Και ως παιδιά αφήνονται ανιδιοτελώς στην παιδική χαρά που λέγεται θέατρο, μέχρι η σκηνή να τους απορροφήσει και ο κάθε ρόλος να τους καταπιεί, υπό το βλέμμα ενός γονέα-σκηνοθέτη που κρύβει μέσα του κι αυτός ένα παιδί γεμάτο ενθουσιασμό και καπρίτσια, γκρίνια και ασυγκράτητο γέλιο. Οι ηθοποιοί είναι ανασφαλείς, είναι ανώριμοι, είναι τρελοί, είναι υπεράνθρωποι. Είναι πολλαπλοί εαυτοί, άπειροι κόσμοι, απύθμενα σύμπαντα.
Ο Φώτης Δούσος γνωρίζει καλά τον κόσμο του θεάτρου, τον αγαπά σε κάθε λέξη του και αναδεικνύει τα καλά και τα άσχημα που γεννά η συκγυρία του, σε κάθε σελίδα της «Τέλεσης». Μας τραβά αβίαστα μαζί του στα πιο σκοτεινά βάθη, αλλά και στις πιο φωτεινές κορυφές της ψυχοσύνθεσης ενός ηθοποιού κι ακόμα του στησίματος μιας ολόκληρης παράστασης από τις ατέλειωτες πρώτες οντισιόν, στις εξαντλητικές πρόβες μετά, μέχρι να έρθει εν τέλει η μέρα της πρεμιέρας.
Το ατύχημα που είχε ο Άρης όταν ήταν μικρός, με ένα αλυσοπρίονο που του έκοψε το πρόσωπο, του δημιούργησε μια δυσμορφία που δεν μπόρεσε ποτέ να συνηθίσει. Ούτε αυτήν, ούτε τα κοιτάγματα των άλλων. Αποφάσισε, όμως, παρ' όλες τις αντιξοότητες που αυτή του δημιουργούσε, να γίνει ηθοποιός. Και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά πετυχαίνει την είσοδό του σε έναν από τους πιο απαιτητικούς θιάσους της Αθήνας με σκηνοθέτη τον Κωνσταντίνο Μαλτέζο, έναν από τους κορυφαίους στην Ελλάδα. Ανεβάζει τον Οθέλλο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Ο θίασος απαρτίζεται από διάσημους και άσημους ηθοποιούς, με τον Άρη να ανήκει στους δεύτερους, αλλά και στους (κυριολεκτικά) στιγματισμένους. Καθώς οι πρόβες ξεκινούν, η κατανομή των ρόλων δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί, μα ο Άρης ξέρει πως ο ρόλος του δεν θα είναι μεγάλος. Γι' αυτόν αρκεί που βρίσκεται εκεί, σε αυτό το θέατρο, με αυτούς τους ανθρώπους, στα χέρια αυτού του σκηνοθέτη.
Η Μάγια και η Βίλη, οι σκηνογράφοι της παράστασης, αναλαμβάνουν να φτιάξουν το πιο σημαντικό κι απαιτητικό αξεσουάρ του έργου: την μάσκα που θα φορέσει ο Ιάγος. Οι ηθοποιοί καλούνται να κερδίσουν και να κατακτήσουν την μάσκα (ή να τους κατακτήσει εκείνη) και κατ' επέκταση τον ρόλο φορώντας την σε ένα είδος διαγωνισμού αυτοσχεδιασμού. Προς μεγάλη έκπληξη όλων και κυρίως του ίδιου, η μάσκα επιλέγει τον Άρη και γίνεται το νέο του «πρόσωπο».
Η ψυχική και σωματική περιπέτεια του Άρη ξεκινάει ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, με βασικό πυλώνα την σχέση του με ένα άψυχο αντικείμενο που μοιάζει πιο ζωντανό κι από τον ίδιο. Κι ενώ εκείνος επιμένει πως στην μάσκα χρειάζονται τροποποιήσεις και βελτιώσεις έτσι ώστε να ταιριάξει καλύτερα στα μέτρα του, ύστερα από έναν άγριο καβγά με τον σκηνοθέτη η Μάγια εξαφανίζεται. Και οι άοκνες προσπάθειες του Άρη να την βρει, αποβαίνουν άκαρπες.
Ο Ιάγος ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι. Και έπρεπε να βουτήξω κι εγώ στον ζόφο, για να πάω να τον βρω. Κι ο Άρης βουτάει χωρίς κανέναν δισταγμό στα πιο βαθιά σκοτάδια της τέχνης και του εαυτού του για να βρει αυτό που θα τον κάνει ορατό, αυτό που θα αλλάξει όχι μόνο την υποκριτική του, αλλά και την ίδια την ιδιοσυγκρασία του. Και καταλήγει: Όσο πιο πολύ έκρυβα το αληθινό μου πρόσωπο, τόσο πιο ορατός γινόμουν, σκέφτηκα.
Ο συγγραφέας με την εξαιρετικά παραστατική γραφή του, τις γλαφυρές περιγραφές του, την ρεαλιστική προσέγγιση του θέματος, την τρυφερότητα που δείχνει σε όλους τους ήρωές του ανεξαιρέτως, την βαθύτερη ανάγκη του να αφηγηθεί όσα σκέφτεται και αφουγκράζεται ένας ηθοποιός πάνω και κάτω απ' τη σκηνή, προσφέρει ένα ανάγνωσμα εμποτισμένο με το σασπένς των ψυχολογικών θρίλερ, με τις αρετές του σουρεαλισμού και την σκληρότητα ενός κοινωνικού δράματος.
Στην απολαυστική και γεμάτη έκσταση πορεία από την πρώτη γνωριμία μέχρι την απόλυτη κυριαρχία του ασφυκτικού προσωπείου, διατηρώντας τον παλμό και την ένταση αμείωτη σε κάθε σελίδα του βιβλίου, ο Φώτης Δούσος δικαιώνει κι αυτός τις εξαιρετικές επιλογές των εκδόσεων Νήσος στην «νεόδμητη» λογοτεχνική σειρά τους «λ», που μας έχει κερδίσει ολοκληρωτικά.
Δεν υπάρχει πιο ανασφαλής καλλιτέχνης από τον ηθοποιό. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η τέχνη μας πηγάζει από την ανασφάλεια, από το ρίσκο.