπλασιασμός των ουσιαστικών, δηλαδή η πρόσθεση στο ουσιαστικό ενός άλλου με το οποίο να συνδέεται κατ’ αναλογία. Επίσης διαγράφεται η στίξη και υποδεικνύεται να αντικατασταθεί με μαθηματικά σημεία με βάση τον φυσικό-ποσοτικό παράγοντα ικανό να προσποιηθεί τη κίνηση, την ταχύτητα και το ταυτόχρονο.
Στα κείμενα πρέπει να υπάρχει μια όσο γίνεται μεγαλύτερη κλιμάκωση αναλογιών, ενώ οι εικόνες πρέπει να τοποθετούνται με όσο γίνεται περισσότερη ακαταστασία, σε μια χαοτική αλληλοδιαδοχή.
Τελικά, άμεσος και ολοκληρωτικός σκοπός είναι η κατεδάφιση του «εγώ» στη λογοτεχνία, τουτέστιν, στη πράξη, της ψυχολογίας η οποία θωρείται απαράδεκτος νοητικός δεσμός ενάντια στην ελευθερία του είναι και του φαίνεσθαι.
Έτσι γεννιούνται οι «λέξεις εν ελευθερία», οι ελεύθερες λέξεις μιας ελεύθερης σκέψης, δίχως μειωτικές στην ευκινησία τους οργανώσεις σε φράσεις και περιόδους, χωρίς τις γραμματικο-συντακτικές δουλείες και υποχρεώσεις και με την άνευ ορίων δυνατότητα χρησιμοποίησης των πλέον διαφορετικών γλωσσικών δομών(νεολογισμούς, διαλεκτικές μορφές, ονοματοποιίες ζωικών και μηχανικών ήχων, κλπ.). Συνάμα αποκλείεται ρητά η αναφορά σε παράδοση και σε παρωχημένες ποιητικές και γλωσσικά δεδομένα.
Με τον «ελεύθερο στίχο» λοιπόν, στα χνάρια των θεωριών που είχε αναπτύξει στη Γαλλία ο Gustave Kahn και για τις οποίες το περιοδικό Poesia του Marinetti είχε αφιερώσει το 1905 μια σημαντική Διεθνή Έρευνα, οι φουτουριστές λογοτέχνες, κιόλας στην Ανθολογία τους το 1912, θέτουν τις θέσεις και προϋποθέσεις σχετικά με την ανάδειξη των νέων τεχνολογιών: κινητήρες, ηλεκτρισμός, αεροπλάνο για τον θρίαμβο της ταχύτητας μέσω κεραυνοβόλων διαισθήσεων.
4. Είναι αναμφισβήτητο πως οι πηγές του ιταλικού Φουτουρισμού ως καλλιτεχνική πρωτοπορία, ιδίως στην ζωγραφική και γλυπτική, εντοπίζονται στον γαλλικό Κυβισμό, ένα ρεύμα το οποίο από το 1910 επηρέασε καταλυτικά και άλλα εθνικά ευρωπαϊκά ρεύματα όπως εκείνο της Die Brucke στη Γερμανία, προάγγελος του εξπρεσιονισμού.
Όσο για την λογοτεχνία, είναι εξίσου αναμφισβήτητο το γεγονός της βίαιης αντίδρασης του Φουτουρισμού στον Κλασικισμό του Giosuè Carducci και Giovanni Pàscoli, όπως και στον Ντεκαντεντισμό (Decadentismo) του Gabriele D’Annunzio και στον Κρεπουσκολαρισμό (Crepuscolarismo) του Guido Gozzano, ιταλική απάντηση στον Συμβολισμό του Paul Verlaine και περισσότερο στον Stephane Mallarmé.
Η ιταλική φουτουριστική ποίηση δεν παρουσιάζει μεγάλο πλούτο αξιόλογων δημιουργημάτων. Μόνες εξαιρέσεις ο ιδρυτής Filippo Tommaso Marinetti, ο Paolo Buzzi, ο Luciano Fòlgore, ψευδώνυμο του Omero Vecchi, αλλά κυρίως ο Aldo Palazzeschi και ο Corrado Govoni. Ωστόσο ένας αρχικός, εμβρυακός φουτουριστικός προσανατολισμός διακρίνεται και στους Ardengo Sòffici και Giovanni Papini. Στα νιάτα του ως και ο Salvatore Quasìmodo εμπνεύστηκε για λίγο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, από την φουτουριστική μούσα!
Οι εικαστικές τέχνες ― η ζωγραφική και η γλυπτική και σε μικρότερο βαθμό οι γραφικές τέχνες―, υπήρξαν οι κυριότεροι μοχλοί διαφήμισης και αναγνώρισης των φουτουριστικών ιδεών στην Ιταλία, αλλά και κατ’ επέκταση στο γενικό ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1910 οι Umberto Boccioni, Carlo Carrà και Luigi Rùssolo παρουσιάζουν το «Μανιφέστο των Ζωγράφων» πάλι στο περιοδικό Poesia. Τα πρώτα φουτουριστικά έργα εκτίθενται δημόσια την Άνοιξη του 1910 στην Έκθεση ελεύθερης τέχνης στο Μιλάνο με δημιουργίες των τριών προαναφερόμενων καλλιτεχνών. Τα «αληθινά» όμως φουτουριστικά έργα θα αρχίσουν να εμφανίζονται από το τέλος του 1911 και μετά.
Έτσι, το 1912 ο ίδιος ο Marinetti οργανώνει στο Παρίσι μια έκθεση στην Galérie Bernheim-Jeune κατά τη διάρκεια της οποίας οι Ιταλοί καλλιτέχνες υπογραμμίζουν ιδιαιτέρως, τελικά, την αντίθεσή τους στον Κυβισμό και προβάλλουν την θέλησή τους να εφεύρουν μια τεχνοτροπία της κίνησης, κάτι που ποτέ προηγουμένως κανείς δεν αποπειράθηκε να πράξει.
Το 1913 άλλοι καλλιτέχνες προστίθενται στην φουτουριστική οικογένεια: ο Fortunato Depero, o Enrico Prampolini, o Ottone Rosai, o Giorgio Morandi, ο Mario Sironi, o Antonio Martini, o Francesco Cangiullo.
Με το επόμενο «Μανιφέστο φουτουριστική ανασυγκρότηση» από τους Depero και Balla το 1915 εκτίθεται μια νέα σύνθεση του πλαστικού δυναμισμού των πρώτων χρόνων. Θα μπορούσαμε τότε να μιλήσουμε για έναν Δεύτερο Φουτουρισμό ο οποίος επεκτείνεται πλέον, εκτός από την λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, και στην αρχιτεκτονική, στη φωτογραφία, στην αστική σκηνή, στον κινηματογράφο, στην σκηνογραφία, δραματουργία, θέατρο και στη διαφήμιση.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, το 1921, στο «Μανιφέστο του Τατιλισμού» ο Marinetti επισημοποιεί μια νέα φάση του Φουτουρισμού, περισσότερο παιγνιώδης και θετική, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, το 1931, με το «Μανιφέστο της Αεροζωγραφικής», με τις υπογραφές των Giàcomo Balla, Fortunato Depero, Fulvio Benedetti, Mino Somenzi, Tato, Gerardo Dottori, Fillia(Luigi Colombo), Mannetti και Enrico Prampolini θεωρητικοποιείται το νέο σπειροειδές όραμα της κίνησης, μια εξέλιξη που ωστόσο δεν θα έχει κάποια άξια λόγου συνέχεια ειδικά εξαιτίας της έντονης παρουσίας και επιρροής μιας τεχνολογικά πιο προχωρημένης πραγματικότητας η οποία ασφαλώς εξουδετέρωσε τα ουτοπικά συμπεράσματα που ακόμη κυκλοφορούσαν από την δεκαετία του ’10 και μετά.
5. Είναι αναμφίβολο πως ο Φουτουρισμός υπήρξε ένα φαινόμενο σημαντικό, βασικές προεκτάσεις του οποίου ακόμη και σήμερα επαρκώς αναγνωρίζονται. Στα μείον του καταλογίζεται η βιαιότητα των διακηρύξεων και των δράσεών του, οι άσκοπες φωνασκίες των εκδηλώσεών του, η προχειρότητα ορισμένων προτάσεών του.
Εντούτοις εμφάνισε και μεγαλοφυείς εμπνεύσεις και σημαντικές πραγματικότητες, προπαντός στον τομέα των εικαστικών τεχνών, που άφησαν ανεξίτηλο στίγμα όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες.
Ο ελεύθερος στίχος, ο astrattismo (Αφηρημενισμός;), η κυβιστική διάθεση, η ίδια η δωδεκαφωνία αντίστοιχα σε ποίηση, ζωγραφική και μουσική υπήρξαν οι καλύτερες επιδόσεις του Φουτουρισμού μέσα σε μια διαδικαστική πορεία που θα μπορούσε και να χαρακτηριστεί χωρίς υπερβολή σαν μια αληθινή επανάσταση της μοντέρνας τέχνης.
Γενικά, υπήρξε μια μεγάλη ιστορική πρωτοπορία από την οποία επηρεάστηκαν αρκετά επόμενα πολιτισμικά κινήματα όπως ο ντανταϊσμός, ο υπερρεαλισμός, η Art Déco, ο Βορτικισμός, ο κονστρουκτιβισμός. Δεν λείπουν επίσης στοιχεία του Φουτουρισμού στον Σπεριμενταλισμό του Guillaume Apollinaire και στον πρώτο Vladimir Majakovskij.
Και οπωσδήποτε δεν πρέπει να μας διαφεύγει και να ξεχνάμε ότι πάρα πολλά στοιχεία του Φουτουρισμού βρίσκονται και κυριαρχούν, ακόμη και σήμερα, μετά από έναν αιώνα, στο κόσμο και στον «πολιτισμό» της τεχνολογίας, των πολέμων και της πανταχόθεν φιλοσοφίας της «επικράτησης» και επιβολής.
Εν πάση περιπτώσει σίγουρα μπορούμε να τα συναντήσουμε, λίγα χρόνια αργότερα, στις καινοτομίες της σουρεαλιστικής κατάθεσης, οπωσδήποτε στην αρχική και πιο γνήσια και έντονη εκδοχή της, πράγμα που καταφανώς αποδεικνύει τη συγγένεια του γαλλικού υπερρεαλισμού με τον ιταλικό φουτουρισμό, αμφότεροι γεννηθέντες με πρωταρχική κλίση προς το επαναστατικό πνεύμα, την επανάσταση των ηθών και των συνηθειών, μέχρι και των ανθρώπινων ζωών.
Μετά το 1922, στην αγκαλιά του Φασισμού ο Φουτουρισμός έχασε την πρωτότυπή του ουσία αμφισβήτησης που τον είχε αναδείξει και πλουτίσει. Οι θελήσεις, οι εκβιασμοί και οι επιταγές του καθεστώτος υποχρέωσαν την οδυνηρή μετεξέλιξη πολλών αντιπροσώπων του σε υμνητές της εξουσίας με αντάλλαγμα την αποφυγή της αφάνειας και τη δυνατότητα επιβίωσης, όταν δεν υπήρχε όντως μια συνειδητή ιδεολογική μεταβολή. Ωστόσο αρκετές υπήρξαν και οι περιπτώσεις αυθόρμητης συναίνεσης και υποστήριξης.
Ο ίδιος ο Marinetti μετατράπηκε σε έναν από τους σημαντικότερους απολογητές της φασιστικής κουλτούρας ως το 1944, έτος του δικού του θανάτου και, ουσιαστικά, του ιδίου του κινήματός του στο πεδίο της καθημερινής πραγματικότητας.