Διάβασα τη δις βραβευμένη στην Ισπανία αυτοβιογραφική ποιητική σύνθεση του Χοσέ Ντανιέλ Εσπέχο Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής συνεχόμενες φορές, από τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια μου. Δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω εξ αρχής, είναι η αλήθεια, εάν η συγκίνηση και τα έντονα συναισθήματα που μου προκάλεσε πηγάζουν από το θέμα με το οποίο επέλεξε να αναμετρηθεί ή αν είναι απόρροια του γενικότερου λογοτεχνικού αποτελέσματος.
Όπως δηλώνει και ο ίδιος ο ποιητής, σε εφημερίδες της πατρίδας του,* δεν πρόκειται για μία εξομολόγηση αλλά για μία μαρτυρία. Μια μαρτυρία δοσμένη με τέτοιο τρόπο που κι ένα εξαίρετο λογοτεχνικό αποτέλεσμα παράγει και καταφέρνει να σε κάνει αν όχι να ταυτιστείς με το ποιητικό υποκείμενο, τότε να δεις με τα μάτια του. Ή να καθρεφτιστείς, κατά κάποιον τρόπο, στα νερά των λιμνών αυτών, νιώθοντας συχνά να σε διαπερνά η αίσθηση της μοναξιάς, ενίοτε και της απελπισίας, που διατρέχει όλο το ποίημα. Μια γενναία κατάθεση ψυχής που προκαλεί ρίγη συγκίνησης καθώς σε διαποτίζει με τις παγερές λάμψεις μιας γλώσσας που εκπέμπει όλη της την ποιητική θαλερότητα, στις πιο λιτές της στιγμές: Όσο πιο/όμορφο το παραμύθι τόσος λιγότερος είναι ο χώρος/που έχουμε εμείς σε αυτό.
Η συγκεκριμένη σύνθεση, πρωτοπρόσωπη και γραμμένη σε ημερολογιακή μορφή, μας μεταφέρει επεισόδια από τη ζωή ενός …τύπου που μένει χήρος και μαθαίνει/να φροντίζει τα παιδιά του (το ένα αυτιστικό) μόνος του, με τη βοήθεια της ποίησης (στ’ αλήθεια!) και της καλής του του καρδιάς, για να το πούμε με τα λόγια του ίδιου του ποιητή. Είναι αυτοί οι στίχοι, θαρρώ, που εξαρχής σε βουτάνε από τον λαιμό και σε πηγαίνουν απνευστί μέχρι την τελευταία λέξη. Γιατί η γλώσσα του Εσπέχο μαγνητίζει από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη και το κείμενο εκρήγνυται μέσα σου από διαφορετικά σημεία του.
Το ποίημα γίνεται συχνά αυτοαναφορικό, δηλαδή έχουμε να κάνουμε, μεταξύ άλλων, με ένα ποίημα περί ποιητικής, καθώς ένας από τους άξονες του έργου είναι ανάγκη της έκφρασης και του φιλτραρίσματος μιας πραγματικότητας συχνά ανελέητης, μέσω της ποίησης. Θέμα που επανέρχεται σαν επωδός. Έτσι το ποίημα γίνεται πότε μια εναλλακτική επιλογή · και πότε ένα ανίσχυρο αντίδοτο καθώς: Xάνουν οι λέξεις το νόημά τους, η μουσική τον έρωτά της/και οι πράξεις τον σκοπό της … ΄Η μια φενάκη όταν τα πράγματα περιπλέκονται: Σ’ εκείνες τις μακρές/περιφερειακές πεζοπορίες να κοιτάζω/αναζητώντας ένα κρύσταλλο/λίγη επιπλέουσα ποίηση/ φευγαλέα σαν ολόγραμμα: / αν της κάνεις ερωτήσεις/εξαφανίζεται.
Η σχέση πατέρα και γιου, δουλεμένη από τα κατάλληλα χέρια, έχει χαρίσει στη λογοτεχνία εξαίρετες στιγμές. Μου ήρθε στο νου, ενώ διάβαζα τις Λίμνες, το εξαιρετικό διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο, Los últimos atardeceres en la tierra, που πραγματεύεται μια τέτοια σχέση. Φυσικά πρόκειται για τελείως διαφορετικές ιστορίες: το διήγημα του Μπολάνιο είναι ένα οδοιπορικό σε ανοιχτά πεδία· η ποιητική σύνθεση του Εσπέχο ζωντανεύει μια περίκλειστη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που τη δημιουργούν συχνά οι οθόνες (τηλεόραση, youtube, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ηλεκτρονικά παιχνίδια, κ.λπ.) και οι αυταπάτες της φαινομενικής διαφυγής που υπόσχονται. Ακόμη και οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής, που δίνουν τον τίτλο τους στο ποίημα, έτσι όπως προβάλλονται μέσα από τις οθόνες, και κυρίως μέσα από τα μάτια του αυτιστικού Μαρτίν που παρακολουθεί γι’ άλλη μια φορά στα αγγλικά/ το βίντεο με τις λίμνες της Βόρειας Αμερικής, γίνονται το συνώνυμο μιας άφταστης γης της επαγγελίας, εκπέμποντας κάτι αφόρητα παγερό και δίνοντας στην αίσθηση της μοναξιάς που προαναφέραμε διαστάσεις απεραντοσύνης. Ωστόσο, οι δύο αυτές ιστορίες έχουν κάτι κοινό. Είναι η εμφάνιση της σιωπής σαν μια γλώσσα ιδιαίτερη που με τον τρόπο της ισχυροποιεί τους δεσμούς μεταξύ πατέρα και γιου. Πρόκειται για μία σιωπή που « δεν είναι καινούργια».
Έτσι κι αλλιώς αν αναζητούσαμε λογοτεχνικές συγγένειες στο συγκεκριμένο ποίημα θα λέγαμε πως αυτές εντοπίζονται πιθανότατα στην βορειοαμερικάνικη λογοτεχνία, εκεί που το δραματικό μας δίνεται μετωνυμικά, δια αντανακλάσεως, μέσω των αντικειμένων. Όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τα ποιήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ, και από την άλλοτε φανερή κι άλλοτε υποδόρια ειρωνεία που τα χαρακτηρίζει. Μια ειρωνεία που εδώ είναι μια σπαραχτική, καταγγελτική κραυγή που μας ριπίζει, καθώς φυσικά το μεγάλο ζήτημα, εδώ, στο ποίημα του Εσπέχο, δεν είναι ο αυτισμός. Όπως εξάλλου δεν πρέπει να αποτελεί ζήτημα καμία πάθηση σε καμία κοινωνία που θέλει να θεωρείται πολιτισμένη. Το πρόβλημα όμως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σοβαρό, όταν το περιβάλλον δεν είναι ιδιαίτερα φιλόξενο, όπως για παράδειγμα εδώ που τις συνθήκες τις διαμορφώνουν οι οικονομικοί όροι: Έλα χρήμα και δώσε θέση στο παιδί μου/ανάμεσα στα άλλα… Και προφανώς μας αφορά όλους.
Η καρδιά του συγκεκριμένου έργου μπορεί να είναι πυρωμένη από ένα προσωπικό ζήτημα, έτσι όμως όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τα επιμέρους ποιήματα που το συνθέτουν, το έργο γίνεται βαθιά πολιτικό, με την ευρύτερη έννοια, και κατ’ επέκταση οικουμενικό. Και δεν έχει κανέναν λόγο να υπερθεματίσει γύρω από αυτό που αποτελεί κεντρικό θέμα ούτε φυσικά να γίνει βαρύγδουπο, καθώς η πολιτική πράξη που συνιστά ένα ποίημα αποκτά το ειδικό της βάρος από τις μεταλλάξεις των πραγμάτων γύρω κι από τη βαθιά επιρροή που εκείνα ασκούν πάνω μας: Όταν ουρλιάζω αυτά τα ουρλιαχτά χτυπούν πάνω στην πλαστική/μεμβράνη/της οθόνης. Όταν αυτή ξεκουράζεται/αντανακλά τη ζωή μας σαν μαύρος καθρέφτης. Και επίσης: Ζεσταίνεται η μπύρα απογευματιάτικα /και θα ‘πρεπε να ήμασταν σε οποιοδήποτε άλλο μέρος.
Ο Εσπέχο φέρνει με επιτυχία σε πέρας μια δύσκολη αποστολή αποφεύγοντας τις παγίδες που ελλοχεύουν κάτω από το βάρος ενός τέτοιου σοβαρού και ευαίσθητου θέματος, μακριά από εύκολους μελοδραματισμούς, εκεί δηλαδή που μπορεί να χαθεί το σφρίγος και ο προσανατολισμός και το αποτέλεσμα να μείνει ημιτελές, τελματωμένο στις αρχικές προθέσεις.
Έχω την αίσθηση ότι το ποίημα στην αρχική του μορφή κατέβηκε στο χαρτί σαν ορμητικό νερό σπάζοντας πολλά εσωτερικά φράγματα. Όπως κάθε κείμενο, ή γενικότερα κάθε έργο τέχνης στην αφετηρία του, που θες να το καταθέσεις εδώ και τώρα, γιατί αισθάνεσαι πως το διακύβευμα είναι μεγάλο, κι ας μην είσαι σε θέση να το ορίσεις επακριβώς. Και χωρίς να αποτελεί η «συσκευασία» το βασικό σου μέλημα. Γιατί, όπως λέει και ο ίδιος ο ποιητής, στην ποίηση φτάνει κανείς από τα πίσω δωμάτια/ από τις ράβδους οπλισμού/ (η ποίηση είναι το αντίθετο του marketing)/και κανείς δεν μπορεί να σου πει/ τι ακολουθεί μετά.
Διαβάζοντας κανείς ταυτόχρονα το πρωτότυπο κείμενο και τη μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, μπορούμε να πούμε ότι φτάνει στη γλώσσα μας ακέραια η δυναμική του κειμένου σε όλες της τις διαστάσεις, καταφέρνει να μας δώσει όλες τις ανταύγειες των Λιμνών. Συμφωνούμε όλοι, θαρρώ, πως ένας καλός μεταφραστής πρέπει να είναι πρώτα από όλα ένας καλός αναγνώστης. Ή συνδυαστικά και καλός ακροατής όταν η συνάντησή μας με ένα λογοτεχνικό έργο γίνεται μέσα από άλλες πηγές, όπως μας περιγράφει ο ίδιος ο μεταφραστής στο εισαγωγικό σημείωμα, που ακούει για πρώτη φορά τα ποιήματα αυτά μέσα από μια ραδιοφωνική εκπομπή καθώς οδηγεί. Όταν το συγκεκριμένο αισθητήριο συνδυάζεται με την αδιαμφισβήτητη ικανότητα, έχουμε αποτελέσματα άξια αναφοράς όπως συμβαίνει με το συγκεκριμένο βιβλίο.